Οκτώ το βράδυ αλλά δεν με ένοιαζε. Μόλις πληκτρολόγησα και την τελευταία τελεία, έκλεισα τον υπολογιστή, πήρα τα κλειδιά του αυτοκινήτου, έσβησα φώτα και ανεμιστήρες και έβαλα μπρος για να δω θάλασσα. Παράξενο, αλλά αυτό μου συμβαίνει κάθε φορά που ένας άνθρωπος μου χαρίζει εκείνα τα λόγια, τα οποία μου υπενθυμίζουν πόσο σημαντικό είναι να προσφέρεσαι στον εαυτό σου. Με πιάνει αυτή η ανάγκη, να πατήσω το γκάζι και να δω θάλασσα ακόμα και την ώρα που το μπλε της έχει υποχωρήσει κάτω από το φως του φεγγαριού.
Λίγο πριν κλείσουμε την κουβέντα μας της είχα ζητήσει να μου περιγράψει μια εικόνα. Από κείνες που τις έχεις φυλαγμένες σε κάποιο από τα συρτάρια του μυαλού σου, το οποίο ανοίγεις μόλις αισθανθείς μια αποξένωση από τον άλλο σου εαυτό. Εκείνο τον εαυτό που δεν έχει συμβιβαστεί στην συνθήκη ότι η χαρά δεν είναι πια δεδομένη. Εκείνον δηλαδή τον εαυτό που θυμάται πως είναι να βουτάς από τα ψηλά βράχια προς την θάλασσα ακούγοντας τον χτύπο της καρδιάς σου πιο πολύ σαν μουσική για να κρατάς ρυθμό την ώρα που πετάς και όχι σαν φόβο που σου καεί τα φτερά. Ο χτύπος της καρδιάς την ώρα που πετάς δεν έχει λόγια, μου είπε και εννοούσε πως ακόμα κι’αν μεγαλώνοντας έχουμε μάθει να ερμηνεύουμε και να αναλύουμε τις σκέψεις μας, τίποτα δεν είμαστε ικανοί να πούμε όταν επιστρέφουμε εκεί όπου και τα βασικά μας. Εκεί όπου δεν είναι θέμα σκέψης αλλά συνειδητής απόφασης να μένεις απροφύλακτος, ανοιχτός και διαθέσιμος απέναντι στο άγνωστο.
Η τέχνη είναι ίσως ο μόνος τρόπος για να μάθουμε να είμαστε άφοβοι, μου είπε και δεν εννοούσε να μην φοβόμαστε αλλά να μην φοβόμαστε να φοβηθούμε. Και όσο μου εξηγούσε τι εννοεί, στο μυαλό μου στριφογύριζαν εικόνες από κείνα τα πρωινά που ξυπνούσα με μια διάθεση ακόμα και για να φοβηθώ, τέτοια χαρά δηλαδή, γιατί χαρά είναι το να αφεθείς ακόμα και στο ενδεχόμενο του φόβου, υπόθεση καρδιάς είναι και ό,τι είναι υπόθεση καρδιάς έχει να κάνει με το πόσο προσφέρεσαι στον εαυτό σου. Δεν προσφερόμαστε, μου είπε, δεν τον χαιρόμαστε πια τον εαυτό μας, είπε μετά, ίσως γιατί προσπαθούμε να κρατηθούμε στην εικόνα που έχουμε χτίσει για μας,που έχουνε χτίσει οι άλλοι για μας αλλά αυτά δεν είναι αναπνοή, είναι λες και κάποιος μας κλέβει τζούρες από το οξυγόνο, κανένας δεν μας μαθαίνει τελικά πώς να αναπνέουμε, μούπε κάποτε ένας άλλος καλλιτέχνης και εννοούσε αυτό: Πώς μόνο η τέχνη έχει αυτή την ικανότητα. Να σε μάθει να μην ρουφάς κοιλιά αλλά να ανοίγεις πνευμόνια και να επιζητάς όσο οξυγόνο σου ανήκει.
Με τους φόβους τελικά είναι που τάχουμε μπλέξει. Κ¨αθε φορά επιστρέφω σ’αυτό το θέμα, μοιάζει πια σαν εμμονή, μα έλα που και κείνη αυτό ήθελε να υπογραμμίσει, πώς οι φόβοι δεν μας αφήνουνε να γνωρίσουμε τον άλλο μας εαυτό, εκείνον που έχει την ικανότητα να μας εκπλήσσει, γιατί ο φοβισμένος στερείται εκπλήξεων, στερείται ξαφνιάσματος κι’αν δεν ξαφνιάζεσαι πια τότε μαραζώνεις. Αυτό μου τόπε κάποτε ένας άλλος συγγραφέας, πως αν δεν αφήνεις χώρο για την έκπληξη τότε βαραίνει μέσα σου το ανικανοποίητο και όταν πια γυρνάς πίσω δεν μετράς όμορφες στιγμές αλλά μικρές προδοσίες προς εσένα.
Νάσαι ανοιχτός και απροφύλακτος, μου επανέλαβε πολλές φορές όση ώρα μιλούσαμε και τότε ήταν που συνειδητοποίησα πως αν το ταλέντο σου στην τέχνη αν δεν το αξιοποιήσεις για να μάθεις να ζεις τότε τίποτα τελικά δεν μπορείς να μεταδώσεις μέσα από την τέχνη σου. Η ζωή δεν είναι ξέχωρη από την τέχνη, η τέχνη είναι μόνο ένας τρόπος να δεις αλλιώς, να σκεφτείς αλλιώς αυτά που ήδη υπάρχουν στον αέρα που αναπνέεις, αρκεί να μάθεις να αναπνέεις και η τέχνη σε πάει εκεί, προς τους φόβους σου, για να παλέψεις με τους δράκους σου και να τους κόβεις κάθε μέρα και από ένα κεφάλι, ώστε να μην ρουφάνε πια το δικό σου αέρα.
Είναι πολλοί καλλιτέχνες που αντικαθιστούν την ζωή με την τέχνη τους και όταν αυτό γίνεται τότε οδηγούνται σε ακόμα μια βεβαιότητα που τους κλειδώνει. Σε μια προφύλαξη που δεν τους επιτρέπει να μεγαλώσουν το χώρο μέσα τους, μεγαλώνουν μόνο το χώρο έξω τους και αισθάνονται έτσι πως έχουν ένα εκτόπισμα μεγαλύτερο από κείνο που σημαίνει τέχνη. Γιατί η τέχνη μιλάει για το μέσα, το έξω δεν είναι υπόθεση δημιουργική, το έξω δεν επιτρέπει στην φαντασία να παραμείνει αχαλίνωτη, το έξω έχει και βρώμα και κατακάθια και για να καθαρίσεις το νερό που ρίχνεις στο βλέμμα σου κάθε πρωί που ξυπνάς, πρέπει νάχεις ξεμπερδέψει με τις βρώμες του έξω σου. Γιατί το έξω σε θέλει νάσαι γεμάτος βεβαιότητες, σε θέλει να υποκλίνεσαι στην ανάγκη μιας ασφάλειας, σε θέλει να φοράς την μεβράνη προστασίας, και έτσι δεν μπορείς πια να αισθανθείς τις σταγόνες, ούτε της θάλασσας, ούτε και του ουρανού. Μόνο μέσα σου, μου είπε και το υπογράμμισε πολλές φορές, πως μεγάλωμα σημαίνει ο χώρος μέσα μας και τίποτα άλλο.
Και ύστερα έφτασα στην θάλασσα. Ήτανε ήδη βράδυ. Πόσο έτρεχες με ρώτησε ο κολλητός που με περίμενε εκεί, στο καινούργιο του σπίτι, δύο βήματα από την άμμο, με μεγάλα ψηλά πεύκα πλάι στο νερό και ένα μπαλκόνι που έφτανε μέχρι τον ορίζοντα. Έτρεχα για να προλάβω, του απάντησα, να προλάβω να δω το φεγγάρι να σχηματίζει διαδρόμους πάνω στο νερό και ύστερα να δω τον δράκο να κολυμπάει κάτω από το φως του την ώρα που θα ξαπλώνω στις πέτρες και θα κοιτάω τα αεροπλάνα που πηγαινόερχονται πάνω από το κεφάλι μας. Ο δράκος θα κάνει βουτιές και θα εξαφανίζεται μέσα στο βυθό και τότε θα μπορώ να σου μιλάω για μυρωδιές και χρώματα και για κείνο το μεσημέρι που μου περιέγραψε κάποτε μια μεγάλη καλλιτέχνης, ένα καυτό μεσημερί, κάπου σε ένα νησί των Κυκλάδων, που όλα μυρίζαν θυμάρι και το θυμάρι μύριζε πληρότητα μαγική.
Όλα ένιωσα πως έχουνε τελειώσει εκεί, μου είπε λίγο πριν κλείσουμε το τηλε΄φωνο. Και εννοούσε πως ένιωσε ότι ο μέσα της χώρος ήτανε εκείνο που έβλεπε, τί αλλο να ζήσω σκέφτηκε και τότε έβαλε ξανά τα χέρια στις τζέπες της και χάρηκε που ήτανε τρυπημένες, που δεν μπόρεσαν δηλαδή να κρατήσουν ούτε μια πέτρα που να την βαραίνει…
φωτό: Σωκράτης Σωκράτους