Είναι ένα σύννεφο που έχει κατεβεί τόσο χαμηλά, ώστε λίγο να φυσήξει μπορεί και να φτάσει μέχρι το μπαλκόνι μου και έτσι ξαφνικά, όπως κάθομαι σε μια πλαστική καρέκλα να βρεθώ μαζί μ’αυτήν πάνω στο σύννεφο και από κεί να κοιτώ την λίμνη, να κοιτώ τα καταπράσινα βουνά τριγύρω, ίσως και να φτάσει η ματιά μου μέχρι τις χιονισμένες βουνές των Ιμαλαίων... Είναι τώρα μέρες που παρακολουθώ τα σύννεφα να ταξιδεύουν πάνω από τα πράσινα νερά αυτής της υπέροχης λίμνης. Υπάρχουν φορές που μέσα τους ταξιδεύουν μικρά αερόστατα, ίσως και μεγάλοι αετοί, ίσως και τα όνειρα όλων αυτών των γυναικών που κάνουν βόλτα στο χωματόδρομο, κρατώντας χρωματιστές ομπρέλες.
Κοιτώ τις μπλε βάρκες που αράζουν στις όχθες ανάμεσα σε χιλιάδες νούφαρα, δεν θυμάμαι πότε ήταν η τελευταία φορά που είδα τόσα νούφαρα, στέλνω ένα μήνυμα στον κολλητό μου, «υπάρχουν τόσες πολλές αποχρώσεις του πράσινου», του λέω, «να το θυμάσαι αυτό», του λέω μετά, «πως υπάρχουν ένα σωρό επιλογές για να χρωματίσεις το βλέμμα σου».
Παρατηρώ τις εικόνες με το ίδιο νωχελικό ρυθμό που περπατάνε οι αγελάδες κατά μήκος του νερού. Τόσο αργά θέλω να αφομοιώνω ό,τι βλέπω γιατί ό,τι βλέπω δεν είναι οικείο αλλά τόσο ξένο, ώστε να μου υπενθυμίζει πως ακόμα και κείνα που δεν έχω φανταστεί, υπάρχουν κάπου εκεί έξω, σε ένα άλλο κάδρο, ένα κάδρο φτιαγμένο από χειροποίητες ιστορίες ανθρώπων.
Ο Μπόρις κάθεται απέναντι μου και ρουφά μια γουλιά από το ζεστό καφέ του κάνοντας θόρυβο. Έχει μπροστά του ένα σωρό χρωματιστά μολύβια και μια ζωγραφιά σε ένα λευκό χαρτί, έχει και πράσινα μάτια που μοιάζουν λες και χρωματίστηκαν από τα νούφαρα. «Πόσο χρονών είσαι Μπόρις» τον ρωτώ, μόλις 21, από την Ελβετία, εδώ και ένα χρόνο ταξιδεύει, «θέλω να ζήσω τον κόσμο» μου λέει και εννοεί πως θέλει να ζήσει όλες αυτές τις αποχρώσεις πριν προλάβει κανείς να του μεταδώσει την ψευδαίσθηση ότι στην ζωή οι επιλογές είναι περιορισμένες. Δεν έχει λεφτά, μου λέει, «και πως την βγάζεις» απορώ, ζωγραφίζει γκραφίτι στους τοίχους, σε όποια χώρα κι’αν βρίσκεται, ζωγραφίζει στα εστιατόρια με αντάλλαγμα το φαγητό, ζωγραφίζει σε πανδοχεία με αντάλαγμα τον ύπνο και κάπως έτσι γνωρίζει τον κόσμο. Χαρίζοντας του ζωγραφιές.
Μακάρι να ακολουθούσαμε όλοι το δρόμο του Μπόρις, σκέφτομαι, πριν προλάβουμε να χάσουμε την αθωότητα μας, μακάρι δηλαδή να είχαμε ήδη την επίγνωση ότι τα χρώματα του κόσμου είναι άπειρα, πριν θεωρήσουμε ότι μας έχουν τελειώσει οι εκπλήξεις...
Και ύστερα στρέφω ξανά το βλέμμα μου στην λίμνη. Λέω να παραγγείλω ακόμα ένα καφέ. Λέω να γράψω και δύο τρείς αράδες στο σημειωματάριο μου. Λέω να σταματήσω πια να γράφω με ημερομηνίες και να χωρίζω τις σελίδες ανάλογα με τις διαθέσεις του ουρανού και κείνου του συννέφου που είχε κάτεβεί τόσο χαμηλά λες και με προσκαλούσε να κοιτάξω ξανά από ψηλά...Από κείνη δηλαδή την θέση που βρίσκεται κανείς όταν πετά. Όταν πετά πάνω από λίμνες και μικρά νούφαρα, κοιτώντας τους ανθρώπους να κάνουν βόλτα πλάι στις αποχρώσεις των ονείρων τους...