Χωρίς υποσημειώσεις

“Νάχεις την ψυχή στα δάχτυλα, στα μάτια, στα ρουθούνια, στα χείλη, από κει βρίσκεις την ιδιωτική σου οδό", λέει ο ποιητής

images
Back to top

Πεθύμησα θάλασσα είπα στο Χ, πήραμε το αμάξι και φύγαμε, να αναπνεύσω ιώδιο και να το νιώσω μέχρι τον ομφαλό μου, πέρυσι ήταν το πρώτο καλοκαίρι της ζωής μου που δεν καθάρισα το σώμα μου με αλμύρα και αυτό μου στοίχισε, φέτος θα βγάλω την χασούρα ρουφώντας μπόλικα χρώματα του βυθού, κάνω υπόσχεση. Περνάμε πρώτα από το σπίτι του Κ. που είναι στο χωριό και έχει στην αυλή του μια πανέμορφη μωβ ουιστέρια και γιασεμιά και πολλές τριανταφυλλιές. Τον βρίσκουμε να ζωγραφίζει, μας δείχνει το καινούργιο του σχέδιο, μαυρόασπρες αλλοπαρμένες φιγούρες που τις ενώνει το κόκκινο, μοιάζουν με ηλικιωμένους λέω εγώ, εκείνος δεν ξέρει με τί μοιάζουν, αρκεί που φύγανε από το κεφάλι του λέει, πως χωρούσανε όλοι εκεί μέσα τον αστειεύω, ήτανε στριμωγμένοι γι’αυτό έβλεπε εφιάλτες τα βράδια λέει και γελάει. Οι γάτοι του πηγαινοέρχονται βαριεστημένα, ο Γουέη, ο Αψιού και διάφοροι “αβάφτιστοι” περιμένουμε ένα κομμάτι ψάρι από κείνο που καίει στην σχάρα, ο Α το πασπαλίζει με βότανα, οι πατάτες παραδίπλα έχουνε τσουρουφλιστεί, ο Κ λέει πως πρώτα θα φάμε και μετά η βόλτα στην θάλασσα, ο Χ λέει πως επείγεται λίγο κρασί και γω άραζω σε μια λευκή πολυθρόνα κάτω από τον ήλιο. "Καλά νάναι του καθενός μας η ιδιωτική οδός που βγάζει σε ένα “παντού” που είναι των αλλωνών το “πουθενά” γράφει ο Ελύτης, η ζεστασιά του ήλιου φέρνει στο μυαλό μου τα γραφουμενά του, δεν ξέρω γιατί, δεν έχει σημασία, σημασία έχει “η ιδιωτική οδός που είναι ανοιχτή για τον καθένα μας αλλά ελάχιστοι την ακολουθούν”, έτσι λέει ο ποιητής. Λέει επίσης και το άλλο που είναι πιο τρομαχτικό πως αυτοί που δεν την ακολουθούν είναι εκείνοι που "αποχωρούν μια μέρα από την ζωή χωρίς να έχουνε πάρει καν είδηση τί τους συνέβηκε”. Λές να πάθουμε κάτι τέτοιο, με πιάνει προς στιγμή η φοβία και πετάγομαι από την καρέκλα, σε τσίμπησε μέλλισα απορούν οι υπόλοιποι, θα τους ομολογήσω τί με τσίμπησε μόλις καθίσουμε να φάμε σκέφτομαι και αρχίζω να στρώνω τραπέζι για να το επισπεύσω. Καρό τραπεζομάντηλο, μπλε χαρτοπετσέτες, λευκά πιάτα, μαχαιροπήρουνα, ποτήρια κρασιού και ένα επιπλέον δοχείο για τα κόκκαλα. Ο Κ. φυλάει το σχέδιο του στο συρτάρι, ο Α. φέρνει το ψάρι, παίρνουμε θέσεις, πίνουμε εις υγείαν, σχολιάζουμε διάφορα της επικαιρότητας, γελάμε για να την αντέξουμε, αναβάλω το Ελυτη για μετά, ίσως όταν φτάσουμε στην θάλασσα, εκεί του ταιριάζει καλύτερα. Η θάλασσα σήμερα είναι ήρεμη όσο ποτέ άλλωτε σ’αυτή την παραλία, λες και της έκανε καλό που την αφήσαμε τόσο καιρό στην ησυχία της, αυτό σκέφτομαι μόλις την βλέπω και είναι λες και έχουμε συννενοηθεί. Ελάχιστοι μπαινοβγαίνουμε στα ρηχά της, οι περισσότεροι Εγγλέζοι από αυτούς που διαμένουν στην γύρω περιοχή απολαμβάνοντας τα μυστικά του τόπου που εμείς επιλέξαμε να περιφρονούμε. Εχω ήδη ξαπλώσει πάνω σε μια ξύλινη ξαπλώστρα κάτω από την ομπρέλα και κοιτάζω τρυφερά το μπλε της και όλες του τι αποχρώσεις, αυτή είναι η βιταμίνη μας λέω στο Χ γι’αυτή την βιταμίνη μιλώ, τη θαλλασινή, που η αλμύρα της κατακάθεται στις άκρες των χειλιών μας και μας κρατάει σε συνδεσιμότητα με ό,τι μας υπερβαίνει. “Νάχεις την ψυχή στα δάχτυλα, στα μάτια, στα ρουθούνια, στα χείλη, από κει βρίσκεις την ιδιωτική σου οδό", λέει ο ποιητής και συνεχίζω να τον κρατώ κρυμμένο, όπως τις πατούσες μου που τώρα τις χώνω μέσα στην άμμο προτού τις βουτήξω μέσα στην απεραντοσύνη. Ο Χ κοιτά ένα γλάρο που πετά πάνω από το κεφάλι μας, κάνω το ίδιο, στο βάθος μια βάρκα ψαράδων, πιο πέρα ο ορίζοντας, πιο πάνω ένα σύννεφο, πάραδίπλα ο ήλιος, τριγύρω ο ουρανός. Όλα στην θέση τους. Λίγο να γεωμετρηθείς μαζί τους βρίσκεις και την δική σου, δεν χρειάζονται πολλά πολλά, ελάχιστα χρειάζονται. Παίρνω βαθειες εισπνοές, να νιώσω θέλω όλο το ιώδιο που κυκλοφορεί μέσα στο σώμα μου, η θάλασσα είναι το γιατρικό, λέω μετά στο Χ, γιατί δεν τόχουμε ακόμα καταλάβει; Ή όπως αλλιώς το γράφει ποιητής…“οφείλουμε να προτείνουμε μια ζωή που για να σταθεί δεν έχει ανάγκη από υποσημειώσεις…”

 

Back to top