Γράμμα στον πατέρα

Η μεσπιλιά σου μαράθηκε. Πρώτα αρρώστησε και μετά μαράθηκε. Δεν μπορούσε να την σώσει είπε ο Σαλίμ. Προσπάθησε αλλά δεν τα κατάφερε. Στην θέση της τώρα μεγαλώνει μια μαραπελιά. Κόκκινες μαραπέλες.

images
Back to top

Η μεσπιλιά σου μαράθηκε. Πόσο χρονών ήσουν όταν την φύτεψες; Ποτέ δεν σε ρώτησα. Δεν ήξερα ότι εσύ την φύτεψες, δεν μου το είχες πει. Το είδα γραμμένο στα χειρόγραφα που άφησες στο τραπέζι την μέρα που επιστρέψαμε, κλεφτά το είδα. Ούτε και τότε σε ρώτησα, φοβήθηκα που κρυφοκοίταξα τις σημειώσεις σου, δεν φοβήθηκα εσένα, φοβήθηκα την ζωή σου. Η μεσπιλιά πρώτα αρρώστησε και μετά μαράθηκε. Δεν μπορούσε να την σώσει είπε ο Σαλίμ. Προσπάθησε αλλά δεν τα κατάφερε. Στην θέση της τώρα μεγαλώνει μια μαραπελιά. Ο Σαλίμ την φύτεψε. Κόκκινες μαραπέλες. Μικρές στρογυλλές σαν μπάλες χριστουγενιάτικου δέντρου. Εσένα δεν σ’αρέσανε όμως οι κόκκινες μπάλες, τις έβαφες με ένα σπρέι χρυσές ή ασημένιες, το κόκκινο υποθέτω σε αναστάτωνε, τώρα το υποθέτω, τώρα που ξέρω πως το κόκκινο πάντα κάπου παραπέμπει. Ο Σαλίμ μου είπε να κόψω μπόλικες μαραπέλες και να τις φέρω πίσω μαζί μου. Δεν έκοψα παρα μόνο μια δύο, τις έφαγα επί τόπου και έφτυσα το κουκούτσι στο χώμα. Ο Σαλίμ σε θυμότανε, και μένα με θυμήθηκε, “εσύ δεν ήσουν που ήρθες τότε μαζί του;”. Εγώ ήμουν που ήρθα τότε μαζί του μόνο που το τότε δεν υπάρχει πια, για πάντα, ολοκληρωτικά. Με ρώτησε που είσαι, γιατί δεν πας πια να δεις το σπίτι σου, το σπίτι σου, έτσι είπε, αποξενωμένος κι’αυτός από τον εαυτό του, αποξενωμένος όσο εσύ. “Πριν ερχότανε συχνά εδώ απέξω ο πατέρας σου με ένα γκρίζο αυτοκίνητο”. Τραβούσες, είπε, φωτογραφίες. Το σπίτι; Την μεσπιλιά; Και το σπίτι και την μεσπιλιά; Τί τραβούσες; "Τις έβγαζε από το αυτοκίνητο”. Δεν κατέβαινες, είπε, έσβηνες την μηχανή, άνοιγες το τζάμι και φωτογράφιζες. Και ύστερα έφευγες. Εκείνος σε κοιτούσε από το παράθυρο του παιδικού σου υπνοδωματίου, μπορεί όμως και νάτανε από το άλλο, της κρεβατοκάμαρας της γιαγιάς, τί σημασία έχει, όποιο και νάτανε, κομμάτι σου η θέα ολωνών τους. Κομμάτι από το δέρμα σου. Μια μέρα- από κείνες που εσύ φωτογράφιζες και κείνος σε κοιτούσε- σκέφτηκε να σου φωνάξει να κατέβεις για καφέ, δεν σου φώναξε, ήθελε, είπε, να σε αφήσει στην ησυχία σου. Ποιά ησυχία σου; Το νερό σταμάτησε να τρέχει στα πετραύλακα, διασωληνώθηκε το νερό, κανένας ήχος τρεχάμενου νερού κι’αυτή την ησυχία δεν την αντέχες. Δεν την άντεχες από τότε που την είδες, όταν μαζί πήγαμε στο σπίτι, πρώτη φορά μετά από τόσα χρόνια. Το νερό των αυλακιών που σταμάτησε να τρέχει, εκείνο σε λύγισε. Στ’αλλα κρατήθηκες όρθιος. Σε γονάτισε η διασωλήνωση. Δεν μου είπες ότι πήγαινες μόνος σου μετά και φωτογράφιζες. Ούτε και τις φωτογραφίες που τραβούσες μου τις έδειξες ποτέ. Καταλαβαίνω. Το πένθος είναι προσωπική υπόθεση. Απόλυτα μοναχική. Και ψέμα πως ο χρόνος θεραπεύει. Φριχτό ψέμα. Οι ρίζες μένουν άνυδρες. Στάσιμη ξηρασία, ακίνητη. Ο Σαλίμ επιμένει να μου φτιάξει καφέ, με ρωτά που είσαι, του είπα πως πέθανες, εδώ και ενάμιση χρόνο δεν είσαι πια στην ζωή, λυπήθηκε το είδα στην έκφραση του πως λυπήθηκε. Με πλησιάσε και έβαλε το χέρι του στον ώμο μου, ήθελα να κλάψω αλλά συγκρατήθηκα. Έκλαψα μετά, όταν διέσχισα τα μωσαικά του σαλονιού. Ξυπόλητη τα διέσχισα. Έβγαλα τα παπούτσια μου και παρακαλούσα να νιώσω στις γυμνές μου πατούσες την υγρασία των νεροπηγών, κάπου εκεί κάτω, μέσα στους αρμούς  θα υπάρχουν ακόμα αδιόρατες σταγόνες. Σταγόνες του παιδικού σου εαυτού. Ποτέ πριν δεν δοκίμασα να σε φανταστώ να μπουσουλάς και να διασχίζεις το σαλόνι. Ξυπόλητη τώρα σ’αυτά τα μωσαικά δεν την χρειαζόμουν την φαντασία. Αργά το περπάτησα το πάτωμα μέχρι το πίσω περβόλι, δεν βιάζομουν, γιατί να βιαστώ, ο χρόνος έφυγε. Χάθηκε. Αρρώστησε και μάρανε. Όπως την μεσπιλιά σου. Εκεί έκλαψα. Στο πίσω περβόλι. Με τις λεμονιές και τις δίφορες μανταρινιές σου ανεπανόρθωτα απούσες. Τις αγαπούσες τις δίφορες μανταρινιές, θυμάμαι πως σε μάγευε η σοφία τους. Δεν με είδε κανείς που έκλαψα. Δεν υπήρχε κανείς να με δει. Τίποτα δίφορο. Γιατί ερχόσουνα μόνος σου και φωτογράφιζες το σπίτι; Τί ήθελες να φωτογραφίσεις; Την περιοχή της νοσταλγίας σου; Ή την νοσταλγία της περιοχής σου; Ίσως και να μην έπρεπε να συγκρατηθώ. Ίσως να έπρεπε να κλάψω προτού διασχίσω τα μωσαικά. Προτού διασχίσω το διάδρομο. Προτού φτάσω στο πίσω περβόλι. Τώρα το μετανιώνω. Εκείνη την ώρα δεν το σκέφτηκα. Ούτε και τώρα το σκέφτηκα. Το ένιωσα σαν ρίγος. Πως αν έκλαιγα στο ώμο του Σαλίμ ίσως να έφτανε κοντά σου ταχύτερα μια δροσιά. Έφυγες τόσο άνυδρος.

Φωτό: Αντρέας Χειμωνίδης- Λάπηθος

Back to top