Ένα παλιό αμπαζούρ τοποθετημένο στην άκρη του δρόμου. Και ο Λάκης (ένα μεγάλο λευκό σγουρό σκυλί) αραχτό πάνω στο κιλίμι που έχει στρωθεί στην άσφαλτο. Ο λευκός παλιός καναπές- δεν έχω ιδέα που τον βρήκε ο Σταύρος, να θυμηθώ να τον ρωτήσω- πάνω στο χαλί και οι κιθάρες απλωμένες στα μαξιλάρια του. Είναι γύρω στις 8.00 το βράδι, ένα αυγουστιάτικο βράδι όπου στο καφενείο Χαράτσι, εκεί πλάι στα φυλάκια, εκεί όπου η πόλη παίζει με τις αντιφάσεις της, το μουσικό γκρούπ Sandy Brour, δηλαδή η Χαριτίνη Κυριάκου, η Ευθυμία Άλφα, ο Μέμνων Αρέστης και η Μαρία Πανοσιάν (σαν έκτακτη συμμετοχή στα κρουστά) θα παίξουνε τραγούδια περασμένων δεκαετιών, από μπόσα νόβα μέχρι και σουίγκ αλλά και κομμάτια απο το καινούργιο δίσκο της Χαριτίνης. Κασόνια με παγωμένες μπύρες προσγειώνονται στο πεζούλι. Και ένα χρωματιστό βαρέλι όπου απάνω του στρώνεται το μπάρ. Λεμόνια, μπράντι, πάγος και μπόλικα ποτήρια. Τα τραπέζια φτάνουν μέχρι το τέλος του δρόμου, οι καρέκλες δεν είναι αρκετές, κάποιοι μετατρέπουν τα κασόνια σε καθίσματα, κάποιοι κάθονται στην άσφαλτο, μ’αρέσει η ατμόσφαιρα, μυρίζει βασιλικό και καλοκαίρι, μυρίζει μια χύμα διάθεση, όπως ταιριάζει δηλαδή στις νύχτες του αυγούστου.
Ναρθείς μούχε πει η Χαριτίνη σε ένα ηλεκτρονικό μήνυμα. Θέλω να ακούσεις τα τραγούδια, συμπλήρωσε σε ένα επόμενο. Φόρεσα το αγαπημένο μου πράσινο παντελόνι και ένα μπλουζάκι γκρίζο, έβαλα την κόκκινη μου τσάντα στον ώμο, εκείνη που συνήθως παίρνω στα ταξίδια μου γιατί κάπως έτσι την ένιωθα αυτή την πρόσκληση, σαν μια μικρή εκδρομή, εδώ παραδίπλα, σε ένα από τα στενά της παλιάς πόλης, με το ξενοδοχείο ύπνου να μετατρέπεται σε σκηνικό μιας μπόσα νόβα, τζαζίστικης συναυλίας και τα γκραφίτι κατα μήκος της νεκρής ζώνης να μοιάζουν σαν ζωγραφιές μικρών παιδιών.
Παράγγειλα ένα μπράντι σάουαρ, πάντα μ’αρέσουνε τα μπράντι σάουαρ στο Χαράτσι, ιδέα του Σταύρου, είναι η σπεσιαλιτέ μου, λέει συχνά και λυνόμαστε στο γέλιο, μ’αρέσει το μέρος, χύμα καφενείο όπου χωράνε οι πάντες, δηλαδή χωράνε οι αντιφάσεις και οι αντιθέσεις χωρίς λογοκρισία, κάτω από ένα αγιόκλιμα που δροσίζει. Η Χαριτίνη παίρνει την κιθάρα, η Μαρία τα κρουστά, η Ευθυμία με κείνο το υπέροχο χαμόγελο της μοιάζει σαν κινηματογραφική ηρωίδα, ο Μεμνων δίνει το σήμα, η πρώτη νότα στον άερα, όλα unplugged, το μέρος έχει γεμίσει κόσμο, κάποιοι όρθιοι, κάποιοι μοιράζονται την ίδια καρέκλα, άλλοι σταυροπόδι στο πεζούλι, άλλοι στα σκαλάκια μπροστά στην είσοδο του καφενείου. Η κ. Μαρία έχει ήδη εμφανιστεί στο παράθυρο, κοιτάζω προς τα πάνω και την βλέπω να χαμογελάει, της αρέσει να χαζεύει το στενό από το παράθυρο, να χαζεύει ξένες και γνώριμες στιγμές, συνήθως φωνάζει στον Σταύρο να της φτιάξει μια λεμονάδα πριν κατέβει στο καφενείο και όταν δεν κατεβαίνει και όταν δεν χαζεύει από το παράθυρο, κάθεται στην κουζίνα της, εκεί στο ξενοδοχείο ύπνου- αυτό είναι το όνομα του και εκείνη είναι η ιδιοκτήτρια- κάθεται λοιπόν και χαζεύει τις σειρές στην τηλεόραση. Τώρα όμως έχει διάθεση για μπόσα νόβα γι’αυτό έμεινε κολλημένη στο παράθυρο, πιο δίπλα παρατηρώ μερικά αυτοκίνητα να σταματάνε έξω από το μπουρδέλο, το κόκκινο φωτάκι αναμμένο, δεν ξέρω αν είναι η Σ σήμερα εκεί ή αν έχει ρεπό, τις προάλλες που περνούσα την είδα να καπνίζει το χώρο και να βάζει τον σταυρό της και πιο πίσω μια αφίσα κολλημένη στο τοίχο που απεικόνιζε τη γέφυρα του Μπρούκλιν. Δεν ξέρω πώς χωράνε όλες αυτές οι εικόνες σε ένα κάδρο γι’αυτό μ’αρέσει στο Χαράτσι γιατί καταφέρνει να καδράρει τα φαινομενικά αντίθετα και να σε κάνει να αποκτάς μια βεβαιότητα πως πάντα υπάρχει μια άλλη γραμμή, που λίγο αλλιώς να κοιτάξεις γύρω σου την εντοπίζεις την ώρα που σβήνει τις άλλες γραμμές, εκείνες που διαχωρίζουν...
Η Ευθυμία με τη ζεστή βραχνή φωνή της αρχίζει να τραγουδάει Δεληβοριά, μαζί της και οι υπόλοποι, σιγοψυθιρίζουμε, μαζί και γω, που έχω περάσει αυτό το στάδιο/ και είναι το σπίτι μου άδειο/ βγαίνω νύχτα κοιμάμαι πρωί...Και ύστερα η Μαρία παίρνει το μικρό ταμπούρλο, για να πετάξουμε μέχρι το φεγγάρι, fly me to the moon και άσε με να παίξω με τα αστέρια, και τα δάκτυλα να χτυπάνε στα γόνατα ρυθμικά και ο πάγος να κάνει θόρυβο την ώρα που γεμίζει το μπράντι και ένας καλοκαιρινός πυρετός να ανεβάζει τον ερωτισμό, fever when you touch me/ fever, υγρασία και ιδρώτας και η φωνή της Ευθυμίας, και σώματα που κουνιούνται δεξιά αριστερά, όλοι σαν ένας κύκλος, σαν μια μεγάλη παρέα εκεί έξω στους δρόμους της πόλης, όπου μια μουσική είναι τελικά η γραμμή που σβήνει τις άλλες, τις διαχωριστικές...
Μ’αρέσει αυτή η νύχτα. Είναι τόσο απρόβλεπτη που με κάνει ξανά να ενθουσιάζομαι γιατί συνειδητοποιώ και πάλι ότι η έκπληξη είναι μόνο δύο βήματα μακριά, πάντα είναι μόνο δύο βήματα μακριά η έκπληξη, και δύο βλέμματα παρακάτω, δύο βλέμματα που διασταυρώνονται και εκπέμπουνε ενέργεια, γιατί κάποιες φορές μόνο όταν μιλάς μέσα από την ενέργεια γίνεσαι ανάλαφρος, τόσο ανάλαφρος που μπορεί και να πετάξεις μέχρι το πιο κοντινό αστέρι, αρκεί μια νότα, αρκεί και μια ζεστή φωνή και μια ζεστή νύχτα που μυρίζει βασιλικούς και χαμόγελα. Αρκεί μια νύχτα δηλα΄δη που να σου θυμίζει έρωτα, γιατί κανείς πια δεν μιλάει για έρωτα, λες και είναι ενοχή, λες και είναι κάτι σπάνιο, δεν είναι ούτε ενοχή, ούτε και κάτι σπάνιο, είναι εκεί, μόνο δύο βλέμματα μακριά, δύο βλέμματα που διασταυρώνονται και είναι διαθετειμένα να μιλήσουνε χωρίς να πούνε λέξη...
Και ύστερα απότομα, μου την κοπάνησες απότομα, η Ευθυμία το τραγουδά με τσαχπινιά, κλείνει και το μάτι στον κοινό, μ’αρέσει αυτό το κλείσιμο του ματιού, μ’αρέσει που και η πιο μικρή χειρονομία απόψε, εδώ στην άκρη του δρόμου, εδώ στην άκρη της πόλης, μοιάζει σαν ένα παιγνίδισμα, ρίχνω στο ποτήρι μου κι’αλλο μπράντι και ύστερα παρατηρώ τον Λάκη που την έχει αράξει κάτω από το λευκό αμπαζούρ και ύστερα παρατηρώ και το φεγγάρι που έχει εμφανιστεί πάνω από το παράθυρο της κ. Μαρίας και ύστερα ακούω την Μαιτρέσσα της Χαριτίνης να μου φωνάζει πως.... «δεν είναι ποτέ σημαντικός ο ενικός μου όταν έχω εσένανε εμπρός μου...». Αυτό και μόνο είναι αρκετό για να συνειδητοποιήσω πως είναι μια νύχτα, από κείνες που όλα μπορούν και χωράνε σε ένα χειροποίητο κάδρο, φτιαγμένο από ματιές και χαμόγελα που ταξιδεύουν στον αέρα...