Δύο τα ξημερώματα. Στο αεροδρόμιο του Κολόμπο με περιμένει ο Ρουάν με το όνομα μου γραμμένο πάνω σε ένα λευκό χαρτί που το κρατάει στο ύψος του πηγουνιού του. Τον χαιρετώ νυσταγμένα, χαμογελά συγκρατημένα, με συμβουλεύει με σπασμένα αγγλικά πως αν θέλω να αλλάξω λεφτά προτιμότερο να το κάνω στο αεροδρόμιο, ακολουθώ την συμβουλή του και σε ένα από τα σχετικά κουβούκλια δίνω 200 ευρώ και παίρνω πίσω ένα σωρό χαρτονομίσματα που μοιάζουν ψεύτικα, ίσα που χωράνε στο πορτοφόλι μου. Ο Ρουάν λέει ότι το μέρος που πάω απέχει τρείς ώρες δρόμο από το αεροδρόμιο, λάθος τα υπολόγισα, νόμιζα πως ήταν πιο μικρή η απόσταση, είμαι πτώμα στην κούραση, το πιο πιθανόν, σκέφτομαι, είναι να αποκοιμηθώ στην διαδρομή, κάνω όμως λάθος, η περιέργεια που αποτελεί την κινητήριο μου δύναμη σε καθε μου ταξίδι τραβά τα βλέφαρα μου προς τα πάνω και κρατά το βλέμμα μου ορθάνοιχτο. Έξω βαθύ σκοτάδι, αχνοφαίνονται από το τζάμι αδιαφανή σύννεφα, δεν είμαι σίγουρη αν προμηνύουν βροχή, η κίνηση στους δρόμους ελάχιστη, ο Ρουάν με ρωτά άν ξαναήρθα στην χώρα του, του λέω πως είναι η δεύτερη φορά, είναι πανέμορφη του λέω, όμορφη αλλά φτωχή λέει εκείνος και από μυαλό μου περνά σφαίρα η εικόνα των Σριλανκέζων στο αεροπλάνο που βιάζονταν να επιστρέψουν πίσω στις ζωές τους, να πάρουν μια ανάσα οξυγόνου για να αντέξουν-υποθέτω- να υπηρετούν τις ζωές των άλλων. Στα αεροδρόμια, στις αίθουσες αναμονής, στους διαδρόμους των αεροπλάνων, η παρατηρητικότητα μου οξύνεται, λες και τίθονται σε λειτουργία αισθήσεις που στην ροή της καθημερινότητας αυτοακυρώνονται και μόνο όταν μεταφερθώ σε ένα ανοίκειο περιβάλλον, άγνωστη μεταξύ αγνώστων, τίθονται σε λειτουργία ώστε να μην μου διαφύγει η παραμμικρή χειρονομία ανθρώπου, δέντρου, ήλιου, συννέφου και φεγγαριού. Όσο πιο ξένη νιώθω τόσο πιο οικεία αισθάνομαι τον εαυτό μου, διακρίνω το περίγραμμα μου στον κόσμο, αισθάνομαι τα αόρατα νήματα που ενώνουν τις ξέχωρες υπάρξεις μας να αποκτούν κάποιο νόημα και να υπακουούν σε μια ιδιόμορφη λογική που φανερώνεται κυρίως στην επιδεικτική διάρκεια της δύσης του ήλιου ή στο σκάσιμο ενός γιγαντιαίου κύμματος που απλώνει τον ολόασπρο αφρό του πάνω στην ακτή σαν πουπουλένιο πάπλωμα. Αρχίζει να ψιχαλίζει, ο Ρουάν ανάβει τους υαλοκαθαριστήρες, θα ρίξει πολλή βροχή λέει, μ’αρέσει που σε λίγο θα με καλοσωρίσει μια ξαφνική καταιγίδα, θελω να φτάσω στον προορισμό μου πλυμμένη και πεντακάθαρη και να αναδύεται από πάνω μου μια γήινη δροσιά. Πόσο χρονών είσαι τον ρωτώ, 43 λέει, φαίνεται πολύ πιο μικρός όπως όλοι σ’αυτή τη χώρα, μικροκαμωμένοι με πολύχρωμα ρούχα, μπόλικα μαλλιά, επίμονα μάτια και χαλασμένα δόντια. Εχει τρείς κόρες λέει καθώς η βροχή δυναμώνει, γι’αυτό κάνει και μια δεύτερη δουλειά, για να τους δώσει, λέει, μια καλύτερη τύχη, δεν λέω τίποτα, τον κοιτώ μέσα από το καθρεφτάκι και σκέφτομαι πως αν μέχρι να μεγαλώσουν οι κόρες του ο κόσμος δεν αλλάξει θα καταντήσουν κι’αυτές να δουλεύουν στην ανακαινισμένη κουζίνα μιας κάποιας δυτικοαναθρεμμένης μάνταμ. Δεν ανταλλάζουμε άλλη κουβέντα, αποκοιμιέμαι για λίγο και ξυπνώ από το τράνταγμα του αυτοκινήτου, πόση ώρα πέρασε δεν έχω ιδέα, είμαστε όμως σε ένα χωματόδρομο κατασκότεινο και γεμάτο λακκούβες, τί γίνεται απορώ, το μέρος που θα μείνεις είναι προστατευμένη περιοχή γι’αυτό δεν έχουν φτιάξει το δρόμο μου εξηγεί, εδώ βρίσκεται η παραλία των χελώνων, λέεί, τις νύχτες μεγάλες χελώνες εμφανίζονται μέσα από τα θυμωμένα κύμματα του Ινδικού ωκεανού και προσγειώνοντα πάνω στην ίδια αμμουδιά που το επόμενο πρωί θα χώνω τις πατούσες μου αγαλιασμένη, γεννούν εκεί τα αβγά τους και γυρίζουν πίσω στην απεραντοσύνη του βυθού. Σταματάμε ακριβώς έξω από την είσοδο του retreat που για δύο βδομάδες θα είναι το “θεραπευτήριο” μου, και το οποίο βρίσκεται μεταξύ μιας μεγάλης λίμνης και αυτής της ιδιαίτερης παραλίας, αφουγκράζομαι ενστικτωδώς τους πρώτους ήχους που δραπετεύουν από τα πυκνά δέντρα και τρυπώνουν μέσα στα αυτιά μου, βεβαιώνομαι πως δεν αναγνωρίζω κανένα από αυτούς άρα βρίσκομαι ήδη στο άγνωστο κι’αυτό από μόνο του επενεργεί πάνω μου καταπραυντικά. Πληρώνω τον Ρουάν, εκείνος μου δίνει την κάρτα του σε περίπτωση που τον χρειαστώ και αποκαμωμένος με καληνυχτίζει. Μια άλλη φιγούρα εμφανίζεται μέσα από το μισοσκόταδο- μόνο ένα μικρό φωτάκι είναι αναμμένο που φωτίζει το πέτρινο άγαλμα του Βούδα στην είσοδο- είναι ένας άντρας αγουροξυπνημένος αλλά τόσο χαμογελαστός που το πρόσωπο του μοιάζει παιδικό, μου συστήνεται με το όνομα Σάναθ, μου λέει πως είναι ο γενικός υπεύθυνος, αναγνωρίζει την κούραση μου και μου παίρνει την βαλίτσα από το χέρι. Στο βάθος, από την μεριά της λίμνης, μια ακτίδα της μέρας σχίζει την νύχτα, όπου νάναι ξημερώνει, ο Σάναθ με οδηγεί στο δωμάτιο μου, παρατηρώ φευγαλέα πως κουτσαίνει, μέρες μετά θα μάθω πως έχασε το πόδι του στον εμφύλιο πόλεμο που για 30 χρόνια μαινόταν στην Σρι Λάνκα, τώρα φοράει ένα γυάλινο πόδι που το ντύνει με χρωματιστή κάλτσα, θα τα πούμε λέει την επαύριο στο πρόγευμα που θάμαι πιο ξεκούραστη, γνέφω καταφατικά και μόλις απομακρύνεται με ένα σάλτο χώνομαι κάτω από την κουνουπέρα και απλώνω διαπλατα το σώμα μου στο στρώμα. Ελάχιστα λεπτά χρειάζονται για να παραδωθώ στην άγρια βοή των κυμμάτων που ξαγρυπνούν και στο παράξενο τιτίβισμα ξωτικών πουλιών που μόλις έχουν ξυπνήσει, τους εμπιστεύομαι τον ύπνο μου για να μου τον ημερέψουν και πριν καλά-καλά το καταλάβω βρίσκομαι ήδη μέσα στο όνειρο με μια πελώρια χελώνα να κοιμάται πλάι μου ως το πρωί.