Eκείνος καθόταν απέναντι μου. Βούλιαξε σε μια λευκή πολυθρόνα που έχω στην αυλή και άπλωσε τα πόδια του πάνω σε ένα τραπεζάκι. Και ύστερα άρχισε να μου περιγράφει την ιδέα του. Πως δηλαδή ανάτρεψε την αρχική του σκέψη, πως κάτι μέσα του, τούλεγε να κάνει αλλιώς και το αλλιώς σήμαινε να επιστρέψει στην πρώτη του ύλη, δηλαδή στα βασικά του. Στα πινέλα και στις λαδομπογιές και στο τραπέζι που τις τοποθετούσε απάνω, στα τελάρα και στους καμβάδες του. Αυτό σήμαινε το αλλιώς. «Αυτό με κάνει να νιώθω καλά με τον εαυτό μου», μου είπε, «να νιώθω αληθινός», είπε μετά. Δεν ήθελε άλλα concept, βαρέθηκε αυτή την λέξη, του φαινόταν χωρίς νόημα πια, ούτε και να ψάχνει μια διαφορετική ιδέα ήθελε, εκείνο που ήθελε ήταν να αφεθεί επιτέλους στο ταλέντο του, χωρίς να χρειάζεται να το περιβάλει με φτασίδια για να συμβαδίζει με τις δήθεν ανάγκες του συστήματος της τέχνης.
Μήπως κλονίζεται και το σύστημα της τέχνης; την ρώτησα κι αυτό έγινε μέρες μετά, όταν πια καθόμουνα σε μια άλλη αυλή και ήτανε μεσημέρι, φορούσα γυαλιά ηλίου, απέναντι μου μια γυναίκα με λευκά μαλλιά και έμπειρα μάτια που δεν βολεύτηκε με τις φανταχτερές λεωφόρους, αλλά έψαχνε ανέκαθεν να βρει ποιά έκπληξη κρύβεται στις παρόδους. «Και βέβαια κλονίζεται» μου απάντησε, «γιατί να μην κλονίζεται όταν όλα γύρω μας επιζητούν επαναπροσδιορισμό. Η τέχνη δεν είναι αλλού, δεν είναι ξέχωρη από την ζωή». Έτσι μου είπε.
Τον κοίταξα λοιπόν με μια ανακούφιση. Εξακολουθούσε να κάθεται στην ίδια πολυθρόνα και νάχει τα πόδια του τεντωμένα στο μικρό τραπεζάκι. Θα αρχίσω να ζωγραφίζω, τίποτα άλλο δεν θέλω να κάνω, μόνο να ζωγραφίζω, μου είπε και όλα τ’αλλα θάρθουνε μετά. Ήμουνα σίγουρη πως όλα τ’αλλα θάρθουνε μετά για να του υποδείξουν ποιό θάναι το επόμενο βήμα προς το προχώρημα του, γιατί είχε βρει την σωστή αφετηρία, δεν υπάρχει άλλη αυτή την περίοδο, η σωστή αφετηρία είναι να παραμείνεις πιστός στον εαυτό σου και στην αλήθεια σου. Κι’αν καταφέραμε για χιλιάδες λόγους να εγκλωβίζουμε την ζωή και την καθημερινότητα μας μέσα σε δεδομένα ή δοσμένα πλαίσια, αυτό δεν μπορεί να ισχύει για την τέχνη. Η τέχνη ασφυκτιά σε τέτοιες συνθήκες και αυτό αργήσανε ίσως να το αντιληφθούνε οι καλλιτέχνες, έπρεπε να το είχανε προνοήσει, να σπάσουν αυτά τα πλαίσια πριν ναυαγήσουν οι βεβαιότητες του κόσμου και να ψάξουν να βρουν τον χώρο και το χρόνο που κατοικεί το άφοβο, το ανοιχτό, το απροστάτευτο δηλαδή η ίδια η ζωή μας.
Έβαλε το χέρι στο κεφάλι και έπαιξε λίγο με τα λευκά μαλλιά της. «Ο καλλιτέχνης πρέπει να αφεθεί στην μέσα του φωνή, μόνο εκείνη ξέρει πώς να μας κάνει άφοβους και η τέχνη αυτό πρέπει να μας μαθαίνει, όχι να μην φοβόμαστε αλλά να μην φοβόμαστε να φοβηθούμε». Η τέχνη μιλάει για το μέσα μας, συμπλήρωσε λίγο πριν φύγει, και όχι το έξω, το έξω έχει βρωμιά και κατακάθια, η τέχνη πρέπει νάναι καθαρή, έτσι είπε και γω την κοίταξα χωρίς να πω λέξη. Πόσοι καλλιτέχνες το θυμούνται αυτό, διερωτήθηκα φεύγοντας, μα δεν ήξερα την απάντηση...