To τρέμουλο του πολέμου

Το τραύμα του πολέμου δεν επουλώνεται, ζει κανείς μαζί του, στην καλύτερη μαθαίνει να το περιποιείται, στην χειρότερη το ξύνει μέχρι να ματώσει ξανά και φτού από την αρχή. Ποιός όμως μιλάει για τα τραύματα που αφήνει ο πόλεμος στη ψυχή; 

images
Back to top

Στο πόλεμο τα χέρια μου έτρεμαν, δεν μπορούσα να φάω, με τάιζε η μάνα μου, φοβόμουν ότι θα πεθάνω, φοβόμουν ότι θα πεθάνουμε όλοι, άκουγα τα αεροπλάνα και δεν ήξερα πού να κρυφτώ, δεν υπήρχαν κρεβάτια εκεί όπου μέναμε, κοιμόμαστε στρωματσάδα στο πάτωμα, ήταν ένα υπόγειο, το οποίο ένας μακρινός θείος χρησιμοποιούσε ως αποθήκη του μπακάλικου του, εδώ είμαστε πιο ασφαλείς έλεγε και ξανάλεγε η μάνα μου, ο πατέρας μου δεν ήτανε μαζί μας, ήτανε στην δουλειά του και δεν μπορούσε να φύγει, τα αεροπλάνα πετούσαν από πάνω, βομβάρδιζαν, ήταν αδύνατο να σταματήσω να τρέμω. Δεν έχασα το σπίτι μου, ούτε και κάποιο δικό μου άνθρωπο στον πόλεμο, για χρόνια ωστόσο ο ήχος του αεροπλάνου αυτοματοποιούσε τα χέρια μου και αφού τα δονούσε σε ένα παρατεταμένο τρέμουλο, τα διάταζε μετά να ψάξουν το κεφάλι μου για να το προστατέψουν. Κατάφερα να ξεπεράσω αυτή την φοβία όταν άρχισα να ταξιδεύω πιο συχνά, ίσως τελικά γι’αυτό να άρχισα να ταξιδεύω πιο συχνά και πάλι όμως δεν είμαι σίγουρη ότι λέω την αλήθεια. “Ο πόλεμος είναι ένα πολύ ιδιωτικό βίωμα”, γράφει η συγγραφέας Σβετλάνα Αλεξίεβιτς, “τόσο βαθύ όσο η ανθρώπινη ζωή”. Βλέπω τις εικόνες των παιδιών που κλαίνε, συλλογιέμαι πόσος κόσμος σκοτώνεται πάρα δίπλα και παραλύω, το ίδιο παρέλυα πριν μερικούς μήνες που δεν ήτανε παραδίπλα αλλά πιο πέρα, ο θάνατος ήτανε θάνατος, το αίμα αίμα, το παιδί παιδί, μετά η κατάπληξη μπροστά στο κακό υποχώρησε μέχρι που το κακό πλησίασε ξανά και θυμήθηκα πάλι το τρέμουλο. Το τραύμα του πολέμου δεν επουλώνεται, ζει κανείς μαζί του, στην καλύτερη μαθαίνει να το περιποιείται, στην χειρότερη το ξύνει μέχρι να ματώσει ξανά και φτού από την αρχή. Ποιός όμως μιλάει για τα τραύματα που αφήνει ο πόλεμος στη ψυχή; Και στις νύχτες του ανθρώπου; Και στο ύπνο του και στο ξύπνιο του; Και στο κάθε του πρωί; Πως είναι ο άνθρωπος πριν από το πόλεμο και πως μετά από τον πόλεμο, γι’αυτά γιατί δεν μιλάμε μεταξύ μας; Γιατί δεν μοιραζόμαστε την παραδοχή πως ακόμα και οι λέξεις και οι ήχοι αλλάζουνε και όταν λες “μαμά είναι ήδη μια άλλη λέξη, λες σπίτι και είναι επίσης μια εντελώς διαφορετική λέξη, κάτι επιπλέον έχει προστεθεί σ’αυτές”. Τί έχει προστεθεί, ξέρουμε; Περισσότερος φόβος; Περισσότερη αγάπη; Και οι αρρώστιες που έρχονται και μας βρίσκουν χρόνια αργότερα; Αυτές άραγε γιατί δεν τις αναγνωρίζουμε; Γιατί παριστάνουμε τους βέβαιους ότι πρώτη φορά τις βλέπουμε μπροστά μας; Γιατί αρνούμαστε να υποψιαστούμε πως μπορεί και νάναι παιδιά του τραύματος μας; Ή ρίζες από τον κήπο που αφήσαμε πίσω μας και απλώσανε μέσα στις αρτηριες μας; “Στον πόλεμο δεν επιτρέπεται να θυμάσαι τα πιο τρυφερά πράγματα”, λέει στην Αλεξίεβιτς μια γυναίκα που πολέμησε στο Β’ Παγκόσμιο, “είναι ταμπού να τα θυμάσαι” λέει. Μήπως άρα επείγει να αναγάγουμε την τρυφερότητα ως μέσο επιβίωσης μέσα στην κάθε μας μέρα, όπως είναι για παράδειγμα η τροφή, μήπως άραγε έτσι καταφέρουμε να άλλαξει ο κόσμος και να γίνει αλλιώς, ο καθένας μας γίνει αλλιώς, πιο τρυφερός με τον άλλο, ίσως τότε πάψει επιτέλους ο πόλεμος να είναι αυτό που ήταν πάντα, ένα ανθρώπινο μυστήριο που δεν αλλάζει ποτέ; Αφέλής η απορία μου, σχεδόν παιδική. “Οι άνθρωποι μισούν αλλήλους όπως και πριν, πάλι σκοτώνουν, αυτό για μένα είναι το πιο ακατανόητο”, λέει μια άλλη επιζήσα στην Αλεξίεβιτς. Και μια τρίτη της ομολογεί πως μετά τον πόλεμο φοβόταν τον ουρανό, φοβόταν ακόμα και να σηκώσει το κεφάλι της προς αυτόν, που πάει να πει διανύσε την ζωή της με το βλέμμα μονίμως στραμμένο στο χώμα. Όσο γράφω, νιώθω πως διστάζω να μοιραστώ αυτές μου τις σκέψεις μου, μου περνάει από το μυαλό να σβήσω το άρθρο και να αρχίσω από την αρχή, πού κολλάει όλος αυτός ο παρωχημένος ρομαντισμός και ο ουτοπισμός, λέω, δεν βλέπεις τί γίνεται, το μόνο που επιτρέπεται να κυκλοφορεί εκεί έξω σε μέγεθος ανάρτησης είναι ο θυμός, ο φόβος, το αίμα που ρέει, ο συγκλονισμός, η βεβαιότητα, άρα προς τί όλες αυτές οι ερωτήσεις; Ποιός θα τις θέσει στον εαυτό του προτού ο εγκέφαλος του προλάβει να του στείλει το παραπλανητικό σήμα πως ξέρει ήδη την απάντηση; Απο την άλλη όμως έχω το δικαίωμα, δικαιούμαι να απορώ και να λέω: Πως είναι δυνατόν να δηλώνουμε συγκλονισμένοι και συνάμα να συνεχίζουμε να κάνουμε τις ίδιες ακριβώς κινήσεις που κάναμε και πριν τον συγκλονισμό;

 

Back to top