Sausalito Golden Gate

Όλοι θέλουν να ζήσουν μια ζωή ευτυχισμένη, είπε. Δεν θάπρεπε νάναι αυτό το ζητούμενο. Και ποιό θα έπρεπε να είναι, την ρώτησα. Να ζήσεις μια ζωή ενδιαφέρουσα, απάντησε.

images
Back to top

Η κόκκινη μέρα

Περπάτησα στην κεντρική οδό του Sausalito μέχρι το νούμερο 116. Ήταν σχεδόν 9.30 το πρωί. Στις 10.00 θα την συναντούσα. Είχα ένα σφίξιμο στο στομάχι. Και μια αγωνία. Να μάθω από αυτή την μικρόσωμη γυναίκα που έχει το ένα της πόδι στην πραγματικότητα και το άλλο εκεί όπου κατοικούν τα μυστήρια, τί της έχει μάθει η ζωή.

Έζησε πολλές απώλειες και πολλούς αποχαιρετισμούς, αναγκάστηκε πολλές φορές να επανεφεύρει τον εαυτό της που πάει να πει ξεκίνησε πολλές φορές από την αρχή. Κάτι πολύτιμο λοιπόν της είχε μάθει η ζωή…

Δεν θέλω ακόμα να σας πω το όνομα της άν και είμαι σίγουρη ότι έχετε ταξιδέψει πολλές φορές στους κόσμους που έχει φτιάξει. Σε κείνους τους κόσμους που την πάνε οι μούσες όταν αφεθεί στην σιωπή και αφουγκραστεί αυτό που πάντα θα μας ξεπερνά.

Πρώτα με αγκάλιασε σφικτά. Αυτό ήταν το καλοσώρισμα της. Και ύστερα με ευχαρίστησε. Που έκανα ένα τόσο μεγάλο ταξίδι για να την συναντήσω. Εγώ σας ευχαριστώ που με δεχτήκατε, της είπα και χαμογέλασε. Με ένα χαμόγελο που έμοιαζε απόδειξη ότι δεν υπάρχει μεγαλύτερη ελευθερία από το να αποδεχτείς και να υποδεχτείς τα μυστήρια της ζωής.

Τί κι’αν πονέσεις μου είπε αφού με κέρασε ζεστό καφέ και σοκολατένια μπισκότα. Τί κι’αν κλάψεις χιλιάδες φορές. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος να ζήσεις μια ζωή γεμάτη.

Όλοι θέλουν να ζήσουν μια ζωή ευτυχισμένη, είπε. Δεν θάπρεπε νάναι αυτό το ζητούμενο, συμπλήρωσε. Και ποιό θα έπρεπε να είναι, την ρώτησα. Να ζήσεις μια ζωή ενδιαφέρουσα, απάντησε.

Πριν φύγω μου χαίδεψε τα μαλλιά. Με κείνο το χάδι βγήκα ξανά στην κεντρική λεωφόρο και με κείνο το χάδι περπάτησα στην λιακάδα της υπόλοιπης μέρας.

Η Λέιλα με περίμενε στο Ινδικό καφέ. Παραγγείλαμε ινδικό τσάι και ύστερα καυτερό ρύζι.

“Θα περιμένω” της είπα καθώς νιώθαμε την κάψα του πιπεριού στον ουρανίσκο μας. Θα περιμένω μέχρι νάρθει ξανά η στιγμή που θα μοιραζόμαστε τις ιστορίες και τα μυστήρια, καθώς θα αράζουμε σε κείνο το σπίτι πλάι στην θάλασσα και θα κοιτάμε τον ήλιο να γίνεται πιο κόκκινος από όλα τα κόκκινα που έχουμε ζήσει.

Κι’ ύστερα ήρθε ο Κουσούρου. Ο Κουσούρου γεννήθηκε στην Αφρική μεγάλωσε όμως στο Σάν Φρανσίσκο. Μένει σε μια βάρκα στην μαρίνα του Σαουσαλίτο. Είναι κοντά στα 60, ηλεκτρολόγος και εκείνο που του αρέσει να κάνει είναι να ανοίγει πανιά μέχρι το απέναντι νησάκι για να χαζεύει τα δελφίνια στις γαλάζιες τους διαδρομές.

“Αύριο θα σε πάω να δεις τα δελφίνια” μου είπε και αμέσως ανάβαλα το πλάνο μου να περπατήσω στις γειτονιές του Σαν Φρανσίσκο γιατί εδώ και χρόνια έχω δώσει μια υπόσχεση στον εαυτό μου: Πως, όπου κι’αν είμαι, πάντα προτεραιότητα θα έχει το κάλεσμα ενός δελφινιού.

Το απόγευμα η Λέιλα μου πρότεινε να πάμε πεζοπορία. Είναι ένα μονοπάτι, είπε, που σε πάει στην άκρη ενός βουνού, όπου η θέα είναι μαγική. Εκεί θα δεις αλλιώς το Σαν Φρανσίσκο, αλλιώς και την Golden Gate γέφυρα. Αρκεί να αντέξεις το περπάτημα, είπε. Αντέχεις, με ρώτησε. Έχω πάντα αντοχές για τα αλλιώς, ήθελα να της απαντήσω μα δεν ήξερα πώς να το μεταφράσω.

Περπατούσαμε σχεδόν τρείς ώρες. Σε ένα δάσος μαγικό το οποίο οδηγούσε σε ένα βουνό όπου στην μια του πλευρά είχες θέα την γέφυρα Golden Gate και στην άλλη τον ωκεανό. Είναι μέρες όπου η ομίχλη τα σκεπάζει όλα και δεν βλέπεις τίποτα, μου είπε η Λέιλα. Υπάρχουν πολλές τέτοιες μέρες εδώ στο Sausalito, είπε. Υπάρχουν πολλές τέτοιες μέρες παντού, της απάντησα. Όπου το μυαλό γεμίζει ομίχλη και ξεχνάει πως μοιάζει ένας καθαρός ουρανός.

Περάσαμε από ένα μονοπάτι με τεράστια δέντρα τα οποία έγερναν το ένα προς το άλλο λες και έφτιαχναν για χάρη μας ένα παραμυθένιο σπίτι. Νιώθω λες και είμαι η Αλίκη στην Χώρα των θαυμάτων, της είπα. Και αυτό ένιωθα. Μια ενέργεια που έμοιαζε τόσο ανεξήγητη όσο και το να ζεις στα παραμύθια.

Το ίδιο νιώθει και κείνη, ομολόγησε, κάθε φορά που περνάει από αυτό το μονοπάτι. Δεν το έχει πει, ωστόσο, σε κανένα, γιατί φοβήθηκε μήπως την περάσουνε για τρελλή. Καλύτερα να με λογαριάζουν για τρελλή σκέφτηκα παρά να σταματήσω να υπερασπίζομαι εκείνο που μόνο οι αισθήσεις κατανοούν.

Όπως το κόκκινο του ήλιου την ώρα που δύει και κάνει αυτή την γέφυρα να μοιάζει ακόμα πιο κόκκινη. Όπως το κόκκινο εκείνου του δέντρου που ανθίζει σε ένα σπίτι που είναι πλάι από τη θάλασσα όπου στα νερά της κατοικεί το δικό μου δελφίνι...

 

 

 

Back to top