Η Σ. βάζει το Beautiful Tango σε μια ισπανική εκδοχή και από το παράθυρο κοιτάω το τρένο που περνά φορτωμένο γκραφίτι.
Δεν προλαβαίνω να σκεφτώ τίποτα. Οι εικόνες με υπερβαίνουν. Όπως και τα χρώματα. Όπως και κάτι πανήψυλα δέντρα σε ένα πάρκο που μοιάζει με παραμύθι
Ένα παραμύθι, όχι από κείνα που άκουγες μικρός. Από τ’άλλα, που συνειδητά τα γύρεψες μεγάλος. Όταν επιτέλους ένιωσες πως μόνο έτσι θα αποκτήσουν μια συνοχή τα τεμαχιασμένα κομμάτια της διαδρομής σου.
Tu yo sera…Το βάζουμε να παίζει ξανά και ξανά την ώρα που ο ήλιος κατεβαίνει και ενώνει το πορτοκαλί του χρώμα με κείνο της πόλης.
Δεν έχει πιο ερωτικό κομμάτι, λέει η η Σ που έχει ήδη μάθει τα λόγια απέξω κι’ανακατωτά.
Ένα ταγκό είναι ίσως αυτό που λείπει από την εικόνα, σκέφτομαι, καθώς την κοιτάω να στριφογυρίζει τις παλάμες της.
Φαντάζομαι ήδη ψηλά τακούνια να χτυπάνε πάνω στα παρκέ, την ώρα που παίζει η καμπάνα και την ίδια ώρα που ένας γλάρος τρομάζει από τον ήχο του τρένου.
Ένα τίναγμα του ποδιού, ένα τίναγμα του φτερού, αυτά αρκούνε για να φύγει η σκόνη.
Και να καθαρίσει το μυαλό από δαύτη κι’ολες μαζί τις θολές της εκδοχές που δεν το αφήνουν να συνομιλήσει με τα δέντρα.
Σ’αυτή την πόλη ωστόσο όλα συνηγορούν πως μόνο αν ένα δέντρο σκεπάζει το μπαλκόνι σου, οι σκέψεις γεννιούνται ήρεμες.
Είναι μια πόλη ήρεμη λέω στην Σ. Γι’αυτό μ’αρέσει, λέει εκείνη. Γι’αυτό αποφάσισε να ζει εδώ.
Γόρασε μόνο μερικά λευκά έπιπλα και κάποια χρωματιστά λουλούδια. Τα υπόλοιπα χρώματα δεν τα γύρεψε καν.
Γιατί της τα κάδραρει καθημερινά η πόλη. Κάποια μέσα από το παράθυρο του σαλονιού της και άλλα σε κείνο της κουζίνας.
Σμίγει το κόκκινο της πάπρικας με κείνο του ουρανό και φτιάχνουνε μαζί χρωματιστές στιγμές που στάζουνε αισθήσεις.
Από το παράθυρο του σαλονιού καδράρονται μπλέ ουρανοί και βαμβακένια σύννεφα. Και πότε-πότε και ένας γλάρος που διασχίζει το κάδρο και εξαφανίζεται.
Και μια σειρά από χρωματιστές πολυκατοικίες. Κόκκινες, πορτοκαλί, κίτρινες, η μια δίπλα στην άλλη, κι’ολες μαζί σαν παιδικά lego.
Μόνο που για να τα δεις έτσι θα πρέπει νάχεις ήδη διανύσει πολλά χιλιόμετρα ψάχνοντας για μια χαμένη αθωότητα.
Γιατί τόχεις μάθει πια, πως χωρίς αυτήν δύσκολα αφήνεσαι στο μυστήριο του μύθου. Έστω κι’αν ο μύθος δεν έπαψε στιγμή νάναι κομμάτι της πραγματικότητας.
Στον απέναντι τοίχο είναι ζωγραφισμένος σε γκραφίτι ένας τέτοιος μύθος. Αναπαριστά ένα νεκρό άλογο και πάνω του κάθεται μια γιγάντια μύγα.
Μια μύγα που τις νύχτες φωσφορίζει. Γιατί έτσι την θέλει ο μύθος της πόλης. Μια φωσφοριζέ μύγα που σκότωσε κάποτε τα άλογα των στρατιωτών και χάρισε πίσω στην πόλη τα χρώματα της.
Η γειτόνισα χτυπάει το κουδούνι και διακόπτει τις σκέψεις μου. Είναι μια ηλικιωμένη Ισπανίδα με λευκά μακριά μαλλιά και γαλάζια μάτια. Που γεννήθηκε, μεγάλωσε και γέρασε μ’αυτή την θέα. Των χρωμάτων και των γλάρων. Και τον ήχο μιας καμπάνας που συνομιλεί κάθε ένα τέταρτο με τον ουρανό...
Πώς είναι άραγε να μεγαλώνει κανείς μέσα σε ένα κάδρο που εμπερικλείει όλα όσα μας υπερβαίνουν και τα κάνει μέρος μιας καθημερινής συνειδητότητας;
Η γειτόνισσα μιλάει με την Σ. Προφέρει αλλιώς το όνομα της. Βάζει ένα έψιλον μπροστά.
Έτσι λένε το όνομα μου στα ισπανικά μου διευκρινίζει μετά. Του κολλάνε ένα έψιλον μπροστά. Και μ’αυτό το έψιλον, σκέφτομαι, παίρνει την ενέργεια να αναγνωρίζει πια το κάθε χρώμα ξέχωρα και ξεχωριστά.
Σε λίγο θα πάμε μια βόλτα. Θα περάσουμε από το μεγάλο πάρκο με τα πανήψυλα δέντρα που μοιάζει σαν παραμύθι. Και ύστερα θα κατευθυνθούμε προς τον Καθεδρικό και αργότερα θα περπατήσουμε το τείχος που αγκαλιάζει την παλιά πόλη.
Και γω θα μαζεύω συνέχεια εικόνες, πότε από τα πεζοδρόμια και πότε από τον ουρανό, πότε από τα δέντρα και πότε από τα χρωματιστά μπαλκόνια. Για να τις φέρω πίσω μαζί μου.
Για να τις τινάζω έξω στην αυλή μου κάθε φορά που μου σκονίζονται οι αισθήσεις.
Γι’αυτό μ’αρέσουν τα ταξίδια.
Γιατί σου χαρίζουν το χρόνο να σταματήσεις να σκέφτεσαι. Και να παρατηράς μόνο τί νιώθεις.
Την ώρα πχ που κοιτάς ένα γλάρο, ο οποίος πετά πάνω από το τρένο. Και ακούς τον ήχο του τρένου που σμίγει με τον ήχο της καμπάνιας.
Και μοιάζουνε αυτοί οι δύο ήχοι σαν συνεπιβάτες στο ίδιο τρένο. Ένα τρένο που κάνει πάντα την ίδια διαδρομή, της οποίας ξέρεις μόνο την αρχή και το τέλος.
Αυτή την βόλτα θα κάνουμε σήμερα.
Και όταν επιστρέψουμε στο σπίτι θα αράξουμε στους λευκούς καναπέδες ενώ τα παράθυρα θα καδράρουνε ήδη τα χρώματα της νύχτας.
Θα κοιτάμε το τρένο, το γλάρο και τον ουρανό και θα ανταλάζουμε ιστορίες της διαδρομής μας μετρώντας χρώματα. Πόσα μάζεψε στο δρόμο της η κάθε μια μας.
Και άμα βρούμε πως το γκρίζο μας έπεσε πολύ, θα το σβήσουμε με ουρανό. Και θα ταίσουμε την στάχτη του σε μύγες που φωσφορίζουν.