Ταξίδι στην Σριλάνκα (μέρος Β)

"Το σημαντικό δεν είναι να ζεις όσο το δυνατό καλύτερα αλλά όσο περισσότερο γίνεται. Και ζεις όσο περισσότερο γίνεται όταν νιώθεις την ζωή σου, την επανάσταση σου, την ελευθερία σου"

images
Back to top

Κοιμάμαι με τον ήχο του ωκεανού και ξυπνώ με τους παράξενους φωνητισμούς των σκίουρων. Δεν ήξερα ότι οι σκίουροι κάνουν αυτά τα λαρυγγίσματα, τυχαία το ανακάλυψα όταν μια μέρα περπατούσα στο μονοπάτι που οδηγεί στην λίμνη και παρατήρησα ένα από δαύτους. Αυτή η λίμνη είναι τεράστια, ένας βαρκάρης μας πήγε τις προάλλες βόλτα εμένα και την Καταρίνα, η Καταρίνα είναι από την Γερμανία και έχει τα μισά μου χρόνια, το χειμώνα δουλεύει δασκάλα και τα καλοκαίρια γυρίζει τον κόσμο με την υπέροχη αθωότητα των νιάτων της και την ψιλόλιγνη κορμοστασιά της. Ό,τι περιβαλλει την λίμνη την ενθουσίαζε, οι ρίζες των δέντρων που βουλιάζουν μέσα στο νερό, οι πιθήκοι που πηδάνε από το ένα κλαδί στο πιο ψηλό και μας παρακολουθούν με ένα σωρό γκριμάτσες, τα σύννεφα που πηγαινοέρχονται και σκιάζουν το νερό, τα μικρά σπιτάκια στην άλλη άκρη που ίσα που φαίνονται, όλα της κρατούσαν το στόμα ανοιχτό και τα μάτια υγρά από κατάπληξη. Την παρατηρούσα με τρυφερότητα, κάποια στιγμή το διαισθάνθηκε και γύρισε προς τα πίσω να με βγάλει φωτογραφία και τότε μια απρόσμενη σκέψη πέρασε από το μυαλό μου, πως όταν εκείνη θα βρίσκεται στην ηλικία μου ενδεχομένως να μην ζω, η διαπίστωση με έκανε να ανατριχιάσω και ταυτόχρονα, όσο οξύμωρο κι’αν ακούγεται, με παρέδωσε σε μια γαλήνια συνειδητότητα που την ένιωσα να κυλάει στις φλέβες μου όπως τα νήνεμα νερά της λίμνης. Ο βαρκάρης μιλούσε ελάχιστα αγγλικά και μ’αυτά μας είπε πως έχει μια κόρη 24 χρονών, πως το σπίτι του βρίσκεται στην απέναντι μεριά- είναι πολύ μικρό, είπε, μόνο ένα δωμάτιο- και πως έρχεται κάθε πρωί με το ποδήλατο του για να πάρει τους ξένους βόλτες με την βάρκα που έφτιαξε ο ίδιος με τα χέρια του. Η Φράνσις είπε να του δώσουμε οποσδήποτε φιλοδώρημα, κρατούσα σε όλη την βαρκάδα το χαρτονόμισμα σφικτά στην τζέπη της πανταλόνας μου μήπως και ξεχάσω, βασίζει το μηνιάτικο του σ’αυτά τα φιλοδωρήματα, είπε η Φράνσις, δεν γινόταν να ξεχάσω. Η Φράνσις είναι μισή Αυστραλέζα μισή Φιλιπινέζα- ιδιαίτερος συνδυασμός-δασκάλα του γιόκα και υπεύθυνη εδώ και μερικούς μήνες αυτού του retreat, προηγουμένως ήτανε σε ένα παρόμοιο στην Ινδία, δεν έχει ιδέα που θα την βγάλει ο δρόμος μετά, έχει όμως ένα τόσο πλατύ χαμόγελο που ακόμα κι’αν χαθεί μπορεί άνετα να περπατήσει πάνω του και να βγει κάπου όμορφα. Το προηγούμενο βράδυ μου έλεγε την ιστορία της, καθόμαστε οι δύο μας μετά το δείπνο στο μεγάλο τραπέζι, πίναμε ζεστό τσάι με βότανα και ανταλλάζαμε βιώματα από κείνα που σε εμπνέουν να εμπιστευτείς το μυστήριο της ζωής, εμπεριέχουν δηλαδή μια τυχαιότητα η οποία είναι πέρα από τις εξηγήσεις, πρέπει νάχεις ωστόσο την τόλμη να την προκαλέσεις, αλλιώς το μαγικό σε προσπερνάει, είπε η Φράνσις, συμφώνησα μαζί της. Μετά την βόλτα στην λίμνη, οι υπόλοιποι είχαν ήδη τελειώσει το πρόγευμα τους- καταπληκτικά “χόπερ”, παραδοσιακή σριλανκέζικη συνταγή- κάθισα δίπλα στην Ιρίνα, η Ιρίνα είναι από την Μακεδονία, κι’αυτή δασκάλα του γιόκα, μεγάλωσε την Αμερική και κάποτε δούλευε για το Χόλλυγουντ στην παραγωγή κωμικών ταινιών, μια μέρα όμως ένιωσε την πίεση να της καίει το μυαλό, έτσι είπε, πως ένιωσε το μυαλό της να καίγεται και αποφάσισε να αναποδογυρίσει την ζωή της. Από τότε τα υπάρχοντα της χωράνε σε μια μικρή βαλίτσα που ζυγίζει μόνο εφτά κιλά και τα κουβαλάει μαζί της στις διάφορες χώρες όπου περιπλανιέται δουλεύοντας και συλλέγοντας εμπειρίες. Έχει ένα πανέμορφο τατουάζ στο μπράτσο, θέλει κάποτε να χτυπήσει ακόμα ένα που να σχηματίζει κοράκι, γιατί κοράκι την ρωτώ, γιατί είναι ο φύλακας άγγελος μου απαντά διφορούμενα και μου κλείνει το μάτι μεσογειακά. Μ’αρέσουν αυτές οι ιστορίες της ανατροπής και της περιπλάνησης, αποδεικνύουν πως ο καθένας κουβαλά μέσα του ένα ατέλειωτο διήγημα και συνάμα τροφοδοτούν την αβόλευτή μου φύση, το κυριότερο όμως είναι πως με αφήνουν με την αίσθηση (ή ψευδαίσθηση) πως ο κόσμος είναι ένα ειρηνικό μέρος στο οποίο περιφέρονται επιθυμίες και όνειρα και πανέμορφα παγώνια όπως αυτά που βλέπω να σουλατσάρουν πλάι στην λίμνη ανυποψιάστα για την ομορφιά τους. Τα παγώνια εμφανίζονται καθημερινά, το ίδιο και οι σκίουροι, πότε-πότε έρχονται και καμμιά δέκαρια πίθηκοι που κάνουν πολύ σαματά πηδώντας στην τσίγκινη στέγη, αδυναμία μου όμως είναι οι βάτραχοι, τις προάλλες εμφανίστηκε ένας στο μπάνιο μου και δεν έλεγε με τίποτα να φύγει, από τότε είμαστε συγκάτοικοι, η αταραξία του με συναρπάζει. Η είδηση ωστόσο της μέρας δεν είναι αυτά, είναι ο ερχομός της Λίντας και του Λον που κατέφθασαν μετά το μεσημέρι με σακκίδια και λουλουδένια πουκάμισα. Η Λίντα και ο Λόν, οι double L, όπως τους αποκάλεσε η Ιρίνα, είναι ένα ζευγάρι στην τρίτη ηλικία που κατάγεται από την Καλιφόρνια- υπήρξαν μάλιστα αυθεντικά παιδιά των λουλουδιών όπως θα μάθω αργότερα- και τα τελευταία χρόνια ζούνε στο Μπάλι λίγο έξω από το Ούμπουτ. Πρέπει να είναι γύρω στα 75, υπέροχοι και οι δύο τους με λεπτά σώματα και όλες τους τις ρυτίδες ανενόχλητες και με μια δηλωτική διάθεση να ρουφήξουν το κάθε λεπτό ζωής σαν δροσιστικό πιοτό. Ταξίδευαν για χρόνια στην Ασία και ιδιαίτερα στο Μπάλι μέχρι που αποφάσισαν να ζήσουν μόνιμα εκεί, τους βολεύει, λένε, για τα υπόλοιπα ταξίδια που έχουν σκοπό να κάνουν στο μέλλον, το Μπάλι ωστόσο έχει αλλάξει πρόσφατα παραδέχεται η Λίντα, έπηξε στους τουρίστες, οι πλείστοι Ρώσσοι οι οποίοι αγοράζουν γη για να κτίσουν πολυτελή ξενοδοχεία, λέει ο Λόν, αυτό κάνουν τώρα οι Ρώσσοι συμπληρώνει η Ιρίνα που το έχει δει να συμβαίνει και στην Ταυλάνδη, “εισβάλουν" στην Ασία και με το χρήμα εξαγοράζουν τα πάντα. Η Λίντα λέει πως οι Ουμπουτιανοί πωλούν μέχρι και τις ρυζοφυτείες τους σ’αυτούς, κουράστηκαν να ειναι αγρότες, και κάπως έτσι το τοπίο γίνεται κάτι άλλο από τον εαυτό του και οι λιβελλούλες που τα βράδια περιφέρονται πάνω από τις ρυζοφυτείες αποπροσανατολίζονται, το χρήμα διαβρώνει, αλλοιώνει, ισοπεδώνει, τίποτα και κανένα δεν αφήνει στην θέση του. Η  Λίντα και ο  Λόν φήνουν τα σακκίδια τους στο δωμάτιο τους και πάνε βόλτα στην παραλία για να χώσουν τις πατούσες τους βαθειά μέσα στην ζεστή άμμο και να φωτογραφίσουν τα μικρά κοχύλια που οργώνουν πέρα δώθε την ακτή με τα καβουρίσια πόδια τους. Είστε τόσο εμπνευστικοί τους λέω το ίδιο βράδυ την ώρα του δείπνου όταν καθόμαστε πλάι πλάι στο μεγάλο τραπέζι, “εμπνευστικοί;” επαναλαμβάνει απορημένα η Λίντα και γελά, είναι δύσκολο ωστόσο να της εξηγήσω πως εννοώ πολύ περισσότερα από ό,τι ενδεχομένως υποψιάζεται και πως η συνάντηση μας σ’αυτό το μέρος που το λένε Ταγκόλ, κάπου στην Σρι Λάνκα, είναι η χειροπιαστή απόδειξη εκείνου που διάβαζα τις προάλλες κάτω από την κουνουπιέρα μου, στα σημειωματάρια του Καμύ: Πως “το σημαντικό δεν είναι να ζεις όσο το δυνατό καλύτερα αλλά όσο περισσότερο γίνεται. Και ζεις όσο περισσότερο γίνεται όταν νιώθεις την ζωή σου, την επανάσταση σου, την ελευθερία σου”.

 

Back to top