Tότε που άνοιξαν τα οδοφράγματα

Ο πατέρας μου προχωρούσε μπροστά, εγώ ξωπίσω, το βήμα του βιαστικό λες και τον κυνηγούσε ο χρόνος, “ξέρεις πού πάμε;” τον ρωτούσα κάθε τόσο, εκνευριζόταν, “είναι δυνατόν να μην ξέρω” απαντούσε, ναί ήταν δυνατόν. ​​​​​​​​​​​​​​

images
Back to top

Ο πατέρας μου προχωρούσε μπροστά, εγώ ξωπίσω, το βήμα του βιαστικό λες και τον κυνηγούσε ο χρόνος, “ξέρεις πού πάμε;” τον ρωτούσα κάθε τόσο, εκνευριζόταν, “είναι δυνατόν να μην ξέρω” απαντούσε, ναί ήταν δυνατόν. Την τελευταία φορά που βρέθηκε σ’αυτή την γειτονιά η Λευκωσία δεν ήταν μοιρασμένη και τα γραφεία της εφημερίδας όπου δούλευε ο Εμίρ-έτσι λέγανε το φίλο του-ήταν μια από τις πιο οικείες του διαδρομές. Από τότε μεσολάβησε το χάος και μαζί μια ολόκληρη ζωή, δικαιολογημένα δεν θυμόταν, όπως ούτε και γνώριζε αν ο Εμίρ εργαζόταν ακόμα στην ίδια εφημερίδα. Την απόφαση να τον ψάξει την πήρε αρκετούς μήνες μετά που άνοιξαν τα οδοφράγματα, το πρώτο καιρό δεν του πέρασε από το μυαλό, το σοκ που είδε ξανά το σπίτι του δεν επέτρεπε επιπρόσθετες ταρακουνήσεις, παραδέχτηκε πως πύκνωσε απότομα η θλίψη του και πως χρειαζόταν τρόπους να την αραιώσει προτού την επιβαρύνει ξανά. Με τον Εμίρ γνωρίστηκαν σε ένα συνέδριο, το 62 ή 63, νεαροί δημοσιογράφοι και οι δύο τους, συνταξιδιώτες σε ένα πλοίο που πήγαινε από την Ιταλία στο Αλγέρι, ταίριαξε αμέσως η σκούφια τους, ανταλλάξανε καθισμένοι στο κατάστρωμα ένα σωρό αγωνίες, αυτό τους έδεσε, όπως και η πρώιμη θλιβερή υποψία πως στην πορεία θα ξέμεναν από συμμάχους. Πριν τον πόλεμο ο πατέρας μου μιλούσε συχνά για τον Εμίρ. Μετά τον πόλεμο σπάνια ήθελε να μοιραστεί τις κοινές τους ιστορίες, προτιμούσε να τις κρατάει για τον εαυτό του, κάποιες νύχτες που δεν τον έπαιρνε ο ύπνος δοκιμάζε να τις γράψει, τις άφηνε όμως, συνήθως, στην μέση. Τον Εμίρ τον συνάφερνε μόνο όταν ένιωθε την ανάγκη να επαναλάβει πως στην ζωή του είχε μόνο δύο πραγματικούς φίλους και πως ο ένας ήταν ο Εμίρ. Εκείνο λοιπόν το πρωινό, κάποια στιγμή χαθήκαμε, ο πατέρας μου συγχύστηκε, χλώμιασε, ένιωθε τελείως χαμένος, του πρότεινα να καθίσουμε σε ένα παγκάκι για λίγο, σκέφτηκα πως ίσως η αγωνία να του προκαλεί σύγχυση, σκέφτηκα επίσης πως ίσως όταν η αλήθεια είναι σκληρή μόλις την πλησιάσεις να σού έρχεται ναυτία. “Δώσμου μερικά λεπτά και θα συνέλθω” μου είπε, δεν βιαζόμαστε τον καθησύχασα, πήρε μια δύο βαθειές ανάσες, ήπιε μπόλικο νερό και ξεκίνησε να περπατά προς την ίδια ευθεία. Λίγα μετρα πιο κάτω έστριψε σε ένα νέο στενό, δεν το είχαμε περπατήσει πιο πριν, ξαφνική αναλαμπή υπέθεσα και τον άκουσα λίγο μετά να φωνάζει πως “επιτέλους βρήκε τα γραφεία”, επίσπεσα το βήμα μου και μπήκα μαζί του σε ένα ετοιμόρροπο σπίτι που διατηρούσε κάτι από την αύρα παλιού αρχοντικού. Ανέβηκαμε μια μαρμάρινη βρώμικη σκάλα, φτάσαμε σε ένα μικρό διάδρομο που οδηγούσε σε μια φθαρμένη πόρτα, την ανοίξαμε και βγήκαμε σε μια σκοτεινή αίθουσα με πολλά σιδερένια άδεια γραφεία τοποθετημένα πάνω σε μια ξεφτισμένη μοκέτα. Ένας νεαρός με σκούρο πουκάμισο που καθόταν στο βάθος και ανακάτευε τα συρτάρια του ήταν μόνη παρουσία στο χώρο, αιφνιδίαστηκε μόλις μας είδε, μας κοίταξε πρώτα καχύποπτα και μετά μας ρώτησε ποιόν θέλουμε. Τον Εμίρ του απάντησε ο πατέρας μου, σκέτο Εμίρ, είπε, δεν είπε επίθετο, επίτηδες το έκανε, τα μικρά ονόματα υπήρξαν ανέκαθεν η κοινή τους ιδεολογία. Σας γνωρίζει, τον ρώτησε ο νεαρός, ο πατέρας μου του έγνεψε καταφατικά και ο νεαρός σηκώστηκε από το γραφείο και προτού εξαφανιστεί πίσω από μια πόρτα στο τέλος του διαδρόμου, μας είπε πως πάει να τον ειδοποιήσει. Παραμείναμε σιωπηλοί, εγώ ακουμπημένη σε ένα από τα άδεια γραφεία και ο πατέρας μου να πηγαινοέρχεται νευρικά στο διάδρομο δαγκώνοντας σφικτά το σβηστό του τσιγάρο. Μερικά δευτερόλεπτα αργότερα η μπλε πόρτα άνοιξε και εμφανίστηκε ένας ηλικιωμένος κύριος με γκρί παντελόνι και λευκό πουκάμισο, ελαφρώς πιο αδύνατος από τον πατέρα μου, στο ίδιο περίπου ύψος και με βλέμμα παρόμοια καθηλωτικό.  Στάθηκε ακίνητος στο άνοιγμα της πόρτας και κοιτούσε κατάματα τον πατέρα μου ο οποίος επίσης ακινητοποιήθηκε στην άλλη άκρη του διαδρόμου. Έμειναν να κοιτά ο ένας τον άλλο για μερικά λεπτά, όπως περιεργάζεται κανείς παλιές του φωτογραφίες για να διαπιστώσει πως γράφει πάνω στο δέρμα μας ο χρόνος. Μια θολή υγρασία απλώθηκε ανάμεσα τους και τους έκανε να φαίνονται ακόμα πιο ευάλωτοι και ανυπεράσπιστοι, τους παρακολουθούσα από απόσταση, αυτή την αίσθηση μου άφηναν. Αρχισαν να περπατάνε ο ένας προς τον άλλο με αργά βήματα και κάπου κοντά στο μέσο του διαδρόμου αγκαλιάστηκαν. Η αγκαλιά τους ήταν σφικτή, αντρίκια, λεβέντικη και συνάμα τσακισμένη και έμοιαζε να διαρκεί τόσο όσο για να βεβαιωθούν πως αν μη τι άλλο θα πεθάνουν ελαφρώς πιο ήσυχοι…Ή όπως το γράφει η Αρνό: “Τώρα όλα δένουν μεταξύ τους”…

 

Back to top