Πτήρη μια ώρα και κάτι

Ο Άμος Όζ λέει πως αξίζει να ανάβει κανείς το φως πού και πού και να κοιτάζει τί συμβαίνει γύρω του…

images
Back to top

Κάθεται στα δεξιά μου, δηλαδή παράθυρο, έχει το κεφάλι κολλημένο στο τζάμι, τα μαλλιά της είναι καλυμένα με ένα μπεζ σάλι και το δέρμα της λείο όπως κάθε νεαρού κοριτσιού. Κρατάει στα χέρια της σφικτά το κινητό της και μόλις το αεροπλάνο αρχίζει να κινείται βάζει το κινητό πάνω στο τζάμι, πατάει το κουμπί και βγάζει βίντεο. Η αεροσυνοδός είναι στο διάδρομο στο ύψος της δικής μας σειράς, παραθέτει οδηγίες, την μάσκα οξυγόνου που πέφτει, την ζώνη ασφαλείας που κλείνει, η κοπέλα δίπλα μου δεν δίνει σημασία, συνεχίζει να αποτυπώνει την νυχτερινή κίνηση έξω από το στρογγυλό παράθυρο, ένα λεωφορείο γεμάτο κόσμο, μια σκάλα που κατευθύνεται στο διπλανό αεροπλάνο, το φεγγάρι στο βάθος μέσα από τα σύννεφα. Σκέφτομαι να την πιάσω κουβέντα, δεν είμαι σίγουρη όμως αν έχω διάθεση, προτιμώ μάλλον να βουτήξω στο βιβλίο μου, αγόρασα ένα του Άμος Όζ, η “Νύχτα του Συγγραφέα” ο τίτλος του, τα γραφτά του ίσως μου δώσουν μια κάποια παρηγοριά σκέφτηκα, φοβάμαι όλη αυτή την φρίκη που συμβαίνει γύρω μας και μια κουβέντα με την κοπελίτσα δίπλα μου δεν νομίζω να με αποσπάσει από τις ανησυχίες μου, γι’αυτό δεν το ρισκάρω. Εκείνη αισθάνεται το βιβλίο που ανοίγει πάνω στα γόνατα μου, είναι άραγε ο ήχος των σελίδων ή το στιγμιαίο αεράκι που φτάνει μέχρι τις παλάμες της που την ξαφνιάζει, την βλέπω με την άκρη του ματιού μου να ρίχνει κλεφτές ματιές προς το μέρος μου, ίσως διερωτάται σε ποιά γλώσσα είναι γραμμένο το βιβλίο, ίσως πάλι αυτό που σκέφτεται να είναι πολύ μακριά από τις δικές μου υποθέσεις. Τα φώτα της καμπίνας χαμηλώνουν, το αεροπλάνο απογειώνεται, γέρνω το κεφάλι προς τα πίσω, κλείνω τα μάτια μου, ακούω την ανάσα της, υποθέτω πως και κείνη το ίδιο κάνει, το κεφάλι πίσω και τα μάτια κλειστά ανάμεσα σε σκέψεις που αιωρούνται. Τα φώτα ανάβουν ξανά, η ένδειξη για τις ζώνες ασφαλείας σβήνει, επιστρέφω στον Άμος Όζ, κάποτε είχα σημειώσει μια από τις ατάκες του σε ένα από τα δεκάδες σημειωματάρια που φυλάω στην βιβλιοθήκη, πού να θυμηθώ ποιό απο όλα, την φράση όμως την θυμάμαι, πως “το μόνο ταξίδι από το οποίο δεν επιστρέφεις πάντοτε με τα χέρια αδειανά είναι το ταξίδι μέσα στον εαυτό σου”. Προλαβαίνει πια κανείς να ταξιδέψει μέσα στον εαυτό του διερωτώμαι, σαν τρενάκι φόβου καταντήσαμε τις ζωές μας που γυρίζει σε κύκλους προκαλώντας κραυγές, πώς να προλάβει κανείς να δει το μέσα του, ίσως καλά κάνει η κοπελίτσα που προτιμά τα ταξίδια που βιντεογραφούνται, την νυχτερινή κίνηση έξω από το αεροπλάνο, το φεγγάρι που αχνοφαίνεται, τον μαύρο ουρανό που είναι πάνω από μας και όχι τον άλλο που είναι μέσα μας. Κάποια στιγμή τα βλέμματα μας συναντιούνται τυχαία παρότι το αποφεύγαμε και οι δύο εδώ και ώρα, εκείνη από ντροπαλότητα μάλλον, εγώ από ανάγκη απομώνωσης, όπως και νάχει τα μάτια τις πλείστες φορές είναι ανυπάκουα και πολύ πιο έντιμα από το μυαλό, μου χαμογελάει, της το ανταποδίδω. Φοράει σιδεράκια, τα μάτια της είναι κατάμαυρα, βαμμένα με σκούρα σκιά, το δέρμα της καφέ σαν ζεστή σοκολάτα, μου προσφέρει μπισκότο ινδοκάρυδου, το παίρνω, της γνέφω ευχαριστώ, δεν ανταλλάζουμε λέξη. Η αεροσυνοδός καταφθάνει με το δίσκο, την ρωτάει στα αγγλικά αν προτιμά μακαρόνια χορτοφαγικά ή με κοτόπουλο, προτιμά χορτοφαγικά λέει και το λέει σε σπασμένα ελληνικά, εκπλήττομαι, σημαδεύω την σελίδα στο βιβλίο και το κλείνω, γυρνάω προς το μέρος της και την ρωτώ από πού είναι και πού έμαθε τα ελληνικά. Είναι από την Σομαλία, λέει, μένει στην Κύπρο εδώ και έξι χρόνια, πόσο χρονών είσαι, την ρώτώ, 25 λέει που πάει να πει ήτανε 19 όταν πρωτοήρθε, παιδί τότε, παιδί και τώρα, και η οικογένεια της άραγε, σ’αυτή την ερώτηση δεν απαντά, ανοίγει το πακέτο με τα χορτοφαγικά μακαρόνια και αρχίζει να τρώει με μικρές μπουκιές σαν σπουργίτι. Όσο διαρκεί το άνοστο μας δείπνο μαθαίνω πως ζει στην Λεμεσό μαζί με άλλες τρεις νεαρές κοπέλες, από την Σομαλία και κείνες, δουλεύει σε ένα μεγάλο παραλιακό ξενοδοχείο, καθαρίστρια, πριν δούλευε σε μια ταβέρνα, κουραζόταν πολύ, δεν άντεχε λέει το ξενύχτι, τώρα είναι καλύτερα, τώρα σχολνάει στις τέσσερεις και μπορεί έτσι να πάει βόλτα με τις φίλες της στην θάλασσα, της αρέσει η βόλτα στην θάλασσα, περισσότερο από όλα της αρέσει η θάλασσα. Οι αεροσυνοδοί μαζεύουν άρον-άρον τα άδεια πακέτα, όπου νάναι φτάνουμε στο προορισμό μας, το αεροπλάνο προσγειώνεται, την ρωτώ πως θα γυρίσει σπίτι της, την περιμένουν λέει οι φίλες της στο αεροδρόμιο, την αποχαιρετώ με μια αγκαλιά, μου την ανταποδίδει, η κάθε μια πίσω στην ζωή της, ο Άμος Όζ όμως λέει πως αξίζει να ανάβει κανείς το φως πού και πού και να κοιτάζει τί συμβαίνει γύρω του…

 

Back to top