Όταν γυρίζει ο τροχός

“Μόνο στα όνειρα, στην ποίηση, στο παιγνίδι, μπορεί να προσεγγίσουμε εκείνο που ήμαστε πριν γίνουμε αυτό που τρέχα γύρευε τί είμαστε τώρα”. Παίρνω μαζί μου αυτή την φράση του Χούλιο Κορτάσαρ, παίρνω και τον Χ. αγκαλιά και φεύγω από το σπίτι. ​​​​​​​

images
Back to top

“Μόνο στα όνειρα, στην ποίηση, στο παιγνίδι, μπορεί να προσεγγίσουμε εκείνο που ήμαστε πριν γίνουμε αυτό που τρέχα γύρευε τί είμαστε τώρα”. Παίρνω μαζί μου αυτή την φράση του Χούλιο Κορτάσαρ, παίρνω και τον Χ. αγκαλιά και φεύγω από το σπίτι. Είναι αργά το απόγευμα, η λεγόμενη μπλέ ώρα, η ώρα της δύσης, ο ουρανός καθηλωτικά όμορφος. Περπατάμε προς την παραμυθούπολη, θέλω οποσδήποτε να ανέβω στον τροχό, λέω στο Χ, ο Κορτάσαρ επιμένει πως γινόμαστε ένα τρέχα γύρευε και από τότε που διάβασα το “Κουτσό” του έχω υπολογίσιμη εμπιστοσύνη. Μόνο στα όνειρα, στην ποίηση και…στο παιγνίδι, επαναλαμβάνω ψυθιριστά. Ο Χ μου κάνει το χατίρι παρότι έχει υψοφοβία, τυλίγει πιο σφικτά το κασκόλ στο λαιμό του και διασταυρώνουμε χέρι χέρι τη Κοραή. Η μάνα μου σταυροκοπήθηκε το μεσημέρι όταν της είπα πως τόχω σαν τάμα να ανεβαίνω κάθε τέλος του χρόνου στον τροχό. Πηρούνιασε τον κεφτέ θυμωμένα και μούπε πως είναι επικύνδινα πράγματα αυτά για την ηλικία μου, δεν διευκρινίσε όμως ποιός είναι ο κίνδυνος. Πιο επικύνδινο από τις ειδήσεις που με ραπίζουνε κάθε βράδυ με τα δελτία τους σίγουρα δεν είναι, ήθελα να πω, αλλά δεν είπα τίποτα. Στο κάτω-κάτω εκείνη ξέρει καλύτερα, ογδόντα χρονών γυναίκα, είδε και έζησε το γύρισμα του τροχού δεκάδες φορές, από το χαμηλό στο πιο ψηλό και τούμπαλιν…Ο τροχός είναι φωτισμένος υπέροχα, λέω στον Χ και όσο τον πλησιάζουμε ακολουθώ με το βλέμμα μου τις δεσμίδες φωτός που ρίχνει πάνω στο ενετικό τείχος αλλά και πιο πέρα στις φθαρμένες πολυκατοικίες της οδού Παλαιολόγου. Εκεί ζούνε τώρα μετανάστατες, πέντε-πέντε μέσα σε ένα δωμάτιο, με τα μπαχαρικά τους μαγειρεμένα σε δόσεις και τις μπουγάδες τους κρεμασμένες σε ραγισμένα μπαλκόνια. Τί να σκέφτονται-διερωτώμαι- όταν κοιτάνε απέναντι τους την παραμυθούπολη να αναμοσβήνει με επίπλαστη αμεριμνησία; Θυμούνται άραγε τον εαυτό τους ένα παιδί ανυποψίαστο πως κάποτε θα έψαχνε μια θέση στον κόσμο και δεν θα την έβρισκε πουθενά; Ποιός ξέρει να πει…Δέκα φίσες το αντίτιμο για τον τροχό, που πάει να πει δέκα ευρώ, ο Χ πληρώνει τον υπεύθυνο και γω διαπιστώνω πως είμαστε οι μόνοι που απόψε θέλουμε να ζήσουμε αυτό το υπερυψωμένο παραμύθι. Διαλέγουμε ένα πορτοκαλί βαγόνι και επιβιβαζόμαστε με μια αγωνία που δεν ξέρουμε την ακριβή της προέλευση. Ο τροχός ξεκινά και γυρίζει αργά, το βλέμμα προλαβαίνει να περιπλανηθεί χωρίς απερίσκεπτη βιασύνη από την μια άκρη της πόλης στην άλλη. Έχει ήδη νυχτώσει, τα σπίτια αχνοφαίνονται και σμίγουν σε ένα περίγραμμα οικεία ακανόνιστο και όσο ανεβαίνουμε πιο ψηλά όλα απομακρύνονται, δρόμοι, πολυκατοικίες, γειτονιές, πύργοι, τα πάντα σμικραίνουν. Οι πανήψυλοι φοίνικες γίνονται λιλιπούτεια μανιτάρια, το βουνό μοιάζει σαν σκίτσο σε μπλοκάκι καλλιτέχνη, η πράσινη γραμμή άφαντη- κανένα χρώμα δεν νικάει το σκοτάδι- και οι άνθρωποι μικρά πλασματάκια που πηγαινοέρχονται χαμένα και αόρατα από το φεγγάρι. Στο πιο ψηλό σημείο ο Χ. λέει πως είναι πραγματικά πολύ ψηλά, το βαγόνι κουνάει πέρα-δώθε, κανένας φόβος ωστόσο δεν συσπάται στα πρόσωπα μας. Δεν αντέχουνε οι φόβοι το ύψος, όπως ούτε και το βάθος των πραγμάτων. Ίσως αυτό τον κίνδυνο εννοούσε η μάνα μου, λέω στο Χ, πως οι φόβοι εξαφανίζονται στον πεντακάθαρο αέρα, φεύγουν και μας αφήνουν στην ησυχία μας και αυτού του είδους η ελευθερία, μοιάζει επικύνδινη, ειδικά στην ηλικία μας τρομάζει, δεν ξέρουμε να την διαχειριστούμε, δεν έμεινε και κανείς να μας μάθει τον τρόπο… Ο Χ δεν μιλά, ελευθερώνει τα χέρια του από το σιδερένιο προστατευτικό και τρίβει τις παλάμες του να ζεσταθούν. “Τελευταία περιστροφή” λέει μετά, και η κατάβαση αρχίζει, από το πιο ψηλό στο πιο χαμηλό. Σιγά σιγά όλα επιστρέφουν πίσω στην θέση τους και στο κανονικό τους μέγεθος και γίνονται ξανά κομμάτια μιας τρέχα-γύρευε πραγματικότητας. Αποβιβαζόμαστε από το πορτοκαλί βαγόνι, “χαρούμενη;” με ρωτάει ο Χ, “δεν ξέρω” του απαντώ “νιώθω αλλιώς αυτή την φορά” του λέω, “μεσολάβησαν πολλά” με καθησυχάζει εκείνος. Ναι μεσολάβησαν πολλά και ίσως να μου συμβαίνει αυτό που γράφει ο Κορτάσαρ: “Είναι περίεργο πώς μπορείς να χάσεις την αθωότητα σου από την μια στιγμή στην άλλη χωρίς καν να ξέρεις πως έχεις περάσει σε μια καινούργια ζωή”. Λες αυτό να συμβαίνει; ρωτώ τον Χ, εκείνος όμως προτιμά την σιωπή.

 

Back to top