Bali/Ubut

Απογεύματα γεμάτα ουρανό. Που τα διασχίζω με τα μάτια ορθάνοιχτα, δεν είχα φανταστεί ποτέ ότι η πραγματικότητα μπορούσε να χωρέσει τόσο ουρανό. 

images
Back to top

Διασχίζω κάθε απόγευμα τις ρυζοφυτείες. Με ένα μηχανάκι ροζ, σαν καραμέλα και με το ίδιο χρώμα κράνος στο κεφάλι μου. Και ξεκινώ χωρίς να ξέρω πού θα με βγάλει ο δρόμος.

Μου αρκεί που αρχίζει να δειλινιάζει και που οι παράδρομοι σ’ αυτό το μεγάλο χωριό οδηγούνε όλοι στις φυτείες ρυζιού, οι οποίες αυτή την εποχή είναι γεμάτες νερό, που πάει να πει πως ο ουρανός, μαζί με τα σύννεφά του, κομματιάζεται σε πράσινα τετράγωνα και χωράει στο έδαφος, μέσα από τους αντικατοπτρισμούς.

Απογεύματα γεμάτα ουρανό. Που τα διασχίζω με τα μάτια ορθάνοιχτα, δεν είχα φανταστεί ποτέ ότι η πραγματικότητα μπορούσε να χωρέσει τόσο ουρανό. Κοιτώ τους Μπαλινέζους αγρότες να περπατάνε, φορώντας ψάθινα καπέλα και μαύρες μπότες, μέσα στις φυτείες και μοιάζουν να περπατάνε πατώντας τα σύννεφα.

Και πιο πέρα οι γυναίκες πλένουν τα ρούχα τους στα ρυάκια, γυμνές, με τα στήθια τους γεμάτα από ρυτίδες αλλά χωρίς καμιά αναστολή να αγγίξουν με τις ρώγες τους τo μπλε του ορίζοντα.

Κι ύστερα άπλωνουν τα ρούχα να στεγνώσουν πάνω στο χορτάρι, χιλιάδες μπουγάδες σμίγουν με τα σύννεφα και ενώ είναι απλωμένες στο έδαφος, φαίνονται λες και αιωρούνται, λες και φορούν αόρατοι άγγελοι κόκκινα και κίτρινα και λευκά αμάνικα μπλουζάκια.

Κάθε απόγευμα διασχίζω τις ρυζοφυτείες. Ξεκινώ συνήθως από το δρομάκι δίπλα από το παλάτι και ανηφορίζω περνώντας τη μικρή ταβέρνα με το παραδοσιακό ινδονησιακό φαγητό, τα μικρά ψιλικατζίδικα που πουλούσανε τα φρούτα του φιδιού  και ύστερα από τους ναούς, κοιτώντας κλεφτά τις γυναίκες να κάθονται σταυροπόδι και πλέκουνε καλαθάκια από μπαμπού, τάματα στους θεούς τους.

Είναι εκείνη η ώρα που τα μικρά παιδιά βγαίνανε στους δρόμους κρατώντας το καθένα από ένα χαρταετό, πλαστικό, φτηνό και αυτοσχέδιο. Το στερέωνουν σε ένα μεγάλο καλάμι από μπαμπού και ύστερα τον άφηνουν να πετάξει ψηλά.

Ένα από αυτά τα απογεύματα, τα γεμάτα ουρανό, βρέθηκα ξαφνικά σε ένα πολύ στενό δρομάκι, σχεδόν σαν μονοπάτι. Δεν υπήρχε κανείς στη διαδρομή, μόνο μερικοί αγρότες που τους έβλεπα από μακριά.

Κάποια στιγμή άκουσα μια φωνή να λέει «Συγνώμη;» Γύρισα τότε απότομα και είδα ένα μικρό αγόρι με ένα ψάθινο καπέλο να κάθεται στην άκρη ενός πεζουλιού. Του χαμογέλασα και κείνο με ρώτησε αν θέλω να πιω χυμό από φρέσκια καρύδα. Του έγνεψα καταφατικά και τότε σηκώθηκε απότομα και άρχισε να σκαρφαλώνει με δύναμη και  ταχύτητα στον κορμό μιας τεράστιας φοινικιάς.

Το αγόρι σκαρφάλωσε μέχρι την κορυφή, το κοιτούσα και όπως ο ήλιος έμπαινε μέσα στα μάτια μου νόμιζα πως το αγόρι έφτασε σχεδόν μέχρι τον ουρανό. Μέχρι τα σύννεφα και πιο ψηλά από τους χαρταετούς που ανέμιζαν πάνω από τις φυτείες. Το αγόρι πετούσε ψηλά, ψάχνοντας να μου φέρει να πιω νερό, λες και θα του γέμιζαν την καρύδα οι άγγελοι, λες και ήξερε πως αυτή η ομορφιά γύρω είναι που χτίζει γέφυρες μεταξύ εκείνου που βλέπουμε και εκείνου που είναι η αιτία για ό, τι βλέπουμε.

Κατέβηκε μετά από μερικά λεπτά. Έσπασε με δύναμη την καρύδα και μου έδωσε να πιω το νερό της. Το ήπια σχεδόν μονορούφι. Εκείνο μου χαμογέλασε και ύστερα έφυγε τρέχοντας προς τα χωράφια, για να πετάξει μαζί με τους φίλους του το χαρταετό.

Στο σημείο όπου ο δρόμος γινότανε πιο πλατύς και  κατηφορικός είδα έναν άντρα, γύρω στα 50 να ανεβαίνει προς την αντίθετη κατεύθυνση κρατώντας μια κάμερα στο ένα χέρι και ένα τριπόδι στο άλλο. Πιάσαμε την κουβέντα, όρθιοι στη μέση του πετρόχτιστου μονοπατιού, μου είπε πως ήτανε από την Αμερική, πως ταξίδευε μήνες στην Ασία, πως στο Μπαλί είχε φτάσει μόλις δύο μέρες πριν και πως ο λόγος για όλη αυτό το ταξίδι ήτανε το ντοκιμαντέρ που ετοίμαζε.

«Ποιο είναι το θέμα του ντοκιμαντέρ;» τον ρώτησα. «Η ευτυχία. Γυρίζω σε διαφορετικές χώρες και ρωτάω τους ανθρώπους τι σημαίνει για κείνους ευτυχία» απάντησε. «Προχώρα τότε σ’ αυτό το δρόμο» του είπα «μέχρι σχεδόν το τέλος του. Εκεί, θα βρεις ένα αγόρι, τον λένε Μάτε, είναι γύρω στα 14, φοράει ψάθινο καπέλο και πράσινο μπλουζάκι. Εκείνο το αγόρι ξέρει πώς να σκαρφαλώνει μέχρι τον ουρανό. Για να σου φέρει να πιεις νερό από τους αγγέλους.

Έμεινε να με κοιτά λες και ήμουν τρελή. Τον άφησα με αυτό το βλέμμα συνεχίζοντας το δρόμο μου. Δεν μπορούσα να του εξηγήσω πως ό,τι του έλεγα ήταν τόσο φανταστικό όσο και η ίδια η ζωή.

Back to top