Aπό το παράθυρο μου βλέπω τα κόκκινα λεωφορεία να πηγαινοέρχονται κάτω από ένα κομμάτι γκρίζου ουρανού. Απέναντι μου ένα κατάστημα για εκτυπώσεις και παραδίπλα ένα άλλο με φωτιστικά. Κόσμος περπατάει βιαστικά, τυλιγμένος με ζεστά κασκόλ και μάλλινα καπέλα. Θα μπορούσα να κάθομαι για ώρες σ’αυτό το παράθυρο και να παρατηρώ τον κόσμο να πηγαινοέρχεται με μια ταχύτητα που μοιάζει λες και κάτι τρέχει να προλάβει. Γι’αυτό μ’ αρέσουν οι μεγαλουπόλεις. Γιατί οξύνουν την παρατηρητικότητα μου, η οποία ακολουθεί εντελώς αντίθετους ρυθμούς από τα βήματα του πλήθους. Κινείται αργά, ψάχνει για λεπτομέρειες, για βλέμματα και χειρονομίες, για το πως έχει τυλιχθεί ένα κασκόλ σε κάποιο λαιμό και για το πώς σκύβει ένα κεφάλι πάνω από τις ειδήσεις της εφημερίδας.
Χτυπώ την καρτα μου στην είσοδο του μετρό και περιμένω στην πλατφόρμα 3 το τρένο της γκρίζας γραμμής. Η μέρα έχει δραπετεύσει για λίγο από το γκρίζο, ο ήλιος εμφανίστηκε από το πουθενά, λέω να κάνω μια βόλτα μέχρι την Tate Modern, να χαζέψω πρώτα τον κόσμο που βολτάρει πλάι στον Τάμεση, να χαζέψω και τους γλάρους που πετάνε πάνω από το Λονδίνο. Και ύστερα να ανεβώ με τις ηλεκτρικές σκάλες στο δεύτερο όροφο της Tate για να περπατήσω μέσα από τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες του William Klein και του Daido Moriyama στους δρόμους της Νέας Υόρκης και του Τόκιο. Στην street life της δεκαετίας του 50 και του 60, μέσα από αυτή την έκθεση των δύο σπουδαίων καλλιτεχνών που ήθελαν να εξερευνούν τις πόλεις εστιάζοντας στις σκέψεις και στις επιθυμίες, που κρύβουν οι μεγάλες λεωφόροι και τα σκοτάδια των παραδρόμων. Σ’αυτή την έκθεση για πρώτη φορά συσχετίζεται η δουλειά των δύο φωτογράφων, οι οποίοι ο ένας στην Νέα Υόρκη και ο άλλος στο Τόκιο, είχαν το ίδιο ανατρεπτικό βλέμμα που τους επέτρεπε να ψάχνουν την πραγματικότητα της εποχής τους, εκεί όπου ήταν πιο αληθινή, δηλαδή στους δρόμους της πόλης.
Δεν έχω ιδέα πόση ώρα πέρασε. Όπως δεν έχω ιδέα αν βρίσκομαι ακόμα στο δεύτερο όροφο της γκαλερί ή κάπου στην Νέα Υόρκη ή στο Τόκιο. Νιώθω πως έχω ήδη χαθεί μαζί με τα ασπρόμαυρα πρόσωπα του Klein και του Μοriyama στις γειτονιές και στα σοκάκια και περπατώ στις διαβάσεις των πεζών πλάι σε ένα σκυλί που με κοιτάει παράξενα και παραδίπλα σε ένα πιτσιρικά ο οποίος με στοχεύει με ένα πιστόλι. Δεν ξέρω σε ποιά δεκαετία βρίσκομαι, αν δηλαδή ό,τι κοιτάζω ανήκει στο 50 ή στο 60 και όχι στο σήμερα αλλά κάτι μου λέει πως θα μπορούσε στον επόμενο σταθμό του μετρό να κατέβω σε μια τέτοια γειτονιά όπου ένα παιδάκι θα παίζει με ένα πιστόλι και ένα σκυλί θα με κοιτάει τόσο μοναξιασμένα…
“Δεν βαρέθηκες να περπατάς στους δρόμους, εδώ και πενήντα χρόνια, και να φωτογραφίζεις” ρωτάνε συχνά οι φίλοι του τον Moriyama. Το εξομολογείται, ο ίδιος σε μια βιντεογραφημένη συνέντευξη, που προβάλλεται σε ένα από τα δωμάτια της έκθεσης. Και κείνος απαντά: «Είμαι 73 χρονών και ακόμα δεν μπορώ να κοιτάξω την πόλη με τα μάτια κάποιου που την έζησε τόσα χρόνια, ούτε και μπορώ να αισθανθώ ότι έχω δει τόσα ,ώστε τίποτα να μην με εκπλήττει πια. Μια πόλη δεν είναι τίποτα άλλο παρά το σώμα όπου κατοικούν οι επιθυμίες των ανθρώπων. Και η φωτογραφία είναι ένας τρόπος να εκφράσω αυτές τις επιθυμίες...»