Μήνυμα ζωτικής σημασίας (κρήτη)

Τα σύννεφα σήμερα μοιάζουν με φύσημα καπνού από το στόμα ενός αόρατου σοφού που κατοικεί στον ουρανό και μας κοιτάει από κει πάνω βαριεστημένα καπνίζοντας την πίπα του.

images
Back to top

Τα σύννεφα σήμερα μοιάζουν με φύσημα καπνού από το στόμα ενός αόρατου σοφού που κατοικεί στον ουρανό και μας κοιτάει από κει πάνω βαριεστημένα καπνίζοντας την πίπα του. Δεν ξέρω γιατί κάνω αυτή την σκέψη, ίσως να φταίει αυτό το τραχύ ψηλό βουνό που εισχωρεί μέσα στην θάλασσα στα αριστερά μου, ίσως όμως νάναι και κείνο το κοπάδι με τα κατσίκια που εμφανίστηκε πριν από λίγο να χοροπηδάει πάνω στους βράχους την ίδια ώρα που μια ψαρόβαρκα διέσχιζε σε αργή κίνηση το κύμα, και κάπως έτσι ήρθα ενώπιον των απλών εξισώσεων της ζωής ή όπως το γράφει καλύτερα ο Βακαλόπουλος της συνειδητοποίησης πως “υπάρχει μόνο μια εικόνα, μια παραλία, ένα νησί, ένα νησί για τον καθένα και πρέπει να το βρει και να μείνει εκεί”. Ο Χ. είναι απλωμένος στη ξαπλώστρα δίπλα μου, παραδομένος στον ήλιο και στην αλμύρα του κρητικού πελάγους, εγκατεστημένος ολάκερα μέσα στην παραδοχή πως αυτός είναι ο προορισμός του ανθρώπου και κανένας άλλος, να απορροφά τις ομορφιές της ζωής παραμένοντας σε μια συνεχή συνδεσιμότητα με την απεραντοσύνη προκειμένου να μην χάσει τη πραγματική του γεωμετρία. Οτιδήποτε δεν εναρμονίζεται με αυτή την συνειδητότητα μοιάζει αφόρητα ξένο και απόμακρο από τον πυρήνα της ύπαρξης μας, ικανό μόνο να συμβάλει στην χαοτική πραγματικότητα που μας περιβάλλει και η οποία παριστάνει θρασύτητα την αληθινή ζωή, ενώ μηχανεύεται ύπουλα τρόπους να φέρει μια ώρα αρχύτερα τη στιγμή που τίποτα δεν θα είναι σε θέση να αναγνωρίζει κάτι από τον εαυτό του. “Οι πληροφορίες είναι ανύπαρκτες”, γράφει ο Βακαλόπουλος, “όλα αυτά τα σάπια νέα είναι ανύπαρκτα, αληθινά και όμως ανύπαρκτα, πραγματικά και όμως ανύπαρκτα, μακρινά, ψεύτικα, όλα τα νέα είναι νεκροθάφτες της πραγματικής ζωής”. Εκείνο που συμβαίνει στην πραγματική ζωή είναι πως “τα βότσαλα δεν λένε κανένα νέο, η θάλασσα δεν λέει κανένα νέο, ο ήλιος δεν λέει κανένα νέο, και το μοναδικό δέντρο κάνει λίγη σκιά”… Στην παραλία ο κόσμος είναι ελάχιστος, το όνομα της είναι “Γλυκά νερά” γιατί έχει, από ότι διάβασα, ένα σωρό πηγές πόσιμου νερού τριγύρω, εδώ μπορείς να έρθεις με το καραβάκι ή περπατώντας για καμμιά ώρα ένα σκληροτράχηλο μονοπάτι, εμείς εννοείται πως διαλέξαμε το πρώτο, έτσι κι’ αλλιώς λατρεύω τα μικρά καραβάκια, ο λόγος έχει να κάνει με την ανάγκη μου να συντηρώ μια παιδικότητα αλλά και με την ενήλικη μου πρόθεση να διανύσω τα χρόνια μου, από τούδε και στο εξής, αργόσυρτα ώστε να προλαβαίνει να μπαίνει που και που στο κάδρο μου ένας γλάρος. Οι περισσότεροι στην παραλία είναι ξένοι, Σκανδιναβοί, Γερμανοί, Ιταλοί και λίγοι μόνο Έλληνες, οι χασομέρηδες της εποχής, αυτοί που με άλλα λόγια αφυπηρετήσανε προ καιρού από όλες τις μάταιες υποχρεώσεις και μ’ αυτό εννοώ όλα όσα μας σπαταλάνε το χρόνο και τα χρόνια αποσπώντας μονίμως την προσοχή μας από το παρόν, μεταθέτοντας την σκέψη μας στο αδηφάγο μετά και εμποδίζοντας μας να διατηρήσουμε το τώρα σε μια τρυφερότητα, σε μια ευαισθησία, να το κρατήσουμε δηλαδή τρωτό και απροστάτευτο. Έλεγα όμως πως οι πλείστοι στην παραλία είναι ηλικιωμένοι, εκπλήττομαι μάλιστα όταν πλάι στις ξαπλώστρες τους βλέπω μπαστούνια ορειβασίας και καταλαβαίνω πως ήρθαν εδώ περπατώντας το δύσκολο μονοπάτι, προφανώς γι’ αυτούς τα δύσκολα πέρασαν και ό,τι απέμεινε είναι θέμα διάθεσης για ζωή. Αράζουν ανά δυάδες γυμνοί-όπως τους γέννησε η μάνα τους- κάτω από τα λιγοστά πεύκα, τους παρατηρώ με την άκρη του ματιού μου για να μην με περάσουν για αδιάκριτη, η αλήθεια είναι ότι τους χαίρομαι και τους ζηλεύω που επιστρέφουν σε αυτή την ελευθερία και βουτούν μαζί της στα δροσερά νερά της απειροσύνης. Ο Χ. προτείνει να πάμε μια βόλτα μέχρι την άλλη άκρη της ακτής, αγοράζουμε παγωμένες μπίρες από την μοναδική καντίνα που υπάρχει, παίρνουμε ένα-δύο νεκταρίνια, φοράμε καπέλα και ξεκινάμε. Στα μισά της διαδρομής αντιλαμβάνομαι πως ένα ασπρόμαυρο κατσίκι μας πήρε ξωπίσω, ενθουσιάζομαι σαν μικρό παιδί, δαγκώνω ένα κομμάτι από το νεκταρίνι και του το δίνω απευθείας στο στόμα, το τρώει λαίμαργα κοιτώντας με κατάματα και γω του χαϊδεύω δειλά το μέτωπο. Και είναι, νιώθω, αυτή η εικόνα- το σάλιο του στο χέρι μου, το χέρι μου στο μέτωπο του, τα πόδια μας μέσα στη διάφανη θάλασσα κάτω από ένα βουνό τραχύ και ανάμεσα σε γυμνούς ηλικιωμένους που αράζουν στον ίσκιο των πεύκων- μια εικόνα που μου στέλνει ένα μήνυμα ζωτικής σημασίας.

 

 

 

Back to top