Μου μιλούσε συχνά για την παρήχηση των λέξεων. Και για το κόμμα πριν την αναφορική πρόταση, που αν δεν το έβαζε, ο διευθυντής σύνταξης στην Ελευθερία, του μουτζούρωνε το άρθρο. Μου μιλούσε και για τους καθηγητές του στο γυμνάσιο της Λαπήθου, Ελλαδίτες οι περισσότεροι, που του έμαθαν την δύναμη των λέξεων. Γιατί ευτυχώς πρόλαβε. Και έζησε σε κείνη την εποχή. Όπου οι λέξεις διατηρούσαν ακόμα το νόημα τους. Και μέσα τους μάθαινε να αναγνώριζει αξίες. Έζησε σε κείνη την εποχή. Όπου ο πόνος είχε αξιοπρέπεια. Και κείνος το έμαθε νωρίς, από τα πρώτα του ρεπορτάζ. Όταν κάλυπτε τις εκτελέσεις των αγωνιστών. Και βιώνε το πως ο πόνος γίνεται δίστιχο, καθώς άκουγε τον πατέρα του Παλλικαρίδη να απαγγέλνει. Μου μιλούσε συχνά για τα χρώματα του Διαμαντή. Και για τις Στιγμές του Μόντη. Και για τον Αλήτη του Τεύκρου Ανθία. Και για τον ήλιο του Δημήτρη Λυπέρτη, που βουττούσε την ώρα που ο άνθρωπος έφευγε από τον κόσμο τούτο το ψεύτικο και πήγαινε προς τον αληθινό. Εζησε σε κείνη την εποχή. Την προηγούμενη. Γι’αυτό και διάλεγε λες και ήτανε χρωματιστά κοχύλια την κάθε λέξη του πριν την γράψει. Για ναχουν ρυθμό και αρμονία και χρώματα και μυρωδιές τα γραφούμενα του και να υπενθυμίζουν την άλλη εκδοχή της ζωής, εκείνη που εμπεριέχει το καλό, το ωραίο και το αληθινό. “Είναι η αναζήτηση του καλού, του ωραίου και του αληθινού”, έλεγε, “που μεταπλάθει την σκέψη και την συνείδηση. Και μας κάνει καλύτερους”. Από νωρίς το ψυχανεμίστηκε. Μεγαλώνοντας μέσα στους λεμονανθούς της Λαπήθου, καλημερίζοντας την θάλασσα από ψηλά και παρακολουθώντας τον Διαμαντή να ζωγραφίζει τον κόσμο μας, πως είναι ταλέντο να ζείς όμορφα και πως οφείλουμε να το καλλιεργήσουμε προκειμένου να πιστέψουμε σε κάτι καλύτερο. Προκειμένου να γίνουμε κάτι καλύτερο. Ευτυχώς πρόλαβε και έζησε σε κείνη την εποχή. Γι’αυτό και έγραφε χειρόγραφα, με το μελάνι να μυρίζει στο χαρτί και να σχηματίζει καλλίγραφα την έγνοια του να σταθεί αντάξιος ενός ήθους ώστε να διανύσει αυτό το ταξίδι στην ζωή με αξιοπρέπεια. “Στάσου στα πόδια σου” επέμενε να μου επαναλαμβάνει “και μην πέσεις ποτέ στα γόνατα σου αναμένοντας από άλλους οτιδήποτε. Αυτή η εξάρτηση υποδουλώνει και καταστρέφει”. Μέσα του το διαισθανόταν πως εκεί ώδευε ο τόπος, στα χέρια ανθρώπων υποδουλωμένων σε βολεμένες εξαρτήσεις. Αγάπησε βαθειά τον τόπο γι’αυτό και τον πόνεσαν το ίδιο βαθειά όλοι όσοι τον “πρόδωσαν” ξεχνώντας πως τα πράγματα δεν έχουν μόνο τιμή, αλλά και αξία. Άνθρωπος με πάθος και πάθη και με όλες εκείνες τις ευαισθησίες που δεν συγχωρούν τις τις “εκπτώσεις” στο καθήκον, που για κείνον δεν ήταν άλλο παρά η συνεχής πάλη για μια ηθική ανύψωση. “Η αδυναμία γεννά δύναμη, με την πίστη σε κάτι καλύτερο” έλεγε και το επεξηγούσε: “Διότι με τον ψυχισμό που επηρεάζει τον εσωτερικό χημισμό-όπως το αποδεικνύει ο χριστιανισμός-υπάρχει διέξοδος”. Τα τελευταία χρόνια προτιμούσε να τα περνάει στην “άλλη πλευρά”. Εκεί όπου γεννήθηκε και διαμορφώθηκε. Έβαζε την πίπα στο στόμα, φορούσε το μπερέ του και νωρίς το πρωί περνούσε το οδόφραγμα για να συναντήσει την αλήθεια και το ήθος των αναμνήσεων του, με την ευχή ότι αυτή η συνάντηση θα τον βοηθούσε να αντέξει το ψέμα και την ανηθικότητα στην οποία βούλιαζε ο δικός μας κόσμος. “Εμείς είναι που γίναμε ψευδοκράτος” έλεγε και μέσα σ’αυτή την φράση συμπύκνωνε την ιστορική συνείδηση που ένα ελεύθερο πνεύμα όπως ο ίδιος, με φιλοσοφικές αναζητήσεις και συνειδησιακές συγκρούσεις, αγωνιζόταν να διατηρήσει ανόθευτη. Αυτός υπήρξε ο Γλαύκος Ξένος. Ένα ελεύθερο πνεύμα. Ένας άνθρωπος με ψυχική ανωτερότητα. Γιατί έζησε σε μια εποχή όπου αυτή ήταν ζητούμενο. Και δυστυχώς έφυγε σε μια άλλη, όπου ελάχιστοι πια γνοιάζονται για την παρήχηση των λέξεων. Και για το νόημα τους.