Kεντημένοι ποδόγυροι

Την βρήκα ένα μεσημέρι να τακτοποιεί τα παλιά της αλμπούμ. ​​​​​​​

images
Back to top

Την βρήκα το μεσημέρι να τακτοποιεί τα παλιά αλμπούμ. «Τι σε έπιασε έτσι ξαφνικά;». «Θέλω να συγυρίσω τις φωτογραφίες μου», μου είπε, κοφτά, μα ένιωσα πως εκείνο που εννοούσε- το ίδιο κοφτά- ήταν πως ήθελε να συγυρίσει τις αναμνήσεις της. Να τις τοποθετήσει κάτω από τα διάφανα πλαστικά για να τις κοιτάει συμφυλιωμένη πια, πως ό,τι έζησε άξιζε τον κόπο να το ζήσει. Και ό,τι μπορεί να μην άξιζε ήτανε τουλάχιστον προστατευμένο, δηλαδή παγωμένο σε μια στιγμή, χωρίς την δυνατότητα να ξεφύγει από το περιορισμένο του κάδρο. Την παρατηρούσα μέσα από τα μαυρόασπρα περιστατικά της. Με κείνα τα υπέροχα φουστάνια που φορούσε (τάραβε πάντα στην Άρτεμις), πούχανε σφίξιμο στην μέση και λοξές ραφές, τα ταίριαζε με το κατάλληλο κραγιόν και έφτιαχνε τα μαλλιά της να ακουμπούνε με χάρη στις βάτες. «Σαν σταρ του σινεμά ήσουνα» της λέω και κείνη το αρνείται σουφρώνοντας τα φρύδια, μα στο βάθος το ξέρει πως ήταν εκείνη η  γοητεία της που την γλίτωσε, πολλές φορές, από την καθημερινότητα. Αυτά τα φουστάνια τα ξέρω,  ακόμα τα φυλάει, έστω κι’ αν δεν την χωράνε πια-ήταν τόσο λεπτή όσο ένα μοντέλο- ούτε και είναι στην μόδα, μα δεν το λέει η καρδιά της να τα πετάξει. «Τι τα θες όλα αυτά;» «Έτσι, εσένα τι σε νοιάζει, δικά μου είναι, κάποια στιγμή μπορεί να τα φορέσεις εσύ, που ξέρεις;» Ήξερα. Πως δεν ήθελε να τα πετάξει γιατί εκεί μέσα στους εκκεντρικούς γιακάδες και στους κεντημένους ποδόγυρους, εκεί τις έκλεινε, εκεί στις ραφές, σαν σταυροβελονιά, και τις χαρές και τις λύπες της. Εκεί την μετρούσε την περηφάνια της, στα ψηλά τακούνια και στην όρθια πλάτη, στο ψηλό λαιμό με τα μεγάλα κοσμήματα που έφερνε ο αδελφός της από την Αίγυπτο και στις παράξενες ασημένιες ζώνες που τις περνούσε στους γοφούς, να κάνουνε-αν χρειαζόταν- θόρυβο, πιο πολύ από το θόρυβο των σκέψεων της. Στα μάτια της περνούσε μαύρο χοντρό μολύβι που τόνιζε τα βλέφαρα και συγκρατούσε το βλέμμα στο ύψος, όπου κανείς δεν μπορούσε να το διαπεράσει. Ό,τι δεν ήθελε να φανεί, το έκρυβε με καλοχτενισμένες περούκες, πότε ξανθιές και πότε πιο σκούρες, με μακριές φούστες μέχρι το πάτωμα, πότε καρό και πότε ριγωτές, με στενά μπλουζάκια πούχανε περίεργα κουμπιά, πότε μικρά και πότε μεγάλα, και περπατούσε πάντα περήφανα, σφηνόνοντας στα ψηλά στιλέτα τα στραβά της δάχτυλα και ό,τι άλλο στραβό της τύγχαινε στη ζωή. «Ήμουνα πάντα περιποιημένη», μου επανάλαβε καθώς την βοηθούσα να βάλει σε μια σειρά τις φωτογραφίες. Κι’ αυτό δεν ήταν η πρώτη φορά μου που μου τόλεγε. Το ήξερα, το είχα εμπεδώσει στα χρόνια, άλλωτε σαν προτροπή για να μάθω τι σημαίνει αυτοπεποίθηση κι’αλλωτε σαν μομφή που άφηνα τον εαυτό μου απεριποίητο, που πάει να πει, στην δική της ερμηνεία, πως πρόδιδα τι με ταλαιπωρούσε αφήνοντας έτσι έκθετη, στα τσαλακωμένα μου ρούχα, την κλονισμένη μου θηλυκότητα. Εκείνη αυτό δεν το συγχωρούσε. Δεν έδινε κανένα δικαίωμα. «Και σύ, να μην δίνεις δικαίωμα». Ακόμα μου το λέει και εννοεί πως στις αδυναμίες μου πρέπει νάμαι επιλεκτική σε ποιους να τις μοιράσω. Εγώ καπότε αντιδρούσα, «δεν θέλω να κρύβομαι» φώναζα «και αυτό που εσύ λογαριάζεις για αδύναμία εγώ το βαφτίζω δύναμη», φώναζα, μα ύστερα σιωπούσα συγκαταβατικά, γιατί δεν ήθελα να λογαριαστώ μαζί της, δεν πρόκειται να καταλάβει πως εμένα όταν στενεύουν τα περιθώρια μου δεν με σώζουν τα στενά φουστάνια, σκεφτόμουνα. «Κάποια μέρα θα καταλάβεις», επέμενε κι’ ύστερα περάσαν χρόνια και σταμάτησε να επιμένει. «Άς είναι, βρες τον τρόπο τον δικό σου», έλεγε και το μόνο που μου ζητούσε ήταν καμία ωραία φωτογραφία μου για να την βάλει στην καινούργια κορνίζα, εκεί δίπλα από την δική της, με τα μαύρα βλέφαρα και τα υπέροχα ίσια μακριά μαλλιά.

Εκείνο το μεσημέρι τακτοποιήσαμε όλες τις φωτογραφίες. Και τις είδα έτσι ξανά μαζεμένες. «Είσαι πανέμορφη» της είπα. «Πάντα ήσουνα». Και τον εννοούσα και τον ενεστώτα και τον αόριστο. Δεν ήτανε μόνο στα χαρακτηριστικά της όμορφη. Ήτανε και κάτι παραπάνω. Και το διάκρινα καθώς την παρατηρούσα στα χρόνια, μέσα από τα ενσταντανέ. Σε κάθε της ηλικία ήταν γυναίκα. Δηλαδή δεν την παραχωρούσε την θηλυκότητα της ακόμα κι’αν μέσα της ένιωθε αδύναμη ή τσαλακωμένη. Δεν έδινε δικαίωμα. Και τώρα το έμαθα πια. Πως εκείνο που εγώ της χρέωνα για αδυναμία ήτανε τελικά δύναμη. Το κατάλαβα στα χρόνια, αφού είχα περιφέρει ήδη τον εαυτό μου με σκισμένα τζιν και αμάνικα μπλουζάκια. Πώς θέλει δύναμη να κρύβεις τους φόβους κάτω από μακριές φούστες με κεντημένους ποδόγυρους.

Back to top