New York

Βρέχει και διασχίζω την γέφυρα του Μπρούκλυν. Μ’ αρέσει να βρέχει και να διασχίζω τις γέφυρες. Μ’ αρέσει και όταν δεν βρέχει. Οι γέφυρες έχουνε πάντα κάτι ρομαντικό. Όπως κάθε τι που ενώνει

images
Back to top

Τα πρωινά κοιτάζω τον ποταμό. Είναι ένα ποτάμι πλάι στο σπίτι που μένω, δεν ξ'ερω το όνομα του, αλλά με κάνει να αισθάνομαι πως θάθελα σε κάθε πρωινό μου να βλέπω ένα ποτάμι να κυλάει. Για να πιάνω ρυθμό…

Την Κυριακή την βγάζω στο πάρκο. Ένας τύπος με μακριά μαλλιά, τσαλακωμένα και βρώμικα ρούχα, μια φάτσα, δηλαδή, που αν ζεις με στερεότυπα, την αντιμετωπίζεις με καχυποψία, τοποθετεί ένα μεγάλο στερεοφωνικό, στο μέσο μιας πλακόστρωτης μικρής πλατείας, ξαπλώνει στο πάτωμα με την μούρη απέναντι στον ήλιο, πατάει το play, και ξαφνικά μοιράζει σε όλους μας την φωνη της Εντίθ Πιάφ να τραγουδάει πως η ζωή είναι σαν τριαντάφυλλο. Και έτσι όπως τον κοιτώ νιώθω πως τα μαλλιά του μυρίζουν τριαντάφυλλο.

Μ’αρέσει να βγαίνω βόλτα στο πάρκο. Να παρακολουθώ εκείνους που βγάζουνε βόλτα το σκυλί τους. Και κείνους που βγάζουνε βόλτα την ψυχή τους.

Μια νύφη και ένας γαμπρός φωτογραφίζονται κάτω από κάποια δέντρα πούναι μωβ. Πιο πέρα, δίπλα στην λίμνη, δύο νεαρά αγόρια φιλιούνται τρυφερά στο στόμα. Κόσμος πάει και έρχεται και ψάχνει μια γωνιά να ζήσει…

Μια άλλη μέρα όλος ο κόσμος μιλούσε για το ηφαίστειο. Ένας φίλος μου με πήρε τηλέφωνο, «δεν μπορώ να φύγω» μου είπε, «δεν ξέρω πότε θα μπορέσω», μου είπε, αλλά ακόμα δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι την δεδομένη στιγμή αυτό ακριβώς χρειαζόταν για να βρει την ισορροπία του. Κάτι που να ξεπερνά τις προβλέψεις του.

Τι παράξενο σκέφτομαι. Ξαφνικά ο ουρανός γεμίζει στάχτες και χιλιάδες ανθρώποι χάνουν το προσανατολισμό τους. Μήπως ο ουρανός θέλει κάτι να μας πεί;

Η Μαρία θέλει να ακινητοποι'ξσουμε, λέει, για λίγο την στιγμή. Μήπως έτσι σκεφτούμε αλλιώς, όσα νομίζουμε πως ήδη τάχουμε σκεφτεί. Και εγώ, κοιτόντας την το βράδι στην παράσταση, να χορεύει μόνο με τα μάτια, καταλαβαίνω πως ο μόνος τρόπος να ακινητοποιήσουμε την στιγμή, είναι να τη νιώσουμε, και όχι να την σκεφτούμε.

Ένα άλλο βράδι, γνώρισα κάποιον που μου μίλησε για τα δικά του μυστικά, με τα μάτια, του την περισσότερη ώρα, να κοιτάνε στο πάτωμα. Και τότε ξαφνικά συνειδητοποίησα πως η αδυναμία να αγαπήσεις το εαυτό σου, εξουδετερώνεται την στιγμή που βρίσκεις την δύναμη να το παραδεχτείς. .

Φεύγω από το ΜΟΜΑ πεινασμένη. Γοράζω από το πρώτο κιόσκι που βρίσκω ένα ζεστό hot dog. Κι ύστερα κάθομαι σε ένα πεζούλι, για ένα τσιγάρο. Ανοίγω το σημειωματάριο μου, θέλω κάτι να γράψω . Τελικά γράφω μόνο αυτό: Πώς τελικά νιώθουμε αμήχανοι όταν κοιτάμε τον εαυτό μας στα μάτια αλλουνού…

Κόσμος πάει και έρχεται. Χωρίς να ανταλλάζει ούτε ένα βλέμμα. Το βλέμμα, όμως, είναι σαν γέφυρα που πάντα κάτι ενώνει…

Back to top