Φτιάξε το δικό σου παραμύθι

Και κάπως έτσι σε μια αυλή, τρείς ανθρώποι γύρω στα 40 συν-πλην, πιστέψαμε ξανά στα παραμύθια.

images
Back to top

Η Σ. φέρνει ένα βιολογικό χυμού κερασιού, τον κουβαλά σε μια καφέ χαρτοσακούλα, με αγκαλιάζει και φιλιόμαστε σταυρωτά πριν καν ακόμη μπει στο σπίτι, της αρέσει η αυλή, τη αρέσει και το πλακόστρωτο, ανοίγω το ψυγείο και παίρνω παγάκια, κάτσε της λέω να φέρω ποτήρια, να τα πίνουμε απόψε βιολογικά. Γελάει, γελάω μαζί της και μετά την αράζει στην πολυθρόνα, διαλέγει εκείνην που συνήθως ρίχνει τους φίλους μου στο πάτωμα, πρόσεχε, την προειδοποιώ, μπορεί να σε βρεί μια αναπάντεχη πτώση, της λέω, εκείνη όμως ξέρει τι σημαίνουν αναπάντεχες πτώσεις, κάνει μια χειρονομία που υπονοοεί «τάχω ζήσει εγώ αυτά» και ύστερα ανάβει τσιγάρο, στριφτό. Έχω καιρό να την δώ, έχει καιρό να με δεί, φέρνω κέικ γεωγραφίας, δεν είναι σπιτικό της λέω, δεν έχω ιδέα από μαγειρικές της λέω αμέσως μετά, φέρνω και γαλάζια χαρτομάντηλα που τάχω φυλαγμένα στο πρώτο συρτάρι και κείνη μαζεύει τα μακριά της μαλλιά με ένα χρωματιστό λαστιχάκι. Σε πέντε λεπτά καταφθάνει και ο Λ. φοράει ένα πουκάμισο που έχει πάνω του ζωγραφισμένα μικρά αυτοκινητάκια, πάντα φοράει περίεργα πουκάμισα ο Λ, και γω πάντα του κάνω σχόλιο για τα πουκάμισα του, εκείνος με κοιτάει καχύποπτα και ύστερα σκάει ένα γέλιο σαν πυροτέχνημα. Κάθεται σε μια μπλέ καρέκλα, δεν είναι αναπαυτική, του κάνω παρατήρηση, εκείνος όμως επιμένει και έτσι παίρνουμε τις θέσεις μας σιγά-σιγά, με το χυμό κερασιού να παίζει στην μέση σε κείνο το μπλεχτό τραπέζι που είναι τετράγωνο και τόχω μετακινήσει από το σαλόνι στην αυλή. Δεν θυμάμαι για τι μιλάμε στην αρχή, δεν θυμάμαι ούτε και στην συνέχεια από ποια θέματα περνάμε ξυστά, μα ύστερα θυμάμαι πως η κουβέντα γεμίζει ξαφνικά από τέρατα και παραμύθια, η Σ. ευθύνεται γι’αυτό, τώρα τόνιωσε πως είναι η εποχή της να τα τραγουδήσει, ίσως γιατί μέσα της ένιωσε την ανάγκη πως ήρθε η ώρα να φτιάξει το δικό της παραμύθι. Ο Λ. πάντα φτιάχνει παραμύθια με τις μουσικές του, δεν τον ρωτάω καν λοιπόν, το παίρνω για δεδομένο και δεν κάνω σχόλιο. Γιατί θέλεις να φτιάξεις ένα καινούργιο παραμύθι, ρωτάω την Σ και νιώθω ήδη πως είμαι άστοχη, γιατί ποτέ δεν βάζεις πλάι από ένα παραμύθι ερωτηματικό, εκείνη όμως μοιάζει πανέτοιμη να μου δώσει μια απάντηση, γέρνει ακόμη περισσότερο στην ανισσόρροπη μου πολυθρόνα και κοιτάζει προς τα πάνω λες και απευθυνεται σε κάτι πολύ μεγαλύτερο από μας. Για πες μου εσύ, μου λέει λίγα λεπτά μετά…Πού μπορείς να μιλήσεις για θεούς και για δαίμονες, για όνειρα και τρέλα, για κείνα που σε τρώνε τα βράδια και για τάλλα που σε τρώνε το πρωί, για κείνα που δεν κάνουνε κανένα νόημα αλλά τα νιώθεις σαν όλα τα νοήματα του κόσμου μαζί, για πες μου εσύ λοιπόν, πού μπορείς να μιλήσεις πια για όλα αυτά; Δεν απαντώ, δεν λέω τίποτα, κοιτάζω ξανά τα αυτοκινητάκια στο πουκάμισο του Λ, υποψιάζομαι πού μπορεί να βρίσκεται αυτός ο χώρος, προτιμώ ωστόσο να μου τον πεί εκείνη, και μου τον λέει. Πώς μόνο άμα φτιάξεις το δικό σου παραμύθι μπορείς να τα χωρέσεις όλα αυτά μαζί, και μόνο άμα το πιστέψεις, μπορείς πια να τα μοιραστείς. Ο Λ. γνέφει δηλώνοντας με το γνέψιμο του πως είναι σύμμαχος, το ίδιο δηλώνω και γω και ύστερα δεν λέμε τίποτα. Κάνω όμως μια σκέψη αλλά την κάνω σιωπηλά. Μια σκέψη που είναι καιρός τώρα που με γυροφέρνει, ίσως γιατί την βλέπω να ξεπηδάει απότομα στις κουβέντες πολλών ανθρώπων, που δεν είχανε κατανάγκην το ίδιο όνειρο αλλά περάσανε όλοι τους από την γλύκα ενός ονείρου. Κάνω την σκέψη, λοιπόν, πως όλα αυτά που συμβαίνουν γύρω μας και μας υπαγορέυουν να πιστέψουμε πως είμαστε αυτό που φοβόμαστε και όχι εκείνο που ευχόμαστε, μόνο ένας τρόπος υπάρχει να τα εξοντώσεις. Να φτιάξεις το δικό σου παραμύθι. Και εκεί να τα χωρέσεις όλα μέσα. Και θεούς και δαίμονες και όνειρα και τρέλλα και κείνα που σε τρώνε τα βράδια και τ’ άλλα που σε τρώνε το πρωί…
Ρίχνω κι’ αλλα παγάκια στο χυμό κερασιού, ο Λ. παίρνει ένα δεύτερο κέικ γεωγραφίας, η Σ. μου λέει πως πεθύμησε ένα σοκολατένιο παγωτό και κάπως έτσι σε μια αυλή, τρείς ανθρώποι γύρω στα 40 συν-πλην, πιστεύουμε ξανά στα παραμύθια. Γιατί έχουμε πια πλήρη επίγνωση πως όλη αυτή η πραγματικότητα στην οποία επενδύσαμε δεν ήτανε τίποτα άλλο τελικά παρά ένα ξένο "παραμύθι". Και όχι το δικό μας.

Back to top