Sausalito/San Francisco

Σε λίγο θα εμφανιστεί μπροστά μου η Χρυσή Γέφυρα και όλα θα μοιάζουν ξανά με σινεμά.

images
Back to top

Ο ταξιτζής με προειδοποιεί πως θάχει πολλή κίνηση. «Είναι Κυριακή, όλοι πάνε βόλτα», μου εξηγεί. Δεν με πειράζει καθόλου, του απαντώ. Βυθίζομαι στο πίσω κάθισμα και κολλάω την μούρη μου στο παράθυρο. Μετά από δέκα ώρες ταξίδι (και βάλε) δεν νιώθω ούτε τα πόδια, ούτε την πλάτη μου, νιώθω μόνο τους μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια μου να γίνονται πιο έντονοι και να δοκιμάζουν τις αντοχές μου. Σε λίγο όμως θα εμφανιστεί μπροστά μου η Χρυσή Γέφυρα και όλα θα μοιάζουν ξανά με σινεμά. Σε λίγο θα σβήσουν και η κούραση και οι μαύροι κύκλοι κάτω από το κόκκινο χρώμα μιας γέφυρας που θα με ενώσει με ένα ακόμα παραμύθι.

«Μην επιμένεις», μου είπε ένας φίλος χθες στο τηλέφωνο. «Το παραμύθι που ήθελες να ζήσεις προφανώς δεν σου βγήκε». Θα επιμείνω, ψυθίρισα στον εαυτό μου, κλείνοντας το τηλέφωνο. Γιατί τίποτα από ό,τι έχω ζήσει δεν τόνιωσα πιο αληθινό από εκείνο το...παραμύθι. Δεν μπορώ παρά να επιμείνω λοιπόν. Στην αλήθεια ενός παραμυθιού.

Ο ταξιτζής με ρωτάει την κλασσική ερώτηση «από πού είμαι». Εκείνος είναι από το Μαρόκο, ζει, λέει, στο Σαν Φρανσίσκο τα τελευταία πέντε χρόνια, σε λίγους μήνες θα γίνει πατέρας, το στούντιο που τώρα νοικιάζει και μένει μαζί με την γυναίκα του θάναι πολύ μικρό όταν έρθει το παιδί, θα πρέπει να μετακομίσουν, λέει, αλλά τα ενοίκια έχουνε ανέβει πάρα πολύ, δεν ξέρει πως θα τα βγάζουνε πέρα.

Κανείς δεν ξέρει πως θα τα βγάλει πέρα, σκέφτομαι. Ακόμα και δω στην άλλη άκρη του πλανήτη η ίδια αγωνία. «Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ψευδαίσθηση από την ασφάλεια», μου είπε την επομένη το πρωί η Λέιλα καθώς προγευματίζαμε σε μια μικρή καφετέρια κάπου στην λεωφόρο Bridgeway. Η Λέιλα είναι ψυχολόγος, μένω στο σπίτι της, σε ένα δωμάτιο που νοικιάζει για να τα βγάζει πέρα.

«Έχει γεμίσει το Σάν Φρανσίσκο με κομπιουτεράδες», λέει ο ταξιτζής και εννοεί τους υπαλλήλους της Apple, της Google, όλων αυτών των εταιρειών που έχουνε μαζευτεί εδώ και έχουνε αλλοιώσει το χαρακτήρα της πόλης. Κάποτε ήτανε οι μπήτνικς, κάποτε ήτανε οι εναλλακτικοί καλλιτέχνες, τώρα είναι οι πιτσιρικάδες που ζούνε μέσα στα apps και στα windows. «Αυτούς συναντάς στους δρόμους», μου λέει η Λέιλα ενώ έχουμε ήδη τελειώσει το πρόγευμα μας και κάνουμε βόλτα στην μαρίνα του Sausalito. «Οι καλλιτέχνες φεύγουνε πια προς τα προάστεια, δεν μπορούνε να τα βγάλουνε πέρα με τα ενοίκια που λόγω των κομπιουτεράδων έχουνε πάει στα ύψη».

«Έφτασες στην λάθος ώρα», επιμένει ο ταξιτζής. Σήμερα γίνεται ένα κονσέρτο στο Golden Gate Park που είναι δωρεάν και όλοι πάνε προς τα κει. «Δυστυχώς όμως δεν έχουμε επιλογή παρά να μπλέξουμε στην κίνηση», λέει μετά. Κοιτάω έξω από το παράθυρο τον ήλιο που έχει αρχίσει να δύει πάνω από την Χρυσή Γέφυρα και είμαι σίγουρη πως δεν έχω φτάσει σε λάθος ώρα. Όλα τελικά εξαρτούνται από την πλευρά που επιλέγεις να τα κοιτάς. Και γω επιλέγω την κίνηση του ήλιου που δύει για να ανατείλει και ανατέλει για να δύσει ξανά.

Στρίβουμε σε ένα παράδρομο, «θα λοξοδρομήσω λίγο», μου λέει, «για να αποφύγουμε την κίνηση». Ο δρόμος που επιλέγει είναι κλειστός, «δεν είναι η μέρα σου», λέει. Τί γίνεται, τον ρωτώ. «Είναι το leather festival, τόχα ξεχάσει», διευκρινίζει. Τί είναι το leather festival, απορώ. «Όλοι σήμερα πρέπει να φορέσουνε τα δερμάτινα τους », μου εξηγεί και γύρω μου δεν βλέπω κανένα με δερμάτινα ρούχα. Βλέπω γυμνούς άντρες όπου το μόνο δερμάτινο πάνω τους είναι το σώβρακο τους. «Καλωσόρισες στο Σαν Φρανσίσκο» μου λέει ο ταξιτζής κοιτώντας από το καθρεφτάκι την απορημένη μου φάτσα.

«Μ’αρέσει η ελληνική μουσική», μου λέει μόλις τελειώνει η «δερμάτινη» διαδρομή . «Μου χάρισε ένας φίλος τις προάλλες ένα σιντί με ελληνικά τραγούδια, από τα παλιά, όχι τα καινούργια, τα παλιά, εκείνα δηλαδή που είχανε μέσα πολύ μπουζούκι. Μου άρεσε πολύ, με ηρεμεί, τελικά, ο ήχος του μπουζουκιού». Έτσι λέει.

Και είμαι τώρα στην άλλη άκρη του πλανήτη μέσα σε ένα αμάξι, την ώρα που δύει ο ήλιος πάνω από την πιο διάσημη γέφυρα, με ένα τύπο που μεγάλωσε στο Μαρόκο και ύστερα μετακόμισε στο Σάν Φρανσίσκο, ο οποίος βγάζει το ψωμί του οδηγώντας σε δρόμους όπου κυκλοφοράνε άντρες με δερμάτινα σώβρακα και ο οποίος όταν δεν τα βγάζει πέρα βάζει στο σίντι πλέιερ του να παίζει ο ήχος του μπουζουκιού για να ηρεμήσει. Και ύστερα μου λέτε να μην πιστεύω στα παραμύθια...

Φτάνουμε επιτέλους στην οδό Νevada. Πιο νούμερο θες, με ρωτάει. Το 613 του απαντώ. Ανάβει τα μεγάλα φώτα για να διακρίνουμε καλύτερα τους αριθμούς και έτσι όπως τα ανάβει ξαφνικά φωτίζεται μπροστά μας ένα ελάφι που κόβει βόλτες κάτω από ένα τεράστιο ευκάλυπτο. «Ένα ελάφι» φωνάζω ενθουσιασμένη. «Εδώ θα δεις πολλά ελάφια», μου λέει ανυποψίαστος πως για μένα αυτή η εικόνα σημαίνει πολύ περισσότερα.

Σημαίνει πως ένα ακόμα παραμύθι μόλις έχει αρχίσει...Από κείνα που θέλω να τα ζήσω για νάχω ιστορίες να σου διηγούμαι όταν θα δύει ο ήλιος για να ανατείλει ξανά...

Back to top