Λοξή πραγματικότητα

Πρώτα ήτανε μια βροχή που έπεφτε καταρρακτωδώς. Και ύστερα ήτανε εκείνη η εικόνα του βασιλικού που μαράζωσε ξαφνικά. Και κάπως έτσι, κάποιος, κάπου, κάποτε ένιωσε πως το να κοιτάς λοξά την πραγματικότητα δεν είναι κουσούρι.

images
Back to top

Πρώτα παράγγειλε ένα κρύο καφέ και ύστερα άπλωσε στην ξύλινη καρέκλα με τέτοιο τρόπο ώστε το πρόσωπο της νάναι αντίκρυ στον ήλιο. Φόρεσε τα σκούρα της γυαλιά και έβγαλε ένα επιφώνημα ανακούφισης. «Αύριο φεύγω» μου είπε, «πάω να συνεχίσω από κεί που έμεινα», είπε  και εννοούσε πως πάει για να γράψει τα υπόλοιπα κομμάτια του δίσκου που ετοιμάζει. «Χάρηκα για τις μουσικές σου», της είπα και εννοούσα πως χάρηκα γιατί με ταξίδεψε μέσα από τους ήχους της, με έκανε να νιώσω ξανά εκείνο το συναίσθημα της περιπλάνησης δηλαδή της ανάγκης να παραδοθώ στο απρόσμενο, στο άγνωστο, σε κείνο που προφανώς με εμπεριέχει και ακόμη δεν τόχω ανακαλύψει. Εκείνο που βρίσκεται στην επόμενη γωνιά, μόνο που ποτέ δεν ξέρεις πού είναι η επόμενη γωνιά και τι κρύβει μέσα της.

Ανέκαθεν μου άρεσαν οι γωνιές που έκοβαν τις ευθείες γραμμές, δεν μου αρέσει να περπατάω στις ευθείες γραμμές, μ’ αρέσει να λοξοδρομώ, να παραπατώ, να είμαι δηλαδή λίγο έξω από τις ευθυγραμμίσεις. Κι’ ας γεμίζουνε πότε-πότε με λάσπες τα παπούτσια μου κι’ ας περπατώ πάνω σε ανώμαλα εδάφη και μυτερές πέτρες. Έτσι τις νιώθω καλύτερα τις πατούσες μου, τις νιώθω, δηλαδή, να με ενώνουν με κάτι πιο πραγματικό από την πραγματικότητα. «Μ’ αρέσει να κοιτώ λοξά την πραγματικότητα μου είπε», ένας σκηνοθέτης. Αυτό έγινε μια άλλη μέρα που ήτανε απόγευμα και συναντηθήκαμε σε ένα από τους πεζόδρομους της παλιάς πόλης. Είχε ήδη φύγει ο ήλιος, έκανε λίγη ψύχρα, εκείνος φορούσε κοντό μανίκι και πότε-πότε έτριβε τα μπράτσα του για να ζεσταθεί μα δεν ήθελε να φύγει, ούτε και να τελειώσει η κουβέντα μας. Κι’ αυτό γιατί στην κουβέντα μας θυμήθηκε εκείνο το ζεστό λάδι που έχυσε η γιαγιά του πάνω σε μια γλάστρα από βασιλικό, ήτανε πολύ μικρός τότε αλλά την εικόνα ακόμα την θυμάται, τον βασιλικό να μαραζώνει ακαριαία και να χάνει την μυρωδιά του, «νομίζω πως αυτή η εικόνα είναι που με έκανε τελικά να ασχοληθώ με τον κινηματογράφο» μου είπε μετά την περιγραφή. Μου αρέσει η παραδοχή του, την βρίσκω σχεδόν ποιητική, το λάδι που χύνεται πάνω σε μια γλάστρα βασιλικού γίνεται η αφορμή για να ψάξει κάποιος το πώς θέλει να κοιτάει και από πια πλευρά την πραγματικότητα. Εκείνος θέλει να την κοιτάει λοξά και εννοεί να φεύγει από την στερεότυπη οπτική γωνία, να γύρίζει λίγο το μάτι της κάμερας και να καταγράφει εκείνο που ενδεχομένως μέσα στα στερεότυπα χάνεται ή σβήνεται κάτω από τις ευθείες γραμμές.  Και ύστερα του λέω για την Πίτσα, ένα μικρό πιθηκάκι που έφερε ο παππούς μου από το εξωτερικό, κάπου εκεί στην δεκαετία του 70, δεν υπήρχε τότε κανείς άλλος με πιθηκάκι για κατοικίδιο, οι μόνοι άλλοι πιθηκοι ήτανε στο ζωολογικό κήπο μαντρωμένοι μέσα στα σιδερένια κλουβιά. Το χάσανε, λοιπόν, μια μέρα, ανέβηκε στα δέντρα της Αρχεπισκοπής, εκεί κοντά ήτανε το σπίτι του παππού, από κει ξέφυγε και η Πίτσα και έτρεχε η γιαγιά μου στους δρόμους φωνάζοντας το όνομα της, ξαφνιάστηκε η γειτονιά, βγήκανε στους δρόμους μαζί της, παπάδες της εκκλησιάς και πουτάνες από τους πίσω δρόμους, παπάδες και πουτάνες μαζί να ψάχνουνε για ένα πίθηκο… «Κρίμα που δεν ειχε γεννηθεί ο Κοστουρίτσα στην γειτονιά του παππού μου» λέω στον σκηνοθέτη που έχει λυθεί στο γέλιο από την αφήγηση μου, «ίσως αυτή η εικόνα νάτανε η αρχή σε μια από τις ταινίες του» του λέω, συμφωνεί μαζί μου, «εκείνος έχει την λοξή ματιά που εντοπίζει την ποιητική διάσταση της καθημερινότητας» του λέω μετά και μαζί καταλήγουμε πως μόνο όταν αναζητάς την λοξή πραγματικότητα μπορείς να βλέπεις πίσω από κείνο που μοιάζει καθημερινό, το μέγεθος της ζωής…Και η ποίηση εκεί κατοικεί. Σε όλο το μέγεθος της ζωής.

Και ύστερα άλλαξε θέση. Δηλαδή μετακινήθηκε από την καρέκλα που ήτανε κάτω από τον ήλιο και κάθισε στην σκιά. Έβγαλε τα γυαλιά ηλίου της και με κοίταξε κατευθείαν στα μάτια. «Αυτό το κομμάτι το έγραψα μια μέρα που έξω έριχνε καταιγίδα» μου είπε. «Χτυπούσαν», μου ειπε, «οι σταγόνες στο τζάμι σαν χαστούκια, δεν έλεγε να σταματήσει η βροχή, λες και ήτανε επείγον να καθαρίσει η πόλη, η χώρα, ο πλανήτης», κάπως έτσι την ένιωσε, είπε, εκείνη την καταιγίδα και κάπως έτσι έκατσε στο πιάνο της και άρχισε να γράφει τις νότες με τον ίδιο ρυθμό που πέφτανε οι σταγόνες, μέχρι που τέλειωσε το κομμάτι, μέχρι που σταμάτησε η βροχή, μέχρι που κάτι έγινε πιο καθαρό. Και ύστερα μου έβαλε την «Καταιγίδα» να την ακούσω, μόνο που πια ήτανε ήλιος και ένας καθαρός ουρανός, μα δεν είχε την παραμικρή σημασία γιατί οι νότες της ήταν πια οι σταγόνες που καθάριζαν το μέσα και το έξω, πέφτανε με δύναμη στις καρέκλες και στα τραπέζια και στα μάγουλα και στα μάτια και καθαρίζανε τις επιφάνειες και τις ματιές κάτω από τις επιφάνειες. Κάπως έτσι το ένιωσα και κάπως έτσι μέσα από δύο συναντήσεις συνειδητοποίησα πως το να κοιτάς λοξά την πραγματικότητα δεν είναι κουσούρι, όπως παλιά πίστευα, όπως κάποιοι ακόμα πιστεύουν, όπως οι ευθείες γραμμές προσπαθούν να μας υπαγορεύσουν. Το να κοιτάς την πραγματικότητα λοξά είναι τελικά ταλέντο. Το οποίο διαθέτει ο καθένας μας μόνο που για να το ανακαλύψεις πρέπει να επιτρέψεις σε μια βροχή που χτυπάει λοξά στα παράθυρα σου, να σου καθαρίσει το βλέμμα…

Back to top