Περπατώ επίτηδες με την πλάτη γυρισμένη στη θέα του γυάλινου πύργου. Προτιμώ να απλώνω το βλέμμα μου σε μια πανήψυλη φοινικιά, ένα ήσυχο καμπαναριό και πλίθινους τοίχους που κρατούν τα σπίτια ζεστά το χειμώνα και δροσερά το καλοκαίρι. Δόξα τω θεώ που επέλεξα να μετακομίσω στην παλιά πόλη και με διάλεξε αυτός ο δρόμος ή μήπως τον διάλεξα εγώ- ποιός έχει απάντηση σ’αυτά- ώστε να να αισθάνομαι το μυστήριο ακόμα και στην πιο μικρή βόλτα. Από το σπίτι μου και λίγο πιο πέρα, η πραγματικότητα αποκτά πολλαπλά στρώματα. Και η εντοπιότητα δραπετεύει από τον δοσμένο της ορισμό φανερώνοντας αυτό που πραγματικά είναι: Μια δύναμη ταγμένη να αγγίζει το βαθύτερο πυρήνα μας. Eκείνο το κάτι που δονείται στο άγγιγμα μιας πέτρας. Και στο τυχαίο συναπάντημα με ψυχές που αρνούνται να νερώσουν το κρασί τους γιατί πιστεύουν ακόμα στα θαύματα.
Διασταυρώνομαι με ένα νέγρο. Φοράει πορτακαλιά παπούτσια, μπεζ παντελόνι και ένα κόκκινο κασκέτο. Του χαμογελώ, μου το ανταποδίδει, ίσως είναι λάθος να γράψω την λέξη νέγρος, σκέφτομαι καθώς εκείνος απομακρύνεται πίσω από τις ανθισμένες γιακαράντες. Οι “παντογνώστες” των σόσιαλ θα πέσουν να με φάνε. Αποτινάζω γρήγορα από πάνω μου την σκόνη αυτής τη σκέψης και επανέρχομαι στην καθαρότητα του βλέμματος που ανταλάξαμε. Αυτό δραπευτεύει από τα πληκτρολόγια και σώζεται. Κοιταχτήκαμε κατάματα και για αρκετά δευτερόλεπτα, τόσο όσο για να βεβαιωθούμε πως σχηματίστηκε στις ίριδες μας το περίγραμμα της λιγοψυχούσας ανθρωπότητας.
Δύο πόρτες πιο πέρα η δική της πόρτα, κρυμμένη μέσα σε δύο μεγάλα φυτά, εκείνα που τα ονοματίζουμε “υπομονή” λες και είναι ταγμένα να φυτρώνουν όπου κατοικουν υπάρξεις που υπομένουν. Τα γατιά της δεκάδες. Άλλα μικρά, άλλα γέρικα, άλλα πολύχρωμα, άλλα μαυρόασπρα. Περιφέρονται έξω από την πόρτα σαν φύλακες ενός καλά κρυμμένου μυστικού, η αποκάλυψη του οποίου θα μετατοπίσει τα όρια μιας επίπλαστης κανονικοποίησης. Εκείνη εμφανίζεται πίσω από τις “υπομονές”. Είναι απροσδιορίστου ηλικίας, σχετικά νέα και την ίδια ώρα παμπάλαια. Όπως κάθε πλάσμα που σηματοδοτεί τους λάθος δρόμους που διανύσαμε και μας άφησαν λιγότερους. Κρατάει ένα μεγάλο σακκούλι με γατίσια τροφή και την μοιράζει σε δόσεις σε ένα σωρό πολυχρωμα πλαστικά πιάτα τοποθετημένα στο πεζοδρόμιο, σαν κειμήλια ενός παιδικού πάρτι γενεθλίων που ματαιώθηκε βίαια.
“Γειά σου παλλικάρι μου” την άκουσα πριν να φώναζει στο νέγρο που πέρασε. Διερωτήθηκα άν εκείνος κατάλαβε, λάθος διερωτήθηκα, οι αδέσποτες ψυχές συνεννοούνται σε μια δική τους γλώσσα. Τα γατιά μαζεύονται γύρω από τα παχουλά ασπρουλιάρικα της πόδια, οι ουρές τους της χαιδεύουν τα γόνατα, εκείνη σκύβει και αφήνει την τροφή να πέφτει πάνω τους σαν ευλογημένη βροχή. “Αγάπες μου” τα αποκαλεί και τα χαιδεύει ένα-ένα με μια επιβράνδυση που καταργεί ως μάταιη την βιασύνη του μποτιλιαρισμένου κόσμου. Τα μαλλιά της κοντά, στο λαιμό της ένα τεράστιο κουβάρι λες και κατάπιε μια μπάλα, οι γιατροί θα την έκλειναν αμέσως σε ένα δωμάτιο κλινικής για εξετάσεις και οι περαστικές μαμάδες θα τραβούσαν τα παιδάκια τους μακριά της από την φοβιστική θέα του “τερατόμορφου”. Η ύπαρξη της ωστόσο δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια χειροπιαστή απόδειξη εκείνου που λέει ο Κορτάσαρ: “Ένα γνέψιμο για να διασχίσουμε το πέρασμα από μια πραγματικότητα σε μια άλλη, πιο ελαστική, πιο ευρύτερη και πιο απαιτητική σε ψυχικά και νοητικά ανοίγματα”.
Κάθε απόγευμα με την πλάτη μου γυρισμένη στο πύργο και το βλέμμα απευθείας στην πανήψηλη φοινικιά, την βλέπω να ταίζει τα γατιά. Και να μοιράζει χαμόγελα στους αδέσποτους περαστικούς. Νέγροι οι περισσότεροι. Παλλικάρια τους αποκαλεί. Συνεννοούνται. Ζει με ένα επίδομα, δεν ξέρω πόσα αλλά σίγουρα δεν είναι πολλά. Και μ’αυτό αγοράζει δύο τρία μεγάλα σακούλια γατίσια τροφή και τα κουβαλά τα πρωινά κουτσαίνοντας με ένα καρότσι που τρίζει πάνω στην άσφαλτο σαν λεπίδα. Ίσως και κείνη να τρέφεται από αυτή την τροφή, σκέφτομαι, ίσως μέσα στο σπίτι της να βλαστάνε υπομονές από τους τοίχους και τα έπιπλα, ίσως οι γάτοι να κοιμούνται μαζί της πάνω σε ένα κρεβάτι φτιαγμένο από τα πλαστικά πιάτα όλων των ματαιωμένων παιδικών γενεθλίων του πλανήτη… Ποιός έχει απάντηση σ’αυτά;
Λίγο πριν πλησιάσω την πόρτα της, αντιλαμβάνεται την παρουσία μου, σταματά αμέσως ό,τι κάνει, και μου λέει φωναχτά: “Θέλω να γράψεις κάτι, εσύ που ξέρεις να γράφεις όμορφα”. Τα γατιά γυρίζουν προς το μέρος μου λες και υποστηρίζουν το επείγον της έκκλησης της. Εκείνη συνεχίζει: “Θέλω να μου κάνεις αυτή την χάρη, υποσχέσου μου”. Υπόσχομαι. “Θέλω να γράψεις κάτι για τους μοναχικούς ανθρώπους”. Υπόσχομαι. “Σεβαστείτε τους μοναχικούς ανθρώπους να γράψεις και να το γράψεις με κεφαλαία”. Υπόσχομαι. “Σεβαστείτε τους μοναχικούς ανθρώπους” με κεφαλαία.
Το γράφω. Εδω. Σε ένα χειρόγραφο που δεν έχει θέση σε μια εφημερίδα, ούτε χωρεί στην επικαιρότητα αλλά αισθάνεται κι’αυτό αδέσποτο και μοναχικό όπως εκείνην. Πνιγμένο μέσα σε “υπομονές” που μένουν απότιστες από την ξηρασία του προφανούς που αναρριχάται παντού. Και απευθυνόμενο σε ψυχές που προσεύχονται σε μια Κανά. Μήπως και γίνει ξανά το νερό κρασί. Και σπάσει το γυαλί.