Διάλεξα ένα πράσινο. Έντονο πράσινο. «Πόσο κάνει;» την ρώτησα. «Τόσο», μου απάντησε. Το πλήρωσα και έφυγα. Περπάτησα μέχρι την αίθουσα καπνιστών, διάλεξα ένα τραπέζι ανάμεσα σε μια κυρία που καθόταν με το σκυλί της και ένα ζευγάρι που μιλούσε χαμηλόφωνα. Παράγγειλα καφέ, κοίταξα για τελευταία φορά την οθόνη με τις αναχωρήσεις, βεβαιώθηκα πως είχα χρόνο για ένα τελευταίο τσιγάρο πριν την πτήση και άνοιξα το κουτί, βγάζοντας από μέσα το πράσινο καινούριο μου ρολόι, και το φόρεσα. Ποτέ πριν στη ζωή μου δεν φόρεσα ρολόι. Με ενοχλούσε στον καρπό. Δεν έβρισκα και κανένα γουστόζικο να μου ταιριάζει, έτσι έλεγα. Τις ώρες όμως τις μετρούσα. Όπως και το χρόνο. Το μετρούσα. Αλλά δεν ήξερα αν είχα ποτέ καταφέρει να τον φορέσω. Δηλαδή να χωρέσω σ’ αυτόν. Μέχρι εκείνη τη μέρα που αποφάσισα να φύγω. Αγοράζοντας ένα πράσινο ρολόι για να κοιτάω μόνο την ώρα της πτήσης. Να προλάβω το αεροπλάνο. Να προλάβω. Να χωρέσω στο χρόνο μου.
«Τι φοβάσαι;» με ρώτησε.
«Δεν ξέρω», της απάντησα.
«Μετανιώνεις;» με ρώτησε.
«Μετανιώνω για πολλά», απάντησα.
Εκείνη σιώπησε. Μάλλον περίμενε να μιλήσω περισσότερο. Μα δεν ήθελα, δεν είχε σημασία. Σημασία είχε πως για πρώτη φορά συνειδητοποιούσα πως αν ήθελα να κερδίσω χρόνο, έπρεπε να μάθω να μετανιώνω. Όσο είχα ακόμα χρόνο να επανορθώσω. Να αλλάξω. Να ξαναφτιάξω. Να αποδεσμευτώ από το παρελθόν, αναιρώντας τον ίδιό μου τον εαυτό. Δεν πρόκειται να χωρέσω στο χρόνο, αν δεν μετανιώσω. Έτσι ένιωσα. Και το ’νιωσα τη στιγμή που αισθάνθηκα πως δεν θα προλάβω.
«Δεν θα προλάβω», της είπα.
«Για ποιο πράγμα δεν θα προλάβεις;» με ρώτησε.
«Δεν ξέρω», απάντησα.
Και κείνη πάλι σιώπησε. Κοίταξε το ρολόι στον τοίχο του δωματίου. Ένα μεγάλο παλιό ρολόι με περίεργους δείκτες, φτιαγμένους από υλικό που έμοιαζε βαρύ, όπως βαριές ήταν οι ώρες μέσα σε κείνο το δωμάτιο, που έπρεπε μια φορά τη βδομάδα να αντιμετωπίζω τον εαυτό μου. Μέσα σε σαράντα λεπτά κάθε φορά. Τόσος ήταν ο χρόνος που μου έδινε. Για να λογαριάσω τι έκανα το δικό μου χρόνο, στα χρόνια. Για να λογαριάσω γιατί οι μέρες που ξημέρωναν έμοιαζαν φορτίο και οι νύχτες με πονούσαν στην πλάτη ακόμα και την ώρα που κοιμόμουνα. Δεν ήξερα τι ήθελα να προλάβω. Δεν ήξερα να απαντήσω. Ένιωθα όμως πως ο χρόνος δεν ήταν με το μέρος μου.
«Κι αν αύριο πέθαινες;» με ρώτησε, αφότου πριν μου είπε πως, όπου να ’ναι, τελειώνει η ώρα μας.
Δεν απάντησα. Μα ήταν τότε που κατάλαβα πως έπρεπε να φύγω. Έπρεπε να φύγω, από κείνο το δωμάτιο και από όλα τα δωμάτια, στα οποία δεν είχα καταφέρει να χωρέσω.
Γύρισα πίσω, μετά από καιρό. Την είδα ξανά. Στο ίδιο δωμάτιο. Με το ρολόι στον τοίχο.
«Τι φοβάσαι;» με ρώτησε.
«Δεν φοβάμαι», απάντησα. «Απλά χρειάζομαι χρόνο να συνηθίσω».
«Να συνηθίσεις τι;» με ρώτησε.
«Ότι δεν φοβάμαι».
«Και τώρα;» με ρώτησε.
«Τώρα τι;».
«Δεν φοβάσαι πως δεν θα προλάβεις;»
. «Να προλάβω τι;» απάντησα.
«Το χρόνο» είπε.
«Ο χρόνος ο δικός μου θα διαρκέσει όσο και εγώ…».
Έτσι απάντησα. Και ήταν η τελευταία φορά που την είδα.
To πράσινο ρολόι
«Δεν φοβάμαι», της είπα. «Απλά χρειάζομαι χρόνο να συνηθίσω». «Να συνηθίσεις τι;» με ρώτησε. «Ότι δεν φοβάμαι».