Ταξίδι προσευχής

Η θάλασσα είναι ήρεμη, τόσο ήρεμη λες και το κάνει επίτηδες για να διευκολύνει το ταξίδι μας που δεν είναι μόνο ένα ταξίδι, είναι μια υπόσχεση που δώσαμε ο ένας στον άλλο, ένα τάμα και μια προσευχή και άλλα πολλά

images
Back to top

Η θάλασσα είναι ήρεμη, τόσο ήρεμη λες και το κάνει επίτηδες για να διευκολύνει το ταξίδι μας που δεν είναι μόνο ένα ταξίδι, είναι μια υπόσχεση που δώσαμε ο ένας στον άλλο, ένα τάμα και μια προσευχή και άλλα πολλά, από κείνα που δύσκολα τα μοιράζεσαι με λέξεις, εκφράζονται καλύτερα με την αφή, το ένα χέρι να αγγίζει το άλλο και το κεφάλι να γέρνει πάνω στον ώμο για να αναπαυθεί. Ο Σ. το εισηγήθηκε, ο Σ. είναι θείος μου, αδελφός της μάνας μου, μόλις έμαθε πως το κακό πέρασε μου τηλεφώνησε και μου είπε να του υποσχεθώ πως όταν μπορέσω θα πάμε στην Τήνο, έκανα τάμα στην Παναγία, εξήγησε, του το υποσχέθηκα, ήθελε και η μάνα μου ναρθεί και κάπως έτσι ανεβήκαμε όλοι μαζί πάνω σε ένα πλοίο όπως δεν είχαμε ανεβεί ποτέ ξανά, δηλαδή με την ευλάβεια που αρμόζει σε στιγμές ανεκτίμητες. Ξυπνήσαμε πολύ πρωί για να προλάβουμε το πλοίο, ο ταξιτζής που μας έπαιρνε μέχρι την Ραφήνα λαλίστατος, μιλούσε για το καιρό, μιλούσε και για το πόλεμο, μιλούσε για όλα χωρίς να λέει τίποτα, ανάλαβε η μάνα μου να παριστάνει τον ακροατή, εγώ προτίμησα να κοιτάζω έξω από το παράθυρο, κοιτούσα τον κόσμο στα πεζοδρόμια που έτρεχε βιαστικός να προλάβει, το λεωφορείο, το ταξί, τις ειδήσεις, την ζωή του, τί μεσολάβησε και μας νίκησε αυτή η μάταιη βιασύνη, απόρησα, να ξεκινάς τη μέρα με λαχάνιασμα λογαριάζεται πια σαν κανονικότητα, πόσο κανονικό όμως είναι να σου κόβεται η ανάσα με το που χαράζει ο ήλιος, αυτά σκεφτόμουνα και μια ανησυχία άρχισε να με καταβάλει, καλύτερα ο μονόλογος του ταξιτζή είπα και έστρεψα το βλέμμα μου σ’αυτόν, τώρα όμως μιλούσε για τα δύο σκυλιά του με μια απροσάρμοστη τρυφερότητα λες και ξαφνικά πήρανε όλα μια τροπή αλλιώτικη, σαν παύση ευλογημένη. Το πλοίο δεν είχε πολύ κόσμο, καθίσαμε στην πρώτη σειρά, μια τηλεόραση καρφωμένη στον διαχωριστικό τοίχο μεταξύ πρώτης και δεύτερης θέσης έπαιζε πρωινάδικα στη σίγανση, η τελευταία φορά που ταξίδεψα με πλοίο ήταν πολλά χρόνια πριν, δεν θυμάμαι πόσα, σίγουρα δεν είχε τηλεοράσεις στους τοίχους, ούτε και πρωινάδικα που έγνοια τους είναι να πουδράρουν την πραγματικότητα ώστε αυτή να παραμένει επιρρεπής στις παραμορφώσεις. Πήρα ένα διπλό ελληνικό και βγήκα στο κατάστρωμα, ο θείος μου και η μάνα μου έγειραν στις πολυθρόνες για να κερδίσουν λίγο ύπνο ακόμη, βρήκα μια άδεια πλαστική καρέκλα και κάθισα με το πρόσωπο απέναντι στον ήλιο, περίμενα πως και πως να εμφανιστεί ένας γλάρος, ήταν σχεδόν επείγουσα η ανάγκη να συντονιστώ με τον ρυθμό των φτερών του και να εμπιστευτώ τις απότομες βυθισεις τους που πάντα προεξοφλούν ψηλότερα πετάγματα, πλησιέστερα στον ουρανό. Πώς αντέχει η θάλασσα και ο ουρανός και κείνα τα βουνά στο βάθος να διατηρούν αλώβητη την ομορφιά τους μπροστά στην ασχήμια μας, απόρησα, ήπια δύο γουλιές ζεστό καφέ και μαζί κατάπια αλμύρα και βυθό, ίσως αυτός είναι ο τρόπος τους να μας εκδικηθούν, σκέφτηκα, μαχαιρώνοντας τα μάτια μας με την γαλήνια αρμονία τους. Στην εκκλησιά φτάσαμε με ταξί, η απόσταση από το λιμάνι δεν ήτανε μεγάλη, ο δρόμος όμως ήτανε ανηφορικός και ειδικά με τέτοια ζέστη τα πόδια μας αδυνατούσαν να ανταποκριθούν, κάναμε μια-δύο στάσεις για φωτογραφίες στο προάυλιο, ανεβήκαμε αργά τα σκαλιά και μπήκαμε μέσα στην εκκλησία παίρνοντας ο καθένας μπόλικα κεριά, οι ευχές πολλές, δεν ξέραμε για ποιόν και για τί από όλα να πρωτοπροσευχηθούμε. Κάθισα σε ένα σκάμνο δίπλα από το θείο μου, γύρεψα το χέρι του και το κράτησα σφικτά, η μάνα μου δύο σειρές πιο μπροστά, την είδα με την άκρη του ματιού μου να σκύβει το κεφάλι και να κλείνει τα μάτια, με ένα γρήγορο κλεφτό βλέμμα είδα και τους υπόλοιπους που κάθονταν τριγύρω, κάποιοι ξένοι, άλλοι ντόπιοι, έμοιαζαν όλοι εύάλωτοι και εύθραυστοι και λυγισμένοι, βυθισμένοι σε μια ιερή σιωπή, με πιάσαν τα κλάματα, δεν ήξερα να ονοματίσω το λόγο, εννοώ πως οι λόγοι ήταν χίλιοι δύο, θα βρούμε άραγε ποτέ μας μια νέα συννενόηση που νάναι τόσο παλιά όσο η αγάπη, έλεγα και ξανάλεγα μέσα μου και συνέχιζα να κλαίω.

 

Back to top