Ένα κορίτσι εξαφανίστηκε

Και νάμαι λοιπόν σε μια μέρα σχεδόν καλοκαιρινή να διαβάζω για ένα κορίτσι που μόλις εξαφανίστηκε και να εντοπίζω τις αντιφάσεις σε κρεμασμένα βρακιά. ​​​​​​​

images
Back to top

Λίγο μετά το μεσημέρι. Η μέρα σχεδόν καλοκαιριάτικη. Δεν λέει να αλλάξει ο καιρός για να μαζευτούμε στα σπίτια μας κρατώντας τις βόλτες μόνο για κάποια πρωινά που βγάζει τον ήλιο στα κρυφά. Πίνω παγωμένο φραπέ, λέω στο Φώτη να ρίξει κι’αλλα παγάκια, εκείνος υπακούει χαμογελώντας και δυναμώνει τα τζαζ τραγούδια που έχει βάλει για υπόκρουση. Σμίγεται η τζάζ με τις φωνές κάποιων πιτσιρικάδων που έχουνε ξεμείνει στην αυλή του δημοτικού και παίζουνε μπάλα ανάμεσα σε περίεργα γκραφίτι. Μ’αρέσει η παλιά Λευκωσία. Μ’αρέσει που έχει συγκεντρωμένες όλες τις αντιφάσεις και σχιζοφρένειες αυτής της πόλης σε συγκεκριμένα τετραγωνικά, ώστε να μην κουράζεσαι να εντοπίσεις το παράλογο και την γοητεία που το συνοδεύει. Κάθομαι σε ένα από τα καφενεδάκια, απέναντι μου μια βιτρίνα με κρεμασμένα βρακιά και παραδίπλα ένα κατάστημα με στολές παραλαγής. «Μας πήρανε τα σώβρακα» γράφει σε ένα από τους τοίχους, γελάω με την σύνθεση της εικόνας, την οποία έρχεται να συμπληρώσει μια Κινέζα που τσουλάει το ποδήλατο της πουλώντας λαχεία. Μια παρέα δίπλα μου από νεαρούς καλλιτέχνες έχει μαζευτεί για να ανταλάξει ιδεες, κρατάνε σημειωματάρια και μολύβια και μιλάνε για υποψήφιους χορηγούς. Μια Κινέζα πουλάει λαχεία, κάποιοι ψάχνουν χορηγούς και απέναντι μια επιγραφή για κείνους που μας... πήρανε τα σώβρακα!

Ανοίγω το βιβλίο μου, το γόρασα χθές, ογκώδης βιβλίο, μήπως έτσι και αναγκάσω τον εαυτό μου να πειθαρχήσει κάπου. Η Τζίλιαν Φλιν μιλάει για ένα κορίτσι που εξαφανίστηκε, για ένα κορίτσι που πριν εξαφανιστεί έκανε στον εαυτο της χιλιάδες ερωτήσεις, ερωτήσεις που μαζεύονται σαν σύννεφα και προμηνύουν καταιγίδες πάνω από ένα γάμο. Τί σκέφτεσαι; Τί νιώθεις; Ποιός είσαι; Τί κάναμε ο ένας στον άλλον; Τί θα κάνουμε ο ένας στον άλλον; Τέτοιες ερωτήσεις που υποθέτω περνάνε ξυστά  (ή όχι ξυστά) από το μυαλό όσων τολμούν να κοιταχτούνε λίγο περισσότερο στον καθρέφτη την ώρα που ξυπνάνε το πρωί, πριν ρίξουνε νερό στο πρόσωπο τους, πριν σκουπίσουν, δηλαδή, με μια πετσέτα τον ιδρώτα του εφιάλτη της προηγούμενης νύχτας. Η Τζίλιαν είναι αμερικανίδα, είχε κάνει αίσθηση πριν μερικά χρόνια γράφοντας το ψυχολογικό θρίλερ «Αιχμηρά Αντικείμενα», την χαρακτήρισαν σκοτεινή, σε μια Αμερική που επιμένει πως δεν της ταιριάζουν τα σκοτάδια.

Και νάμαι λοιπόν σε μια μέρα σχεδόν καλοκαιρινή να διαβάζω για ένα κορίτσι που μόλις εξαφανίστηκε και να εντοπίζω τις αντιφάσεις σε κρεμασμένα βρακιά. Και ύστερα στέλνω ένα μήνυμα στην Μελίτα. Γιατί δεν γράφεις πιά, την ρωτώ και κείνη μου απαντά μέσα από μια στήλη. Λέει πως δεν γράφει πια γιατί δεν καταλαβαίνει τον κόσμο. Λεει πως ζούμε σε μια σιωπή διαστημική και πως δεν κοιταζόμαστε στα μάτια μ’αυτούς που αγαπάμε. Δεν θέλουμε να εξηγούμε, να δημιουργούμε, να αισθανόμαστε, να σχεδιάζουμε. Και αυτό γιατί αδυνατούμε να μαζέψουμε τις σκόρπιες σκέψεις μας και να τις συνθέσουμε σε μια διαυγή προοπτική του κόσμου και του είναι μας. Έτσι λέει η Μελίτα.

Και γω συνεχίζω να διαβάζω για κείνο το κορίτσι που εξαφανίστηκε. Σκεφτόμενη όλους εκείνους που εξαφανίζουν με ταχύτητες εξπρές μια διαυγή προοπτική του είναι τους!

φωτό: Χριστόφορος Ροδίτης

Back to top