Κανείς δεν ξέρει τί θα συμβεί την επόμενη μέρα. Κανείς δεν μπορεί να υποθέσει πώς θα είναι η ζωή μερικούς μήνες μετά. Τίποτα δεν είναι δεδομένο, εκτός από την απειλή αυτού του αόρατου εχθρού, ο οποίος έγινε η κοινή μας πραγματικότητα, όπου κι’αν βρίσκεται ο καθένας, όπου κι’αν ζεί, όποια γλώσσα κι’αν μιλά. Ο παγκόσμιος χάρτης είναι γεμάτος από κόκκινες κηλίδες που αντιστοιχούν στα θύματα της πανδημίας. Και οι αριθμοί καθημερινά μεγαλώνουν υπαγορεύοντας μας επιτακτικά να μείνουμε σπίτι. Κι’αυτό το “μένουμε σπίτι” ξαφνικά αποκτά τρομαχτικές διαστάσεις. Γίνεται το σπίτι φυλακή και όχι καταφύγιο, μετατρέπονται οι τέσσερεις τοίχοι σε πελώριους μέσα στους οποίους καλείται ο καθένας να αντιμετωπίσει τις δικές του αλήθειες. Για ό,τι έχτισε μέχρι τώρα, τούβλο με τούβλο, πλακάκι με πλακάκι, άν τα στοίχισε σωστά, άν είχε κάποιο νόημα η στοίχιση τους ώστε να νιώθει αυτή την στοίχιση σαν την προσωπική του γεωμετρία και όχι σαν ένα οικοδόμημα που τον πλακώνει. Και ό,τι ονοματίσαμε σαν ζωή έρχεται μέσα σ’αυτούς τους τέσσερεις μας τοίχους να μας κοιτάξει κατάματα, να φταρνιστεί μπροστά μας για να το προσέξουμε, ίσως και για να το φοβηθούμε, καθηλώνοντας μας στο παρόν μας, ώστε να το απολυμάνουμε από όλους τους επικύνδινους “λεκκέδες”. Διότι ακόμα και όταν αυτή η πανδημία φύγει, το “μένουμε σπίτι” δεν πρόκειται πια να έχει την ίδια σημασία αφού θα έχει ήδη μεσολαβήσει η προσωπική μας αναμέτρηση με τις “αποκαλύψεις” του αναγκαστικού μας εγκλεισμού. Μιλάμε μόνο μέσω τηλεφώνου, βλεπόμαστε μόνο μέσα από τηλεκλήσεις, δεν αγκαλιαζόμαστε πιά, πόσο άραγε θα κρατήσει αυτό, πόσο θα αλλάξει ο κοινωνικός ιστός, για πόσο ο άνθρωπος θα φοβάται να πλησιάσει τον άλλο άνθρωπο, να του αγγίξει το χέρι, να του δώσει μια σφικτή αγκαλιά; Κανείς δεν ξέρει να απαντήσει πώς θα είναι το αύριο. Είμαστε μετέωροι στο σήμερα, ποτέ όμως δεν μας έμαθε κανείς να σκεφτόμαστε μόνο το σήμερα, ήταν ελαφρότητα να σκέφτεται κανείς μόνο το σήμερα γιατί γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε αλλιώς, αλλιώς από τους παππούδες και τις γιαγιάδες μας που τώρα είναι οι ευπαθείς, αλλιώς από την ταπεινότητα των αιώνων που εμπεριέχουν αυτή την σοφία, αλλιώς, εντελώς αλλιώς. Και επιμέναμε σ’αυτό το αλλιώς, γιατί έτσι μάθαμε, ότι δηλαδή αυτό το αλλιώς ήταν ο μόνος δρόμος να πάμε μπροστά, να μην μείνουμε πίσω, να προχωρήσουμε, να προοδεύσουμε, να μην είμαστε άνθρωποι περασμένων εποχών. Και ποιό ήταν αυτό το αλλιώς; Μόνο το μετά. Να σκεφτόμαστε πάντα ένα μετά. Να υπάρχει ένα μετά. Το οποίο δεν είναι συνώνυμο με το μέλλον διότι το μέλλον είναι άρρηκτα συνδεδομενο με το παρελθόν, όχι δεν ήταν το μέλλον που έπρεπε να σκεφτόμαστε για να πάμε μπροστά, για να μην μείνουμε πίσω, ήταν αυτό το αδηγάφο μετά, το οποίο δεν έχει ούτε παρελθόν, ούτε παρόν, είναι ένα μετά που κάνει πέρα την ταπεινότητα των αιώνων και θρασύτατα θέλει να υπάρξει από μόνο του ώστε να μας εγκλωβίζει σε ένα κυνήγι του χρόνου, μέχρι να γίνει ο χρόνος χρήμα και το χρήμα η μόνη πρόοδος και το μοναδικό υπαρκτό παρόν. Και τώρα στεκόμαστε μετώροι στο σήμερα, και το μετά διαλύεται καθημερινά μπροστά μας σε ολόκληρο τον πλανήτη. Αυτό το μετά που αποτέλεσε δήθεν το προχώρημα μας, αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να αφαιρέσει από το σπίτι μας την έννοια της φωλιάς και από την ζωή μας την σοφία των αιώνων. Αυτή την σοφία που βλέπεις πια μόνο στα βλέμματα των παπούδων και των γιαγιάδων μας, οι οποίοι τώρα έχουν άλλο όνομα, είναι οι λεγόμενοι ευπαθείς. Χωρίς ωστόσο κανείς μας να αντιλαμβάνεται πως η ευπάθεια τους δεν οφείλεται στις μειωμένες αντοχές τους ή στο βεβαρυμένο ιατρικό τους ιστορικό. Οφείλεται στην δική μας απάθεια για την σοφία των αιώνων.
Οι ευπαθείς
Αυτό το μετά που αποτέλεσε δήθεν το προχώρημα μας, αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να αφαιρέσει από το σπίτι μας την έννοια της φωλιάς και από την ζωή μας την σοφία των αιώνων.