Διάβασα πριν πολλά χρόνια το “Πεθαίνω σαν Χώρα”. Πριν καν υπάρξει η οποιαδήποτε υποψία της σημερινής κρίσης, πριν καν διανοηθεί κανείς την κατάληξη της σημερινής Ελλάδας. Είχα, θυμάμαι, σοκαριστεί όχι μόνο από τον υπέροχο λόγο του συγγραφέα Δημήτρη Δημητριάδη αλλά κυρίως από την βαθύτερη ουσία του κειμένου του, κάθε λέξη και χαστούκι, κάθε φράση και μια συνταρακτική συνειδητοποίηση. Ένας οχετός από αλήθειες, γυμνές και έκθετες στα μάτια όποιου μπορούσε να αντέξει την ύπαρξη τους. Πέρασαν 34 χρόνια από τότε που έγραψε το “Πεθαίνω σαν Χώρα” κι’αν κάποιος το διαβάσει σήμερα αισθάνεται πως γράφτηκε μόλις χθές. Δεν ξέρω ποιά είναι η εξήγηση σ’αυτό το παράδοξο, ο ίδιος ο συγγραφέας είπε κάποτε πως είναι “σαν το κείμενο να παράγει την πραγματικότητα και όχι η πραγματικότητα να έρχεται να το συναντήσει…”Προσωπικά σκέφτηκα πολλές φορές, τον τελευταίο καιρό, να επιδιώξω μια συνάντηση μαζί του. Δεν ήξερα ωστόσο αν βρίσκεται στο Παρίσι ή στην Θεσαλλονίκη, δεν ήξερα και πώς να τον εντοπίσω, μέχρι που βλακωδώς εγκατέλειψα τις προσπάθειες παρότι εξακολουθώ να θεωρώ πως θα ήταν μια από τις πιο χρήσιμες συναντήσεις που θα μπορούσε κανείς να τύχει σήμερα. Όχι για να λάβει απαντήσεις αλλά κυρίως για να καταλάβει με ποιό τρόπο προχωρεί κανείς σε μια καινούργια αρχή.
Ήταν γύρω στο 2000- μια δεκαετία πριν, που μιλούσε για την αναγκαιότητα ενός εσωτερικού σεισμού προκειμένου να παραχθεί είτε μέσα σε ένα άνθρωπο, είτε μεσα σε ένα λαό, μια δημιουργική διαδικασία. «Η δημιουργία», είχε πει, «έχει να κάνει με εσωτερικές κινήσεις και μετακινήσεις και συγκινήσεις πολύ μεγάλου βεληνεκούς και φυσικά συνδέεται με την ανάληψη κάποιων κινδύνων. Φοβάμαι όμως ότι έχει καλλιεργηθεί μια κατάσταση τέτοια, ώστε το μόνο που κάνει είναι να διατηρεί, να συντηρεί, σχεδόν να παγιώνει, ένα φόβο προς ό,τι καινούργιο, προς ό,τι μας βγάζει ή τείνει να μας βγάλει από την αδρανοποίηση και ο δικός μου φόβος συνίσταται στο ότι πολύ δύσκολα θα μπορέσει να γίνει αντιληπτό ή ακόμα και να συζητηθεί ένα ενδεχόμενο εξόδου από αυτό το κλίμα εμπλοκής, σχεδόν παγίδευσης μέσα στο οποίο βρισκόμαστε».
Μόνο μέσα από την επώδυνη νέκρωση, έλεγε τότε ο Δημητριάδης, μπορεί κανείς να μετουσιώσει την αρρωστημένη καθήλωση σε φόρμες και σχήματα ζωής, την εμμονική προσκόλληση σε μια ιδέα, μια παράδοση, μια ιστορία ή ένα παρελθόν, σε ευκαιρία για αναδημιουργία. «Η κρίση, λέει, δεν θα επιλυθεί οικονομικά ή πολιτικά, αλλά κυρίως μέσω μιας πραγματικής ιστορικής συνειδητοποιήσης η οποία αναγκαστικά συνεπάγεται την αναγνώριση ότι κάτι έχει πεθάνει, ότι κάτι είναι νεκρό. Στο τέλος μου έγκειται η αρχή μου, έγραφε ο ποιητής Τ.Σ.Ελλιοτ μόνο που πρέπει όμως να είναι κανείς σε θέση να κατανομάσει αυτό το τέλος»
Μήπως τελικά αυτό είναι και το πιο καίριο ερώτημα της εποχής μας. Αν πράγματι είμαστε σε θέση να κατανομάσουμε το τέλος; Δεν ξέρω ποιά είναι η απάντηση. Εκείνο ωστόσο που ίσως φανεί χρήσιμο στην αναζήτηση της είναι η πληροφορία πως η συνέντευξη που έδωσε ο Δημήτρης Δημητριάδης, το 2000, κυκλοφόρησε σε βιβλίο απο τις εκδόσεις Άγρα. Ίσως εκεί μέσα να μπορεί κανείς να εντοπίσει πού να βρει μια καινούργια αρχή...
φωτό: Χριστόφορος Ροδίτης