London

Πού και πού εμφανίζεται ένας γλάρος στο κάδρο που με παραπέμπει πιο πολύ στην γοητεία του Ιονέσκου παρά στην ρότα ενός πλοίου που διασχίζει τις θάλασσες.

images
Back to top

Τα σύννεφα έχουνε γίνει σχεδόν λιλά και στο ραδιόφωνο έλεγε χθες πως πρόκειται να χιονίσει. Δεν με ενδιαφέρει αν θάναι ο πιο κρύος Δεκέμβρης στα χρόνικα, όπως λένε τα δελτία και οι προβλέψεις. Με ενδιαφέρει να περπατώ στους δρόμους και να συγυρίζω τις σκέψεις μου ή μάλλον να τις ανακατεύω με μια συνθετική ικανότητα. Εκείνη την συνθετική ικανότητα που απλοποιεί τα σύνθετα ακριβώς επειδή βρίσκει τις συνδετικές γωνίες τους και την ενιαία εικόνα που προσπαθούν να σχηματίσουν.

Αγόρασα ένα καινούργιο πακέτο καραμέλες. Λατρεύω τις καραμέλες. Λατρεύω και τους γιαπωνέζους συγγραφείς. Αυτό είπα στον Π. χθες βράδυ καθώς περπατούσαμε σε κείνο το στενό δρομάκι, το οποίο ενώνει μια αριστοκρατική γειτονιά με μια λιγότερο αριστοκρατική. Εκείνος γέλασε χωρίς να ζητήσει διευκρινίσεις. Έτσι δεν του εξήγησα πως δεν πρόκειται ποτέ να σταματήσω να τρώω καραμέλες γιατί μου αρέσει η γλυκιά γεύση που αφήνουν στον ουρανίσκο έστω κι’αν αιωρείται η απειλή πως θα μου καταστρέψουν τα δόντια. Μια γλυκιά απειλή που την αγνόώ γιατί θέλω να νικάει η γεύση το ενδεχομενο.

Ισως γι’αυτό λατρεύω- εκτός από τις καραμέλες- τους γιαπωνέζους συγγραφείς. Γιατί συνθέτουν το πραγματικό με το φανταστικό σαν ενιαία κομμάτια αυτού του κόσμου. Και σε πείθουν πως ακόμα και σε κείνα που έχεις φανταστεί έχεις ήδη υπάρξει.

Θέλω να με φωνάζεις Φούκα Έρι, λέω στον Π. και κείνος με κοιτάζει λες και έχω τρελαθεί. «Εκτός κι’αν σε βολεύει καλύτερα το Αομάμε» του λέω αμέσως μετά και το βλέμμα του γίνεται ακόμη πιο απορημένο. «Να πάψεις να διαβάζεις αυτόν τον Μουρακάμι» μου δίνει οδηγία, «δεν νομιζω ότι σε ωφελεί, σου μιλάω και σύ κοιτάζεις να βρεις το δεύτερο φεγγάρι» μου λέει και γω χαίρομαι που ψάχνω για κάτι που μόνο όσοι πιστεύουν στην αγάπη το γυρεύουν.

Eίναι ένα δρομάκι γεμάτο από γκραφίτι. Και σε αυτό, βλέπω ένα ολόκληρο συνεργείο από γιαπωνέζους κινηματογραφιστές και ηθοποιούς. Μια ξανθή γιαπωνέζα που φοράει πορτοκαλί φούστα και μαύρα σκούρα γυαλιά ηλίου ποζάρει μπροστά από μια σταθμευμένη μαύρη μερσεντές. Και ένας άλλος πιο συντηρητικός σε εμφάνιση τύπος, με μαύρο αδιάφροχο μπουφάν τοποθετεί την κάμερα στο τριπόδι και της δίνει (υποθέτω) οδηγίες σε μια γλώσσα που μοιάζει περισσότερο με ηχητικό εφέ, παρά με μέσο επικοινωνίας. Ενθουσιάζομαι με όλο αυτό το αντιφατικό σκηνικό. Το γκραφίτι, οι γιαπωνέζοι κινηματογραφιστές και γω που τυχαία έστριψα σε κείνη την γωνία. Γι’αυτό μου αρέσουν οι μεγαλουπόλεις. Γιατί δεν σε αφήνουν με τίποτα να ξεχάσεις πως πραγματικότητα σημαίνει να μην ξέρεις τι σου επιφυλάσσει η επόμενη γωνιά.

Συνήθως την παίρνουμε από φόβο αυτή την διαπίστωση, αλλά δεν μπορεί νάναι μόνο έτσι. Είναι και αλλιώς.

«Εκεί είναι που πρωτοάρχισε να ζωγραφίζει ο Μπάκσι» μου λέει την επομένη ο Ι, όταν του διηγούμαι την σκηνή με το συνεργείο και τα παράξενα γκραφίτι. Είμαστε σε ένα διαμέρισμα στο Ουώτερλου, έξω κάνει ψοφόκρυο, κατακρίβειαν χιονίζει, αλλά μέσα είναι ζεστά. «Τί ωραία θέα που έχεις» λέω στον Μ, ο οποίος φτιάχνει σούπα με φακές, ο Ι συμφωνεί μαζί μου, «πρέπει ναρθείς και καλοκαίρι» συμπληρώνει, «να κάτσουμε έξω και να κοιτάμε το «Μάτι του Λονδίνου» να κάνει κύκλους πάνω από το κεφάλι μας».

Και ύστερα μου λέει πως σε κείνο το δρομάκι με τα γκραφίτι είναι τα Old Vic Tunnels και εννοεί κάτι υπόγειες στοές που το Old Vic Theatre (ένα από τα πιο παλιά θέατρα του Λονδίνου) τις έχει μετατρέψει σε σκηνές. Δηλαδή μπαίνεις από μια μεγάλη πόρτα η οποία είναι επίσης ζωγραφισμένη με γκραφίτι και ξαφνικά βρίσκεσαι σε μια θεατρική σκηνή, η οποία μοιάζει περισσότερο σαν χώρος συνωμοτικών συγκεντρώσεων. «Ξέρεις ποιός είναι ο καλλιτεχνικός διευθυντής», μου λέει ο Ι και ταυτόχρονα φοράει ένα μυστήριο χαμόγελο. «Που θες να ξέρω», του λέω και κείνος μου αποκαλύπτει πως πρόκειται για τον Κέβιν Σπέισι. «Ο Κέβιν είναι γείτονας μου», λέει ο Μ, ενώ συνεχίζει να ανακατεύει τις φακές, «συχνάζει εδώ δίπλα τα πρωινά, σε ένα μικρό καφέ που τόχει κάποιος ο οποίος επισκευάζει παλιές βέσπες». Θέλω να πάω οποσδήποτε σ’αυτό το μικρό καφέ, λέω στον Ι ο οποίος πετάγεται αμέσως όρθιος και μου λέει «πάμε τώρα». Είναι μόνο δύο λεπτά, μου λέει, μέχρι να γίνουν οι φακές θάμαστε πίσω. «Γι’αυτό μ’αρέσει εδώ», του λέω ξανά όταν ήδη χαζεύουμε την κόκκινη βέσπα στην είσοδο του μικρού καφέ. Γιατί εδώ μπορώ να αγωνιώ για την έκπληξη.

Aπό το παράθυρο του σπιτιού όπου μένω βλέπω τα κόκκινα λεωφορεία να πηγαινοέρχονται κάτω από ένα κομμάτι γκρίζου ουρανού. Απέναντι μου ένα κατάστημα για εκτυπώσεις και παραδίπλα ένα άλλο με φωτιστικά. Κόσμος περπατάει βιαστικά, τυλιγμένος με ζεστά κασκόλ και μάλλινα καπέλα. Θα μπορούσα να κάθομαι για ώρες σ’αυτό το παράθυρο και να παρατηρώ τον κόσμο να πηγαινοέρχεται με μια ταχύτητα που μοιάζει λες και κάτι τρέχει να προλάβει. Γι’αυτό μ’ αρέσουν οι μεγαλουπόλεις. Γιατί οξύνουν την παρατηρητικότητα μου, η οποία ακολουθεί εντελώς αντίθετους ρυθμούς από τα βήματα του πλήθους. Κινείται αργά, ψάχνει για λεπτομέρειες, για βλέμματα και χειρονομίες, για το πως έχει τυλιχθεί ένα κασκόλ σε κάποιο λαιμό και για το πώς σκύβει ένα κεφάλι πάνω από τις ειδήσεις της ημέρας.

Χτυπώ την κάρτα μου στην είσοδο του μετρό και περιμένω στην πλατφόρμα 3 το τρένο της γκρίζας γραμμής. Η μέρα έχει δραπετεύσει για λίγο από το γκρίζο, ο ήλιος εμφανίστηκε από το πουθενά, λέω να κάνω μια βόλτα μέχρι την Tate Modern, να χαζέψω πρώτα τον κόσμο που βολτάρει πλάι στον Τάμεση, να χαζέψω και τους γλάρους που πετάνε πάνω από το Λονδίνο.

“Δεν βαρέθηκες να περπατάς στους δρόμους, εδώ και πενήντα χρόνια, και να φωτογραφίζεις” ρωτάνε συχνά οι φίλοι του τον Daido Moriyama. Το εξομολογείται, ο ίδιος σε μια βιντεογραφημένη συνέντευξη, που προβάλλεται σε ένα από τα δωμάτια της έκθεσης του. Και κείνος απαντά: «Είμαι 73 χρονών και ακόμα δεν μπορώ να κοιτάξω την πόλη με τα μάτια κάποιου που την έζησε τόσα χρόνια, ούτε και μπορώ να αισθανθώ ότι έχω δει τόσα ,ώστε τίποτα να μην με εκπλήττει πια. Μια πόλη δεν είναι τίποτα άλλο παρά το σώμα όπου κατοικούν οι επιθυμίες των ανθρώπων. Και η φωτογραφία είναι ένας τρόπος να εκφράσω αυτές τις επιθυμίες...»

Πρέπει να κάνουμε μια αξιοπρεπής ατζέντα, λέω το βράδυ στον Π. Έχω μαζέψει δεκάδες προσούρες με πράγματα που θέλω να δω. “Oποσδήποτε στο London International Μime Festival τον Ιανουάριο», του λέω και συμφωνούμε. Και ύστερα ανοίγουμε τις πράσινες καραμέλες και γω τον ρωτώ αν θέλει να δει τις καινούργιες φωτογραφίες που έχω βγάλει. «Άστο καλύτερα» μου απαντά, «είμαι σίγουρος πως πάλι γέφυρες φωτογράφιζες»...

Back to top