Bλέπω την φωτογραφία με το κομβόι στρατιωτικών οχημάτων που διασχίζουν τους δρόμους της πόλης Μπέργκαμο. Μεταφέρουν δεκάδες νεκρούς από την επιδήμια για να θαφτούν στις γειτονικές πόλεις. Το νεκροταφείο του Μπέργκαμο δεν χωράει άλλους. Και ύστερα πιο κάτω βλέπω το βίντεο μιας γιαγιάς, κάπου στην Ισπανία που σήμερα είχε τα γενέθλια της, έκλεινε τα ογδόντα της χρόνια. Οι γείτονες της άφησαν μια τούρτα στην εξώπορτά και μόλις βγήκε να την πάρει αρχίσανε να της τραγουδάνε από τα διπλανά μπαλκόνια το "χρόνια πολλά”. Πιο κάτω μια άλλη ανάρτηση, την διαβάζω, γράφει πως τα θύματα της επιδημίας πεθαίνουνε μόνα, χωρίς καν να μπορούν να αποχαιρετήσουν τους δικούς τους παρά μόνο μέσω skype, τις πλείστες ωστόσο φορές χωρίς καν αυτή την επιλογή. Και ύστερα άλλες αναρτήσεις, ένα σωρό φωτογραφίες από έρημωμένες πλατείες της Ευρώπης που κάποτε αγωνιούσα να επισκεφθώ, τώρα τρομαχτικά άδειες, νεκρές. Και πιο δίπλα ένα σωρό αριθμοί που αντιστοιχούν σε κρούσματα, και αυτά αντιστοιχούν σε ανθρώπους, οι οποίοι, όπως και γώ, όπως και ο καθένας μας, δεν μπορούσαν καν να το φανταστούν ότι αυτή η άνοιξη θα τους έφερνε αντιμέτωπους με ό,τι αδυνατεί ο ανθρώπινος νους να συλλάβει και να κατανοήσει. Γιατί αυτή είναι η αλήθεια. Πως ό,τι συμβαίνει σήμερα εδώ και σε ολόκληρο τον πλανήτη είναι πέρα από τα όρια της λογικής μας. Πέρα από την ικανότητα μας να το κατανοήσουμε και να το διαχειριστούμε μέσα μας προκειμένου να το τοποθετήσουμε κάπου παρήγορα, από όπου να αντλήσουμε μια δύναμη. Ο πλανήτης αναποδογυρίζεται, παντού φόβος, πανικός και ένα σωρό μέτρα, ένα σωρό νεκροί, εκατομύρια απομωνωμένοι, εκατομύρια κόσμος ριγμένος βίαια σε μια καθημερινότητα άλλη από κείνη που μέχρι χθες ζούσε, που του είναι τόσο άγνωστη όσο και το ίδιο το μυστήριο της ζωής. Οι χώρες κλείνουν τα σύνορα τους, οι άνθρωποι κλείνονται στα σπίτια τους, ο ένας σε απόσταση ενός μέτρου από τον άλλο, οι αγκαλιές είναι απειλή, το ίδιο και τα φιλιά, τα χέρια φοβούνται την αφή, τίποτα να μην αγγίζεις, κανένας κανένα, ούτε καν για ένα τελευταίο αντίο. Και την ίδια ώρα, όσο αυτές οι τρομαχτικές εικόνες αποτελούν την πραγματικότητα τόσων ανθρώπων, σε όλο τον πλανήτη, πόσο οξύμορο μοιάζει και πόσο ακατανόητα παράδοξο η φύση να συνεχίζει το κύκλο της και να μυρίζει τόσο έντονα ζωή. Ο ήλιος εξακολουθεί να βάφει τον ουρανό με τα ίδια εκείνα μαγικά χρώματα. Και η θάλασσα πηγαινοέρχεται αμέριμνη διατηρώντας τους πολύχρωμους βυθούς της. Και τα άλλωτε βρωμερά κανάλια της Βενετίας γεμίζουν από δελφίνια και πάπιες και κύκνους. Και εδώ πιο έξω από τις πόλεις μας οι πεταλούδες ρουφούν τις μαργαρίτες και οι αμυγδαλιές επιμένουν να παριστάνουν τις νυμφούλες και το φεγγάρι ξεπροβάλλει στο ίδιο ακριβώς σημείο αποφασισμένο να κάνει την ίδια νυχτερινή του διαδρομή. Και μείς σ’αυτό το κύκλο της ζωής μοιάζουμε οι πιο αδύναμοι, οι πιο ηττημένοι, οι πιο ανυπεράσπιστοι. Ανήμποροι να παραδεχτούμε πώς ίσως γι’αυτό που συμβαίνει σήμερα να φέρουμε εμείς την ευθύνη, αφού ενδεχομένως αφεθήκαμε να ζούμε ξεκομμένοι χιλιάδες μέτρα μακριά από την ίδια την ζωή…Και πραγματικά δεν ξέρω, όπως και κανένας από μας, κατα πόσο αυτή η δυστοπία που ζούμε συμβαίνει για να μας υποδείξει κάτι πέρα από αυτό που τώρα ο φόβος και πανικός δεν μας επιτρέπουν να το ανακαλύψουμε: Πώς για να τελειώσει μια και καλή αυτή η πανδημία ίσως δεν αρκούν τα μέτρα προφύλαξης και επιβίωσης. Πως ίσως χρειάζεται κάτι περισσότερο από το “μένουμε σπίτι”. Χρειάζεται το “μένουμε σπίτι και σκεφτόμαστε”. Μήπως και έτσι συνειδητοποιήσουμε ότι για να ισχύσει αυτό που καθημερινά μου λέει και η μάνα μου στο τηλέφωνο, ότι “ο Θεός-ή όπως θέλει να ονομάζει κανείς το μυστήριο του σύμπαντος- είναι μεγάλος, οφείλουμε πρώτα να κατανοήσουμε πόσο μικροί είμαστε εμείς.
Δεν αρκεί το “μένουμε σπίτι”
Οι χώρες κλείνουν τα σύνορα τους, οι άνθρωποι κλείνονται στα σπίτια τους, ο ένας σε απόσταση ενός μέτρου από τον άλλο, οι αγκαλιές είναι απειλή, το ίδιο και τα φιλιά, τα χέρια φοβούνται την αφή, τίποτα να μην αγγίζεις, κανένας κανένα, ούτε καν για ένα τελευταίο αντίο.