Είναι εξοργιστικό να επικαλείται ο κ. Νικόλας Παπαδόπουλος την δύναμη της γενιάς μας προσδοκώντας ότι μ’αυτό το τάχα μου ευφάνταστο σλόγκαν το οποίο αναρτήθηκε σε κάθε ταράτσα της χώρας, θα πείσει πως αντιπροσωπεύει την αλλαγή. Και κυρίως πώς ο ίδιος διαχωρίζει τον εαυτό του από όλα εκείνα που η δική μας γενιά (σαράντα συν-πλην) ευελπιστεί να απαλαγεί, μπας και επιτέλους δει άσπρη μέρα σ’αυτό το βαθύτατα διαπλεκόμενο κράτος, το οποίο ανήγαγε την εξασφάλιση, το βόλεμα και την καρέκλα της εξουσίας σε ύψιστο ιδανικό, επιτρέποντας έτσι σε ανεπαρκείς πολιτικούς να χτίζουν τις καριέρες τους συντηρώντας ανοιχτές τις πληγές μας. Και είναι συνάμα εκπληκτικό ότι ο συγκεκριμένος πολιτικός διατηρεί την ακλόνητη βεβαιότητα πως ανασύροντας μια «ευφάνταστη» φράση από τα συρτάρια των επικοινωνιολόγων διαγράφει από την μνήμη του σκεπτόμενου πολίτη τις μεθόδους που ακολούθησε προκειμένου να ικανοποιήσει την δική του ματαιοδοξία την οποία φρόντισε να περιφέρει κάτω από το μανδύα ενός δήθεν πατριωτισμού. Αυτό λοιπόν το οποίο διαφοροποιεί τον κ. Παπαδόπουλο από τους άλλους δύο υποψηφίους και τον καθιστά πολύ πιο επικύνδινο από την όποια αναξιοπιστία τους προσάπτει, δεν είναι ότι πορεύεται με την δύναμη της γενιάς μας (!) αλλά με την δύναμη της αλαζονείας που του επιτρέπει να θεωρεί πως μπορεί να παραπλανήσει αυτή την γενιά. Δυστυχώς όμως για τον κ. Παπαδόπουλο, αυτή η γενιά της οποίας την δύναμη επικαλείται, είναι εκείνη που μεγάλωσε φορτωμένη με τραύματα και φαντάσματα και ένα σωρό «δεν ξεχνώ» που της κληροδοτήθηκαν μαζί με μια σωρεία από αποσιωπημένες αλήθειες, οι οποίες της αλλοίωναν την πραγματικότητα και της εγκλώβιζαν τις προσδοκίες μέσα στα περιορισμένα τετραγωνικά της άγνοιας και του συναισθηματισμού και κυρίως των επαναλαμβανόμενων πολιτικών λαθών που η επίσημη ιστορία επέλεξε να κρατήσει κρυμμένα. Είναι αυτή η γενιά που με την οικονομική κρίση βρέθηκε αντιμέτωπη όχι μόνο με ένα διαπλεκόμενο παρών το οποίο ξέβραζε όλα τα άπλυτα ενός σάπιου συστήματος στην φόρα, αλλά και με ένα παρελθόν το οποίο κατάρριπτε την μια κληροδοτημένη βεβαιότητα μετά την άλλη επιζητώντας τον επαναπροσδιορισμό όχι μόνο του ποιοί είμαστε αλλά και το ποιοί υπήρξαμε. Σ’αυτό λοιπόν τον επαναπροσδιορισμό τον οποίο μας ανάγκασε να προβούμε η βίαιη ανατροπή των «εξασφαλισμένων» μας βεβαιοτήτων, αντιληφθήκαμε το μέγεθος της κομματοκρατίας, της διαπλοκής, της καπηλείας του εθνικού μας προβλήματος και της δύναμης του κατεστημένου να αναγνωρίζει μόνο την τιμή των πραγμάτων παραγνωρίζοντας κάθε αξία (ηθική και άλλη). Αυτή λοιπόν η γενιά είναι πλέον σε θέση να κατανοεί ότι οι επιλογές της περιορίζονται στο μη χείρον βέλτιστον κι’αν αυτό κάποτε αποτελούσε κατάντια, σήμερα είναι μια ρεαλιστική συνειδητοποίηση, η οποία εξασφαλίζει στην πολιτική της σκέψη την απόσταση που πρέπει, ώστε να διακρίνει πλέον καθαρά ποιός καπηλεύεται τις λέξεις και τις έννοιες. Και κυρίως ποιός λαικίζει εις βάρος της νοημοσύνης μας υποσχόμενος την αλλαγή μέσα από νέες στρατηγικές οι οποίες το μόνο νέο που εμπεριέχουν είναι ενα νέο είδος πολιτικής αλαζονείας και αγυρτίας που συνοδεύεται με την έλλειψη κάθε ελπίδας για ένα μέλλον απαλαγμένο από αυτές. Και γι’αυτό ακριβώς τον λόγο ο κ. Παπαδόπουλος καλά κάνει να αφήσει την γενιά μας ήσυχη. Διότι δεδομένης της ανικανότητας του να αρθρώσει ένα πολιτικό λόγο καθαρό από λαικισμούς, ασύστολα ψεύδη, διαστρεβλώσεις, ξεδιάντροπες υποσχέσεις, ηχογραφημένα επιχειρήματα και κούφιους ψευτοπατριωτισμούς, όχι μόνο αποδεικνύεται ανίκανος της όποιας επί της ουσίας αλλαγής αλλά και ανεπαρκής να αντιληφθεί πως η γενιά μας προτιμά πλέον τις ξεκάθαρες τοποθετήσεις από τις άνευ επίγνωσης υποσχέσεις για αλλαγή. Το χειρότερο και πιο επικύνδινο λοιπόν είναι πως αυτός ο οποίος επικαλείται την δύναμη της γενιάς μας, δεν αντιλαμβάνεται καν πως η νοοτροπία που περιφέρει και πάνω στην οποία βασίζει το πολιτικό του ανάστημα είναι εκείνη ακριβώς η νοοτροπία από την οποία η γενιά μας είναι πλέον αποφασισμένη να απαλαγεί. Μια και καλή.