Kουπέπια στον παράδεισο

Περπάτησε την ζωή της με χρωματιστές κάλτσες και μια αίσθηση αποστολής. Πως να μην είναι τυχεροί λοιπόν όσοι γεύονται τώρα τα κουπέπια της κάπου σε μια άκρη του ουρανού… 

images
Back to top

Έμαθα με ένα τηλεφώνημα πως έφυγε και παρότι φοβόμουν εδώ και μέρες πως το τέλος πλησιάζει, δεν ήθελα να το αποδεχτώ. “Κράτα γερά” θυμάμαι να της λέω την τελευταία φορά που την είδα και ήταν σε ένα από τους διαδρόμους του ογκολογικού, μου έγνεψε καταφατικά, είχε την δύναμη να μην τα βάζει κάτω, ήταν όμως εξασθενημένη, της κράτησα για λίγο σφικτά το χέρι, αδυνάτισε, την ενοχλούσε και η περούκα, το δέρμα της ήταν θαμπό, υποθέτω το διαισθανόταν πως δεν της έμενε πολύς καιρός. Στην κηδεία της έλειπα ταξίδι, λυπήθηκα που έλειπα, ήθελα νάμαι και να της χαιδέψω το μάγουλο, η Α. μου είπε πως της φόρεσε το αγαπημένο της φουστάνι και μαζί ένα κόκκινο σακκάκι, χάρηκα που της φόρεσε κόκκινα, αγαπούσε τα χαρούμενα ρούχα, της άρεσε να παίζει με τα χρώματα, την πείραζα συχνά για τις χρωματιστές της κάλτσες που ήταν σχεδόν σαν παιδικές και κείνη γελούσε σαν παιδί. Συνειδητά ήθελε να γελάει σαν παιδί, επέμενε να διατηρεί την αθωότητα της ακόμα και όταν γύρω τίποτα δεν έμοιαζε αθώο, εκείνη επέλεγε να αγαπάει απλόχερα, να μην τσιγκουνεύεται την αγάπη, ήθελε την έγνοια της για τον κόσμο καθαρή όπως τις συνταγές που έμαθε από την μάνα της, έτσι την ένιωθε την έγνοια, με ρίζες βαθειές και γεύσεις πλυμμένες στο χώμα. “Ηρθε πολύς κόσμος στην κηδεία”, είπε η Α, “πάρα πολύς, δεν τόκαναν από υποχρέωση, ήτανε εμφανές στα πρόσωπα τους μια λύπη αληθινή”, είπε η Α, δεν θα μπορούσε νάτανε αλλιώς της είπα, μόνο τέτοια λύπη ταίριαζει στην Γιαννούλα, αληθινή, αυθεντική, από κείνες που πλέον σπανίζουν, όπως και οι άνθρωποι της δικής της φτιαξιάς. “Πού πάει ο κόσμος;” με ρωτούσε κάποια πρωινά με αγωνία, καθόμασταν έξω από το μαγειρείο, ένα δύο θαμμώνες, εμείς και κανείς άλλος, εκείνη κάθαριζε φασολάκι, εγώ έβαζα στο ψωμί ένα κουτάλι από την μαρμελάδα της, πίσω μας οι γλάστρες με τα γεράνια και τους βασιλικούς και στα πόδια μας η Χιόνα να πηγαινόερχεται νιαουρίζοντας. Ψυθιριστά μου την έκανε θύμαμαι την ερώτηση, λες και είχαμε απομείνει τόσο λίγοι όσοι απορούσαμε που μοιάζαμε παράνομοι, εξόριστοι σε κείνη την γωνιά της παλιάς πόλης που αρνείται να αλλοιώσει αδιαμαρτύρητα τον εαυτό της. Τις εντόπιζε αυτές τις αλλοιώσεις η Γιαννούλα με γυμνό μάτι, πολύ προτού τις υποψιαστούν οι ανυποψίαστοι, τις έβλεπε να συμβαίνουν και τις φοβότανε γι’αυτό και φρόντιζε καθημερινά να τους εναντιώνεται με όποιο τρόπο ήξερε και μπορούσε: Πότε ποτίζοντας τους βασιλικούς και τα γιασεμιά της, πότε ρίχνοντας τα αποφάγια στα αδέσποτα της γειτονιάς και πότε προσφέροντας στις μοναξιασμένες υπάρξεις που κυκλοφορούν στην πόλη σαν αόρατες, ένα πιάτο φαί από τα μαγειρευτά της. “Έχω ακόμα στην κατάψυξη” μου λέει η Α  “κουπέπια που έφτιαξε με τα χέρια της, “τώρα θα φτιάχνει κουπέπια στον παράδεισο” λέει αμέσως μετά και το κάνει επίτηδες, θέλει να ελαφρύνει λίγο την κουβέντα, αυτό θα έκανε και η Γιαννούλα αν καθότανε τώρα μαζί μας, θα πέταγε κάτι αστείο να ελαφρύνει τα σοβαρά, με το χιούμορ της τα έκανε υποφερτά και τα άντεχε, σπουδαία ικανότητα.  “Θα μου λείψει ο παλουζές της”, λέω κάπακι στην Α και παρότι ξέρουμε και οι δύο πως δεν εννοώ μόνο το γλυκό παριστάνουμε πως αυτό εννοώ μήπως καταφέρουμε και κρατήσουμε το κλάμα για μετά που θάναι η καθε μια μόνη της. Δεν εννοώ όμως μόνο το γλυκό, εννοώ και τον περίπατο της Α. για να φέρει το παλουζέ μέχρι το σπίτι μου μέσα σε ένα πλαστικό δοχείο, εννοώ και τον τόνο της φωνής της να μου λέει καθώς ανοίγω την πόρτα μου πως είναι φτιαγμένος από τα χέρια της Γιαννούλας ειδικά για μένα και τον Χ, αυτό εννοώ πως θα μου λείψει, πως λείπει ήδη, πως λείπει εδώ και καιρό. Η έγνοια του ανθρώπου να γλυκάνει όπως και όσο μπορεί τον συνάνθρωπο του. Αυτό έκανε η Γιαννούλα. Με ένα κομμάτι γλυκό που έφτιαχνε την προηγουμένη. Με ένα κλαδί βασιλικό που τον έκοβε για να τον μυρίσεις. Με ένα αστείο που τόπλαθε για να σε κάνει να γελάσεις μόλις διαισθάνοταν πως βούλιαζες στα ρηχά. Γι’αυτή την έγνοια μιλώ, την έγνοια να μην χάσει την ανθρωπιά του ο άνθρωπος ή όπως το λέει ο Καμύ “να μην χάσει τίποτα από κείνο που αποτελεί καθολοκληρία την αποστολή του”. Αυτό έκανε η Γιαννούλα. Περπάτησε την ζωή της με χρωματιστές κάλτσες και μια αίσθηση αποστολής. Πως να μην είναι τυχεροί λοιπόν όσοι γεύονται τώρα τα κουπέπια της κάπου σε μια άκρη του ουρανού… 

 

Back to top