Το δέντρο της καρδιάς

Η μέρα έχει συννεφιά, μυρίζει παντού λεμονόχορτο και λεβάντα και από μακριά ακούγονται ψαλμωδίες που έρχονται κατά δω από την απέναντι όχθη της λίμνης σαν ιδιότυπο νανούρισμα. 

images
Back to top

Η μέρα έχει συννεφιά, μυρίζει παντού λεμονόχορτο και λεβάντα και από μακριά ακούγονται ψαλμωδίες που έρχονται κατά δω από την απέναντι όχθη της λίμνης σαν ιδιότυπο νανούρισμα. Στην αίθουσα του γιόκα είμαστε λίγοι, μόνο πέντε κοπέλες, οι υπόλοιποι έφυγαν τις προηγούμενες μέρες για τις χώρες τους, εγώ αναχωρώ αύριο, η φίλη μου η Ίνα σε δύο μέρες. Το μεσημέρι η Τινίσια και η Τζιβάνι σχημάτισαν πάνω στο κρεβάτι μου ένα “γκούντμπάι” φτιαγμένο από λουλούδια- ινδικά λευκά γιασεμιά- το έβγαλα φωτογραφία, τα λουλουδάτα αντίο είναι σπάνια, συνήθως συμβαίνουν μόνο στους νεκρούς, αυτό σκέφτηκα αλλά δεν το μοιράστηκα με κανένα. Τώρα ξαπλώνω πάνω στο μάτ και ακολουθώ τις οδηγίες της Ιρίνας που λέει να κλείσω τα μάτια, να ανοίξω τα χέρια, να αφήσω το σώμα να βουλιάξει στο πάτωμα και να συγκεντρώσω την προσοχή μου στην περιοχή της καρδιάς. Και μετά να φανταστώ πως από την καρδιά φεύγουν προς τα κάτω τεράστιες ρίζες παρόμοιες με κείνες των αιωνόβιων δέντρων, κι’αν καταφέρω να νιώσω την διακλάδωση τους καθώς εκτείνονται στα πέρατα και έγκατα της γης ίσως τότε αισθανθώ αυτό που ισχύει στ’αλήθεια, πως είμαστε απλωμένοι σε όλα τα μήκη και τα πλάτη αυτού του κόσμου, δυσδιαίρετα κομμάτια του. Τα μάτια μου παραμένουν κλειστά, τώρα βλέπω μεγάλα κλαδιά να φεύγουν από την καρδιά μου προς τα πάνω, αυτό είναι το επόμενο που λέει η Ιρίνα να φανταστούμε, πως ένα δέντρο μεγαλώνει στην περιοχή της καρδιάς και φεύγει προς τον ουρανό, μπορούμε μάλιστα να φανταστούμε τα φύλλα του σε όποιο χρώμα θέλουμε, δεν χρειάζεται να ακολουθήσουμε αναγνωρίσιμους κανόνες, τα φύλλα που φυτρώνουν στην καρδιά έχουν όποιο χρώμα επιθυμεί εκείνη, κόκκινο, γαλάζιο ή κίτρινο, αρκεί το δέντρο της να φτάνει μέχρι τα σύννεφα, να τα τρυπάει και να αγγίζει τον ουρανό και ίσως πιο πέρα, εκεί που συνυπάρχουν όλα τα μυστήρια. Την προηγούμενη μέρα επισκεφτήκαμε ένα ναό που βρίσκεται στην κορυφή ενός πελώριου βράχου, πεντακόσια σκαλιά μέχρι το ψηλότερο σημείο, γύρω-γύρω πανάρχαια δέντρα που τα κλαδιά τους έσταζαν απειροσύνη, ανέβηκα ένα-ένα τα σκαλιά και σε κάθε βήμα έμενα έκπληκτη που ανακτούσα και πάλι τις δυνάμεις μου, οι τόσες θεραπείες που πέρασα τα τελευταία δύο χρόνια ατρόφησαν τους μυς μου γι’αυτό ήμουν σχεδόν σίγουρη πως δεν θα κατάφερνα να φτάσω στην κορυφή, η Ιρίνα ήταν εκείνη που επέμενε, και βέβαια μπορείς είπε, εδώ και τόσες μέρες κάνεις ασκήσεις, τρώς υγιεινά, ακούς την καρδιά σου και αναπνέεις ωκεανό, θα τα καταφέρεις, επανέλαβε και είχε δίκαιο, αυτό ήταν που συνέβηκε. Πρώτα όμως περάσα από δύο πιο μικρούς ναούς που βρίσκονται στο ενδιάμεσο και είδα γυναίκες να ανάβουν αρωματικά στίκς όπως εμείς τα κεριά μας με μια σιωπή ιερή, σκεπασμένη από τον ίσκιο των φύλλων και εκτεθειμένη στο δειλό χάδι του ήλιου, και ήταν μάλλον αυτή η σιωπή που είχε την υφή προαιώνιας αγκαλιάς που έφτασε μέχρι τα γόνατα μου σαν ένεση δυναμωτική, λες και τα βότανα όλων των γιαγιάδων της γης κυλούσαν ξαφνικά στο αίμα μου για να αφυπνίσουν τις αντοχές μου. Τα κατάφερα, είπα στην Ιρίνα όταν ήμασταν ήδη στο πιο ψηλό σημείο, εκείνη μου χαμογέλασε σχηματίζοντας με τα δάχτυλα της το σήμα της νίκης και μ’αυτό εννοούσε πως ο άνθρωπος όλα τα μπορεί, αρκεί να παραμένει σε συνδεσιμότητα με την τρωτότητα του, αυτή είναι τελικά η απαρχή της δύναμης μας, η αναγνώριση της τρωτότητας μας . Από την κορυφή του βράχου βλέπαμε παντού την ομορφιά και την αρμονία της φύσης, τόσο όμορφα ήταν όλα που δυσκολευόσουν να θυμηθείς τους λόγους της ασχήμιας του κόσμου, μείναμε για λίγη ώρα καθισμένες εκεί και είδαμε τον ήλιο να δύει και το δειλινό να αντανακλάται σαν πίνακας πάνω στην υγρασία των δέντρων. Τώρα με το σώμα μου βυθισμένο στο πάτωμα, το δέντρο της καρδιάς μου το φαντάζομαι όμοιο με κείνα του ναού, με πλατιά φύλλα που έχουν τις ίδιες γεωμετρικές ραβδώσεις και μοιάζουν με γραμμές παλάμης και με τις ίδιες αποχρώσεις του πράσινου, δεν θέλω άλλα χρώματα, προτιμώ να κρατήσω το μπλε για την θάλασσα, το γαλάζιο για τον ουρανό, το καφέ για τις ρίζες μου που ταξίδευουν μέσα στο χώμα και το πράσινο για τα φύλλα που αναχωρούν προς το άπειρο. Και όπως είμαι με τα μάτια κλειστά παρακολουθώντας τα κλαδιά μου να μεγαλώνουν, νιώθω την ίδια ώρα τα πόδια μου να βρέχονται από τα κύμματα και τα ίχνη μου να σβήνονται στον αφρό τους, και είναι λες και η ακτή όπου για τόσες μέρες έχωνα μέσα της τις πατούσες μου και τις ευχές μου, θέλει, λίγο πριν φύγω να με δροσίσει θυμίζοντας μου πως όλα κάποτε τελειώνουν και πως γι’αυτό ακριβώς “ο χρόνος να ενδιαφερθώ για ό,τι δεν ενδιαφέρει πια την καρδιά μου, πρέπει πάραυτα να εξανεμιστεί”.

 

Back to top