Τρίο Τεκκέ

Το Τρίο Τεκκέ ταξιδεύει σε διάφορες χώρες του κόσμου μέσα από ρεμπέτικες διαδρομές.

images
Back to top

Πρώτος καταφθάνει ο Λευτέρης και λίγο μετά ο Κόλιν κουβαλώντας τα μουσικά όργανα και τα μεγάφωνα. Ο Αντώνης εμφανίζεται πέντε λεπτά αργότερα με τα γυαλιά ηλίου και τα μαλλιά κοτσίδα, ανταλλάζουμε καλημέρες και φιλιόμαστε όλοι σταυρωτά και ύστερα κάθομαι σε ένα από τους καναπέδες της Μελίσας-εδώ θάναι-στο χώρο όπου και το κατάστημα The House of Larimeloon-την ίδια βραδιά η live εμφάνιση τους, τους παρακολουθώ λοιπόν να προβληματίζονται για το πού είναι καλύτερα να στηθεί η σκηνή, μου αρέσει η εικόνα τους, παίρνω το iphone και τους φωτογραφίζω, εκείνοι έχουν «δημιουργικές» διαφωνίες και γω τους φαντάζομαι νάναι κάπως έτσι όταν πρωτοαρχίσανε να «πειραματίζονται» με τα ρεμπέτικα.

Καιρό τώρα ήθελα να τους συναντήσω όχι μόνο γιατί ο καθένας τους είναι σπουδαίος μουσικός αλλά γιατί το συγκρότημα ΤΡΙΟ ΤΕΚΚΕ που δημιούργησαν έχει αποδείξει πως ξέρει να συνομιλεί με την παράδοση με ένα ειλικρινή και άμεσο τρόπο βρίσκοντας ακριβώς εκείνες τις δημιουργικές ισορροπίες που δεν αλλοιώνουν το χαρακτήρα του ρεμπέτικου αλλά αντιθέτως υπογραμμίζουν την αισθητική του αυθεντικού. Κι’ αυτό προυποθέτει πολλά. Γνώση, έρευνα, πειραματισμό και κυρίως μεράκι και αγάπη για την ρεμπέτικη μουσική. Το ΤΡΙΟ ΤΕΚΚΕ από το 2005 ταξιδεύει μέσα στο ρεμπέτικο είτε με διασκευές, είτε με δικές του συνθέσεις βασισμένες σε αυτό το ιδίωμα και έχει περιοδεύσει σε πολλές χώρες της Ευρώπης πετυχαίνοντας μια απίστευτη ανταπόκριση από το κοινό. Ο τελευταίος τους δίσκος Σαμάς έχει λάβει εξαιρετική κριτική από το έγκυρο μουσικό περιοδικό Songlines, γεγονός που τον έκανε να φτάσει μέσω του διαδικτύου μέχρι και στην Αυστραλία. Μήνες πριν είχαν κάνει μια περιοδεία στην Ελλάδα και πιο πριν μια ακόμη μεγαλύτερη στην Αγγλία. Θυμάμαι τον Λευτέρη να μου περιγράφει ιστορίες δείχνοντας μου δεκάδες φωτογραφίες, δεν είχαμε, ωστόσο, καταφέρει τότε να οργανώσουμε μια συνάντηση και με τους τρεις γιατί ο Κόλιν (ο αγγλοχιλιανός μουσικός, το τρίτο μέλος του συγκροτήματος) δεν βρισκόταν εκείνη την εποχή στην Κύπρο.  Οι πρόσφατες live εμφανίσεις, όμως, που διοργάνωσαν την προηγούμενη βδομάδα στην Λευκωσία, μου χάρισαν ξανά την ευκαιρία να επιδιώξω να τους συναντήσω σε απαρτία…

Και νάμαστε λοιπόν εδώ…Αφού τακτοποίησαν όργανα και μεγάφωνα, αφού βρέθηκε και η θέση της σκηνής, κάθονται τώρα και οι τρείς απέναντι μου, πανέτοιμοι να μου διηγηθούν τις εμπειρίες και τα βιώματα ενός συγκροτήματος που έχει καταφέρει να μας θυμίσει γιατί το ρεμπέτικο μπορεί και χτυπάει κατευθείαν στην καρδιά.​​​​​​​

Πώς ξεκίνησε όλη αυτή η ιστορία; τους ρωτώ και βέβαια αυτή είναι κάθε φορά, υποθέτω, η αρχή μιας ρεμπετο-κουβέντας μαζί τους. Θέλω ωστόσο να μου τα διηγηθούνε με εικόνες, έτσι χύμα, όπως είναι και τα ρεμπέτικα τραγούδια, που δεν κρύβονται και δεν σε κρύβουν…Ο Αντώνης αναλαμβάνει πρώτος την αφήγηση. Ήταν ένα καλοκαίρι, λέει, χρόνια πριν, τότε σπούδαζε ακόμα στην Ελλάδα και είχε πάει διακοπές στην Κρήτη με μια φίλη, εκεί γνώρισε μια παρέα μουσικών οι οποίοι επαίζαν ρεμπέτικα από το πρωί μέχρι το βράδι. Έμεινε στο σπίτι τους για μια βδομάδα και έπαθε την πλάκα του. Πρώτη φορά άκουγε ρεμπέτικο στην αυθεντική του εκτέλεση, ό,τι άκουσμα είχε μέχρι τότε ήτανε διασκευές, ξέρεις Νταλάρας και τέτοια μου λέει…Σε κείνο το σπίτι όμως άκουσε τα αυθεντικά του Βαμβακάρη, του Τσαούς, του Δελιά. Κάτι ξύπνησε μέσα μου, λέει, κάτι που προφανώς ήτανε ήδη εκεί και χρειαζότανε μια σπίθα,  η παρέα της Κρήτης του την άναψε, του χάρισε μάλιστα ένα dvd γεμάτο από οριτζιναλ ρεμπέτικα, και αυτό ήταν, μετά από λίγες μέρες αγόρασε τζουρά και όταν επέστρεψε στην Κύπρο, συναντήθηκε αμέσως με το Λευτέρη (ήδη φίλοι από πριν) για να μοιραστεί τον ενθουσιασμό του. Ο Λευτέρης παρεμβαίνει. Το ίδιο ίσχυε και για μένα, λέει και εννοεί πως είχε περιορισμένα ρεμπέτικα ακούσματα μέχρι που ο Αντώνης τον μύησε στα αυθεντικά κομμάτια, έτσι άρχισαν λοιπόν οι δύο τους να παίζουν, ήτανε ένα καλοκαίρι που δεν είχαμε και πολλά να κάνουμε, λέει και γελάει ο Λευτέρης, ήμασταν λίγο στο χάσιμο μας, συμπληρώνει και όταν μιλάει για χάσιμο εννοεί πως είχανε όλο το χρόνο στην διάθεση τους για δημιουργικούς πειραματισμούς. Το γούσταραν, το αγάπησαν, είχανε πορωθεί και κάπως έτσι είχαν διασκευάσει περίπου εκατό κομμάτια…Και μετά; ρωτώ και κάνω την ερώτηση στα αγγλικά γιατί μάλλον είναι η στιγμή να μπει και ο Κόλιν στην κουβέντα μας. Και μετά ο Λευτέρης πηγαίνει στο Λονδίνο, μόλις είχε τότε μετακομίσει εκεί και ο Κόλιν από το Μπέρνιχαμ, συγκατοικούν, ο Κόλιν δεν ξέρει για το ρεμπέτικο, ακούει τον Αντώνη και τον Λευτέρη να παίζουν, παίρνει το κόντραμπάσο του και δηλώνει παρών σ’αυτή την υπέροχη όπως λέει μουσική εμπειρία και κάπως έτσι σμίγουν τις μέχρι τότε μουσικές τους γνώσεις και παιδεία για να ερευνήσουν, να μάθουν και να αφεθούν στην μαγεία του ρεμπετών.  Δεν είχαν σκεφτεί πως όλο αυτό θα κατέληγε στο Τρίο Τεκκέ, ούτε και το είχανε προγραμματίσει. Στην πλάκα άρχισε η όλη φάση,  λέει ο Κόλιν για να συμπληρώσει πως δεν μπορεί να διακρίνει ποιο ήταν το σημείο που ξεκίνησαν να παίρνουν το όλο θέμα στα σοβαρά. Και μ’ αυτό βέβαια δεν εννοεί πως για κείνους δεν υπήρχε η απαιτούμενη σοβαρότητα τις στιγμές που παίζαν, διασκευάζαν ή συνθέταν τις μουσικές τους, η μουσική είναι άλλωστε τρόπος ζωής για κείνους, εννοεί κυρίως πως δεν υπήρχε αρχικά ένα πλάνο για το αν και το πώς θα κινηθούν προς τα έξω. Το μόνο που είχε γίνει ήταν να ηχογραφήσουνε ένα μικρό demo με έξι διασκευές και να βρούνε το όνομα του συγκροτήματος. Μέχρι που ήρθε η πρόταση για τη πρώτη live εμφάνιση τους. Και εκεί άρχισαν όλα να κυλάνε στο ρυθμό της πενιάς τους…

Ήταν Γενάρης και ένας φίλος που είχε τις κατάλληλες διασυνδέσεις τους πρότεινε να παίξουν στο Δουβλίνο. Ήτανε σε ένα εκθεσιακό χώρο, θυμάται ο Αντώνης, γινόταν και μια έκθεση τέχνης παράλληλα συμπληρώνει και λατρεύω αυτή την συνύπαρξη του τζουρά με τα έργα τέχνης και μάλιστα στο Δουβλίνο. Ζητώ περισσότερες εικόνες…Παίξαμε σε μια σκηνή, σαν θέατρο, λέει ο Λευτέρης, ήτανε γύρω στα 150 άτομα το κοινό, λέει ο Κόλιν, δεν περίμεναν με τίποτα τέτοια ανταπόκριση, μόλις τέλειωσε το live χειροκροτούσαν όλοι ενθουσιασμένοι, έγινε χαμός λέει ο Αντώνης και αυτός ακριβώς ο χαμός ήταν που τους εδωσε και το κίνητρο να εξερευνήσουν πιο επιστημένα το πως θα αξιοποιούσαν την μπάντα τους. Ποιος σκέφτηκε το όνομα; ρωτώ και τους διακόπτω και κείνοι αρχίζουν να τσακώνονται χαριτωμένα διεκδικώντας ο καθένας για τον εαυτό του την πατρότητα. Γέλια και πειράγματα και ύστερα ο Αντώνης παίρνει το σοβαρό του. Το τεκκές το σκεφτήκαμε γιατί στην καθομιλουμένη της εποχής του ρεμπετικου ήταν ο χώρος όπου μαζεύονταν οι μουσικοί για να καπνίσουν ναργιλέ με χασίσι και να παίξουν την μουσική τους. Ήταν σαν καταγώγια, το ρεμπέτικο άλλωστε ήταν παράνομο κάποτε, εξηγεί, ύστερα ήρθανε και οι πρόσφυγες από την Σμύρνη, σμίξαν με τους αλλους ρεμπέτες προσθέσαν τα δικά τους στοιχεία και όλα αυτά, στους τεκκέδες, πριν βγει το ρεμπέτικο στα πάλκα πράγμα που έγινε αργότερα με τον Τσιτσάνη και όλους τους μετέπειτα. Το όνομα κάπως έτσι προέκυψε λοιπόν. Ήταν και κείνο το τραγούδι του Δελιά το οποίο διασκευάζαν τότε, το «σούρα και μαστούρα» που ξεκινάει με την φράση «όταν μπουκάρω στον τεκκέ τον ναργιλέ τσακώνω», μας άρεσε η ατάκα, λέει ο Αντώνης, τους άρεσε και το πόσο ειλικρινείς είναι οι στίχοι και , όλα αυτά μαζί και προέκυψε το όνομα. Και  ο πρώτος δίσκος πώς προέκυψε;

Στο πάτωμα τσίπουρα και στους τοίχους του δωματίου όλα τα στρώματα των κρεβατιών σε όρθια θέση για να πετύχουν την κατάλληλη ηχομόνωση. Βρισκόμαστε στο Λονδίνο και όλο αυτό που σας περιγράφω συνέβαινε στο υπνοδωμάτιο του Αντώνη, το οποίο εκείνη την συγκεκριμένη μέρα μετατράπηκε σε ένα αυτοσχέδιο στούντιο. Εκεί ηχογραφήσανε τα κομμάτια του πρώτου τους δίσκου. Με ένα μικρόφωνο στέρεο στην μέση και κείνους να κάθονται τριγύρω. Μέσα σε δύο μέρες έγιναν όλα γιατί ο Κόλιν έφευγε για την Χιλή και δεν υπήρχε ούτε λεπτό για περίσσευμα. Εγώ ήμουνα ο πιο αγχωμένος, λέει ο Κόλιν, αυτοί (δείχνει τους άλλους δύο) δεν καταλάβαιναν Χριστό. Απολάμβαναν την όλη φάση πίνοντας ζιβανία και ηχογραφώντας τις…πενιές τους. Να σου δείξουμε φωτογραφίες λέει ο Αντώνης και την ίδια ώρα γελάει, υποθέτω θυμάται τα αστεία περιστατικά εκείνης της μέρας, μου αρέσει έτσι όπως το περιγράφουν γιατί μου βγάζουν την οικειότητα των κολλητών που τους ενώνει η ίδια «τρέλα», εκείνη η τρέλα που σου τσιγκλάει τα δημιουργικά σου κύτταρα. Η αυτοσχέδια ηχογράφηση είχε σαν αποτέλεσμα το περιεχόμενο του πρώτου τους δίσκου που φέρει τον τίτλο «Τα Ρεγγέτικα». Ένας δίσκος που έγινε απίστευτα δημοφιλής στην Κύπρο πριν καν προλάβει να πάρει χαμπάρι η μπάντα το πώς κυκλοφόρησε τόσο γρήγορα από στόμα σε στόμα. Βοήθησε βέβαια και η πρώτη τους live εμφάνιση στην Αξιοθέα- πρώτη φορά είχα δεί το χώρο τόσο γεμάτο, μου λέει ο Λευτέρης- οι ίδιοι δεν είχαν κάνει ιδιαίτερες κινήσεις για να τον προωθήσουν- ούτε καν για δισκοκριτική δεν τον είχαμε στειλει, λένε- και όμως «Τα Ρεγγέτικα» κατάφεραν να βρουν το δρόμο τους…Μια φίλη, μου λέει ο Αντώνης, μου είπε ότι τον άκουσε να παίζει σε ένα μπαράκι στην Χαλκιδική, και ένας άλλος φίλος, συμπληρώνει ο Λευτέρης, τον άκουσε στον Πειραιά μια τσικνοπέμπτη.  Δεκαπέντε κομμάτια στο πρώτο τους άλμπουμ, τα περισσότερα διασκευές σε ρεμπέτικα του Βαμβακάρη, Δέλια και Τσαούς αλλά και δικές τους συνθέσεις στο ίδιο αισθητικό πλαίσιο. Πολλές φορές τους έχουν ρωτήσει σε συνεντεύξεις πόση τόλμη προυποθέτει να «εκσυγχρονίσεις» αυτά τα κομμάτια χωρίς να αλλοιώσεις το χαρακτήρα τους. Και η απάντηση που κάθε φορά δίνουν είναι πως η τριβή τους με το ρεμπέτικο και το ενδιαφέρον τους προς το είδος αυτό πήγαζε πάντα από γνήσια και κάπως πρωτόγονα συναισθήματα. Και αυτό πολύ πιθανόν να συνέβαινε γιατί η μουσική αυτή ήταν ριζωμένη μέσα τους αφού την ακούγαν σε διαφορετικές μορφές από μικρά παιδιά. Άρα για να αλλάξουν οποιοδήποτε στοιχείο, έκαναν πολλούς πειραματισμούς και δοκιμές με στόχο την εξεύρεση της χρυσής τομής η οποία δεν θα προκαλούσε την παραμικρή ζημιά.  Και όσο αφορά τον Κόλιν, του οποίου το ρεμπέτικο δεν ξυπνά μνήμες ούτε και συνδέεται με κάποιες αναφορές, πως βίωνε όλο αυτό τον «πειραματισμό». Χαμογελάει όταν του κάνω την ερώτηση λες και την περίμενε και ύστερα μου λέει πως οι μουσικές του σπουδές και το μουσικό υπόβαθρο που έχει του επιτρέπουν να αισθανθεί και να κατανοήσει αυτού του είδους την μουσική γιατί εκείνο που έχει σημασία είναι να νιώσεις την ενέργεια της. Μου αρέσει ο τρόπος που το διατυπώνει και έτσι αλλάζω παράγραφο. Γιατί μου φαίνεται πως είναι ώρα να πάρουμε τους δρόμους της…Ευρώπης.

Μέχρι το 2009 όπου και κυκλοφόρησαν Τα Ρεγγέτικα, το Τριο Τεκκέ ταξίδευε στους δρόμους της Ευρώπης και έκανε εμφανίσεις, πότε σε χώρους τέχνης, πότε σε μικρά μπάρ πότε στους δρόμους και στις πλατείες.  Τους φαντάζομαι και ήδη τα βλέπω όλα κινηματογραφικά. Πρέπει να ζήσατε φοβερές εμπειρίες σ’αυτές τις περιοδείες τους λέω, αμετανόητα ταξιδιάρα όπως πάντα, κάνει σχόλιο ο Λευτέρης και γελάμε, αλλά αυτή είναι η αλήθεια, πως ζήσανε όντως φοβερές ιστορίες τις οποίες καθώς μου τις διηγούνται νιώθω ενδόμυχα πως θα ήθελα τρελά να τους ακόλουθούσα έστω και σε μια από όλες αυτές τις διαδρομές.  Θυμάσαι στο Αμβούργο λέει ο ένας στον άλλο που παίξαμε σε κείνο το εστιατόριο όπου από κάτω ήτανε γκαλερί; Και ύστερα θυμούνται την Ισπανία, καταπληκτική φάση στην Γκόρδοβα, κλέψανε τα λεφτά του Λευτέρη, δεν είχε μία από την πρώτη κιόλας μέρα και ήτανε οι διακοπές τους, είχανε βέβαια πάρει μαζί και τα μουσικά τους όργανα και έτσι αποφασίσαν να κάτσουνε από το πρωί μέχρι το βράδι μπροστά σε ένα κάστρο και να παίζουνε τα ρεμπέτικα τους. Έγινε χαμός, οι περαστικοί σταματούσαν και αγοράζανε demo , χειροκροτούσαν, σχηματίζανε παρεες, τέλεια εικόνα, κάνω σχόλιο και ύστερα εκείνοι μου διηγούνται την Γρανάδα και από την Ισπανία βρισκόμαστε ξανά πίσω στη Αγγλία, στην μεγάλη περιοδεία που έκαναν πέρυσι. Το πρώτο gig (όπως ονομάζεται στην γλώσσα των μουσικών το live) ήτανε σε ένα μέρος, κοντά στο πιο μεγάλο δάσος της Αγγλίας όπου ζει μια κοινότητα σαν χίππιδες. Πήραμε το φολκσβάγκεν μου, περιγράφει ο Κόλιν,  ένα μικρό Πόλο και μπήκαμε όλοι μας εκεί μέσα, σφηνωμένοι ανάμεσα στα μουσικά όργανα και όλα τα υπόλοιπα πράγματα μας. Με την ψυχή στο στόμα φτάσαμε στο δάσος, λένε και γελάνε. Έπρεπε νάσουνα εκεί να δεις τον Λευτέρη να κοιμάται κάτω από πραγματική προβιά ζώου, λέει ο Αντώνης και γελάνε ξανά. Μου εξηγούν πως εκεί ήτανε σαν ένα κοινόβιο, όπου ζούνε διάφοροι καλλιεργώντας τα δικά τους φρούτα και λαχανικά, έχουν το δικό τους νόμισμα, φτιάχνουν οι ίδιοι τα ρούχα τους, τέτοια φάση. Απίστευτη εμπειρία, την περιγράφουν, έκανε μάλιστα πολύ κρύο, ο Αντώνης και Κόλιν πήρανε τα sleeping bags μαζί τους, ο Λευτέρης το ξέχασε και έτσι κατέληξε με την προβιά το βράδυ. Σε κείνη την περιοδεία λοιπόν ζήσανε αξέχαστες στιγμές, αλλά και τώρα κάποιους μήνες πριν, στην περιοδεία στην Ελλάδα, σύλλεξαν ωραίες ιστορίες. Γιάννενα, Θεσσαλονίκη, Αθήνα, με φίλους ελλαδίτες μουσικούς να τους υποστηρίζουν και με ένα κοινό να τους καταχειροκροτεί. Παρότι πολλοί τους έλεγαν όλοι ότι διάλεξαν την χειρότερη περίοδο για να εμφανιστούν στην Ελλάδα, εντούτοις  είχαν μεγάλη ανταπόκριση και ενθουσιασμό από τον κόσμο. Και τώρα; Τι σχεδιάζουν άραγε;

Ιούλιος 2011. Ο δεύτερος τους δίσκος που έχει τίτλο «Σαμάς» κυκλοφορεί και περιλαμβάνει δώδεκα καινούργια κομμάτια, οκτώ από αυτά δικές τους συνθέσεις και τα υπόλοιπα διασκευές. Αυτή την φορά κινούνται ωστόσο αλλιώς. Προωθούν το καινούργιο τους άλμπουμ πιο προγραμματισμένα, το στέλνουν για δισκοκριτική σε έγκυρα μουσικά περιοδικά τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό και λαμβάνουν εξαιρετικές κριτικές , ιδιαίτερα από το περιοδικό Songlines με αποτέλεσμα οι παραγγελίες του Σαμά στο διαδίκτυο να γίνονται μέχρι και από Νέα Ζηλανδία και Καναδά.  Το ελληνικό περιοδικό Ήχος το ξεχώρισε σαν το άλμπουμ του μήνα, ενώ το τραγούδι Inda του δίσκου κέρδισε το βραβείο World Music Network και θα περιλαμβάνεται στην συλλογή «The Rough Guide to Undiscovered World», γεγονός που θα εξαπλώσει ακόμη περισσότερο την φήμη του άλμπουμ σε καινούργιους ακροατές της λεγόμενης World Music, παγκοσμίως.  Παραδέχονται και τρείς ότι αυτή την φορά ήταν πιο συντονισμένες οι κινήσεις να προωθήσουν την νέα τους δουλειά και ακόμη, όπως λένε, τους προσεγγίζουν ραδιοσταθμοί από το εξωτερικό για να μιλήσουν για το νέο δίσκο. Άρα στην ερώτηση μου ποιο άραγε θα είναι το επόμενο τους βήμα απαντούν πως είναι ακόμα νωρίς, παρότι στο μυαλό τους άρχισαν να στριφογυρίζουν διάφορες ιδεες που αφορούν κυρίως στο πώς θα ελλιχθούν συνθετικά και πώς θα γίνουν πιο ανοιχτοί στο να πειραματιστούν ακόμη περισσότερο. Το πρόβλημα ωστόσο, λένε, είναι πως δεν υπάρχει η πολυτέλεια να βρίσκονται συχνά και οι τρείς δεδομένου ότι ο Κόλιν ζει στο Λονδίνο. Πρέπει ναρθείς εδώ να κάτσεις ένα μήνα, του λέει ο Αντώνης, να πάμε να μείνουμε και οι τρείς στο βουνό και να πειραματιζόμαστε με καινουργιες ιδέες. Κάνουν εικόνα αυτου του σκηνικού και γελάνε και ύστερα παραδέχονται πως κάτι τέτοιο θα ήταν η ιδανική συνθήκη.

Συνεχίζουν τις περιγραφές για εμπειρίες που έζησαν σαν Τρίο Τεκκε, ο Κόλιν παίρνει μάλιστα την κιθάρα και παίζει μια μελωδία που σκέφτηκε τις προάλλες, η Φωτεινή είναι έτοιμη να αρχίσει να τους φωτογραφίζει και ο Λευτέρης σηκώνεται να μεταφέρει τα μεγάφωνα στο τόπο, όπου έχουν ήδη συμφωνήσει πως θα μετατραπεί σε σκηνή για την βραδινή τους live εμφάνιση. Ο Αντώνης κάθεται ακόμη απέναντι μου στον καναπέ και μου ομολογεί πως γουστάρει πολύ όταν παίζουν στους δρόμους, είναι το καλύτερο του και ύστερα λέει πως το ρεμπέτικο είναι μια μουσική που τον γειώνει, τον κάνει να νιώθει συνδεδεμένος με την γη. Και όταν λιγο πριν φύγω τους κάνω την ερώτηση, τι είναι εκείνο που αγαπούν σε αυτό το είδος της μουσικής, και οι τρείς έχουν την ίδια απάντηση να μου δωσουν. Πως αγαπουν την ειλικρίνεια και την αμεσότητα που εκφράζει το ρεμπέτικο.

 Info: Το ΤΡΙΟ ΤΕΚΚΕ δημιουργήθηκε το 2005 στο Λονδίνο από τους Λευτέρη Μουμτζή, Αντώνη Αντωνίου και Kόλιν Σόμερβελ. Έχουν κυκλοφορήσει δύο δίσκους, Τα Ρεγγέτικα και το Σαμά, οι οποίοι πουλιούνται σε επιλεγμένα μέρη και στο επίσημο site του συγκροτήματος , www.triotekke.com

 

 

Back to top