Τα νεκρά ψάρια (Σριλάνκα, μέρος Δ)

Σήμερα η παραλία γέμισε νεκρά ψάρια. Πολύχρωμα, παράξενα, πανέμορφα ψάρια, όλα πεθαμένα, με το στόμα τους ανοιχτό λες και είχαν ξεμείνει στο ουρανίσκο τους υπολλείματα τελευταίας ανάσας.

images
Back to top

Σήμερα η παραλία γέμισε νεκρά ψάρια. Πολύχρωμα, παράξενα, πανέμορφα ψάρια, όλα πεθαμένα, με το στόμα τους ανοιχτό λες και είχαν ξεμείνει στο ουρανίσκο τους υπολλείματα τελευταίας ανάσας. Τα περιεργαζόμουν χωρίς να μπορώ να προσδιορίσω το συναίσθημα που μου προκαλούσε η εικόνα τους, εννοώ πως ήταν μια διαδοχή συναισθημάτων φαινομενικά αντικρούμενων, συνδεδεμένων ωστόσο και αλληλένδετων. Από τη μια εστιάζα στην ομορφιά τους, στα ζωντανά τους χρώματα, στα συμμετρικά τους σχήματα- δεν είχα ξαναδεί τέτοια ψάρια παρά μόνο σε ντοκιμαντέρ- και από την άλλη συνειδητοποιούσα πως σ’αυτή την πολύχρωμη ομορφιά ήτανε αποτυπωμένος και ο θάνατος, ξεβρασμένος στην ίδια ακτή που εδώ και μέρες έκοβα βόλτες παρακολουθώντας την ζωή να υπερβαίνει την πραγματικότητα με ένα σωρό τρόπους, αποδεικνύοντας επιδεικτικά την ανωτερότητα της. Πώς ξεκίνησε έτσι η μέρα μου, μουρμούρισα προσπαθώντας να την φέρω στα μέτρα μιας κατανόησης ή έστω ενός συμβουλισμού που θα μου πρόσφερε την ψευδαίσθηση ότι διατηρώ μια μυστική συνομιλία με το σύμπαν, ότι δηλαδή όλα αυτά τα νεκρά ψάρια που ξάπλωναν σε όλο το μήκος της παραλίας, ήταν συλλαβές κάποιου κωδικοποιημένου μηνύματος σταλμένου από τον κόσμο των μυστηρίων προκειμένου να σιγήσει για λίγο το μυαλό μου παραδεχόμενο την ήττα του. "Η παραλία σήμερα είναι γεμάτη νεκρά ψάρια” είπα αργότερα στην Τινίσια και αυτό που προσδοκούσα ήταν να μου δώσει εκείνη την λύση στο αίνιγμα ώς πιο εξοικειωμένη με την γλώσσα και τα σημάδια του τόπου της, εκείνη γέλασε όπως γελάει κάθε κορίτσι των είκοσι χρόνων και είπε με μια φυσικότητα που την ζήλεψα πως αυτό συμβαίνει κάποιες φορές, όχι συχνά, αλλά συμβαίνει και ο λόγος που συμβαίνει είναι το απότομο κρύο, άρα δεν χρειάζεται, είπε, να ανησυχώ. Ποιό κρύο απόρησα σκουπίζοντας την ίδια ώρα τον ιδρώτα που γυρόφερνε επίμονα το μέτωπο μου, είναι πάνω από τριάντα βαθμοί, της είπα, δεν μιλούσε όμως γι’αυτή την θερμοκρασία, μιλούσε για τα φαινόμενα της φύσης, εκείνα που δεν τα ελέγχει κανείς όσο κι’αν συντηρούμε την αλαζονική πεποίθηση ότι μπορούμε να τα τιθασεύσουμε, μιλούσε λοιπόν για ένα κρύο ρεύμα που έρχεται από πολύ μακριά, δεν ήξερε να μου πει από πού ακριβώς, και αυτό το ρεύμα είναι τόσο παγωμένο ώστε τα ψάρια που θα βρεθούν στην δίνη του παθαίνουν σοκ από την απότομη πτώση της θερμοκρασίας και πεθαίνουν ακαριαία. Η εξήγηση της κάπως με ανακούφισε, ίσως γιατί την ένιωσα, από την αρχή μέχρι το τέλος της και με τον τρόπο που την διατύπωσε, σαν ένα αυτοσχέδιο ποίημα του οποίου οποιαδήποτε απόπειρα εκλογίκευσης ισοδυναμούσε με βλασφημία. Η Τινίσια γεννήθηκε σ’αυτά τα μέρη, το σπίτι της είναι δύο βήματα από την παραλία, όχι αυτή των χελώνων, μια άλλη μικρότερη και με λιγότερα κύμματα όπου τα απογεύματα μετά την δουλειά πηγαίνει συνήθως με το αγόρι της για κολύμπι, θάναι ωραία μια μέρα να πάω και γω μαζί τους να κολυμπήσουμε, είπε και ίσως μείνω μέχρι να σχολάσει η μητέρα της για να φάμε δείπνο όλοι μαζί. Στο σπίτι μένουν μόνο εκείνη και η μητέρα της, ο πατέρας της είναι ψαράς, δουλεύει στα μεγάλα καράβια που ταξιδεύουν βαθειά μέσα στον ωκεανό, περνάει ένας μήνας, κάποιες φορές και δύο, μέχρι να γυρίσει, δεν ξέρουν πότε ακριβώς θα συμβεί αυτή η επιστροφή, έτσι είναι οι ψαράδες λέει συγκαταβατικά, λείπουνε καιρό, δεν μπορείς καν να επικοινωνήσεις μαζί τους, στο καράβι δεν έχει σήμα, μόνο ο ωκεανός γνωρίζει την μοίρα τους. “Εσένα ποιό είναι το όνειρο σου” την ρωτώ και τώρα καθόμαστε οι δύο μας σε ένα μικρό παγκάκι στην είδοσο του retreat κάτω από τον ήχο των κυμμάτων και της κόχας, η κόχα είναι ένα μικρό πουλί που το κελαηδητό του μοιάζει με κραυγή απελπισίας και είναι για να διερωτάσαι πως από το λεπτεπίπλετο του σώμα βγαίνει τέτοια κραυγή. Η Τινίσια δεν απαντά αμέσως, ακούει την κόχα και τον ωκεανό και κοιτάει πέρα προς την μεριά του ορίζοντα με ένα αδιόρατα ντροπαλό μειδίαμα, την παρατηρώ με την άκρη του ματιού μου, νιώθω πως μυρίζει ολόκληρη κύμα και πως τα βλέβαρα της στάζουν σταγόνες βυθού. Λίγα δευτερόλεπτα μετά λέει σιγανά πως θέλει κάποτε να ανοίξει ένα δικό της ινστιτούτο αισθητικής, ναι, αυτό είναι το ονειρό της, θέλει να μην δουλεύει για λογαριασμό κανενός και να κάνει τους ανθρώπους όμορφους και χαρούμενους, αυτό θέλει. Προς το παρών όμως πρέπει να τελειώσει τη νυχτερινή σχολή και η μητέρα της, λέει, σε ένα μήνα φεύγει για Ρουμανία, θα δουλέψει εκεί σαν οικιακή βοηθός, εδώ οι μισθοί είναι ελάχιστοι, η κυβέρνηση διεφθαρμένη, παίρνουνε τα λεφτά του κόσμου και τα τρώνε οι ίδιοι, λέει, γι’αυτό και η μητέρα της θα πάει Ρουμανία, για να μαζέψει μπόλικα χρήματα ώστε να φτιάξει η Τινίσια το ινστιτούτο αισθητικής και να γυρίσει ο πατέρας της μια και καλή στο σπίτι. Πόσο απόμακρες και απομακρυσμένες είναι οι πραγματικότητες μέσα στις οποίες περπατάμε εγώ και κείνη σκέφτομαι, όσα μου διηγείται παρότι λούζονται τα βράδια από το ίδιο φεγγάρι και τα πρωινά από τον ίδιο ήλιο είναι λες και τα χωρίζει ένα κρύο ρεύμα που δεν ξέρεις από πού ακριβώς έρχεται αλλά σίγουρα είναι από κείνα που ρίχνουν απότομα την θερμοκρασία και από αυτή την απότομη πτώση κάτι όμορφο πεθαίνει, κάποιο χρώμα νεκρώνει, κάτι μένει ασάλευτο, με το στόμα ανοιχτό. Η Τινίσια κοιτάει το ρολόι της, το διάλλειμα της τέλειωσε, φεύγει για συνεχίσει την δουλειά της, φεύγω και γω προς το δωμάτιο μου, στο ουρανό μαύρα σύννεφα εμφανίζονται από το πουθενά, ένα ψιλόβροχο κρέμμεται από πάνω μας χωρίς ωστόσο να θέλει ακόμα να πέσει.

 

Back to top