Το ελάφι

Σε τίποτα άλλο δεν έχω να επενδύσω, ούτε ποτέ μου είχα, παρα μόνο σε αυτό: Να αναζητώ και να βρίσκω ποιός είναι ο τρόπος ώστε να μην κλείνει η πραγματικότητα την πόρτα στην μαγεία αλλά να κάθεται πλάι της και νάναι οι δύο τους σαν κείνες τις γειτόνισσες που πίνουνε τον καφέ τους τα απογεύματα και σχολιάζουνε με την ίδια περίεργεια τους περαστικούς. 

 

images
Back to top

Δεν ξέρω αν την διάλεξα επειδή την λένε Λέιλα ή επειδή το παράθυρο της βλέπει σε ένα δάσος από όπου περνάνε ελάφια τα βράδια. Από την φωτογραφία δεν μπορούσα να διακρίνω το πρόσωπο της. Φορούσε ένα σκουφάκι από κείνα που φοράς στο πολύ κρύο και ήτανε τυλιγμένη με μια εσάρπα μέχρι το λαιμό. Ούτε και το σπίτι της μπορούσα να το διακρίνω πολύ καλά. Ένα Βούδα εντόπισα κάπου στο σαλόνι της, περσικά χαλιά στο πάτωμα πάνω στα οποία ξάπλωνε ένα μαύρο γατί και κάτι παλιές καφέ πολυθρόνες από κείνες που κάθονται συνήθως οι γιαγιάδες και λένε ιστορίες δίπλα σε αναμένα τζάκια. Το υπνοδωμάτιο, που είχε προς ενοικίαση, μου φάνηκε καλό. Δεν ήθελα άλλωστε πολλά. Ένα αναπαυτικό κρεβάτι ήθελα και ένα παράθυρο που νάχει θέα. Το παράθυρο της Λέιλα όχι μόνο είχε θέα αλλά άνοιγε σε ένα δάσος όπου τα βράδια-έτσι έγραφε στην περιγραφή της-κάνουνε βόλτα τα ελάφια. Μάλλον λοιπόν γι’αυτό διάλεξα να μείνω σπίτι της. Για κείνο το παράθυρο που άρεσε στα ελάφια.

Με φαντάστηκα, δηλαδή, να σηκώνομαι τα βράδια από ένα ανήσυχο όνειρο, τα όνειρα μου τον τελευταίο καιρό είναι ανήσυχα, δεν γέρνουνε ήρεμα στα μαξιλάρια, κάτι τα στριμώχνει, κάτι τους θολώνει μια απόχρωση, δυσκολεύονται να απλώσουνε πλάι μου σε μια ησυχία ή μάλλον εγώ τα δυσκολεύω και τα στριμώχνω, Ίσως γιατί ακούω πόρτες να κλείνουνε απότομα και όταν οι πόρτες κλείνουνε απότομα τρομάζει η εμπιστοσύνη μου και πάει και κρύβεται μακριά από τα όνειρα μου, μέχρι να ηρεμήσει. Μέχρι να βρει ξανά τον τρόπο να σπάσει τις κλειδαριές και να επιτρέψει στα όνειρα μου να απλώσουνε πλάι μου σε μια ησυχία.

Με φαντάστηκα που λες να σηκώνομαι τα βράδια από ένα τέτοιο ανήσυχο όνειρο και να κοιτάω έξω από το παράθυρο και έτσι όπως κοιτάω να εμφανίζεται μπροστά μου ένα ελάφι. Να κάνει μια μικρή στάση και να γυρνάει το κεφάλι του προς το μέρος μου. Και νάχει φεγγάρι και το φεγγάρι να φωτίζει το βλέμμα του αλλά και τα φύλλα στα δέντρα, να τα κάνει όλα ασημένια και να φτιάχνει μικρούς λευκούς διαδρόμους στο χώμα πάνω στους οποίους, εκείνο να σχηματίζει με τις πατούσες του, μικρά ακανόνιστα σχήματα. Όπως εκείνα που ζωγράφιζα μικρή πάνω σε λευκά χαρτιά και ήμουνα βέβαιη πως έτσι ζωγραφίζεται ο κόσμος. Από πατημασιές ξωτικών και από τα ίχνη που αφήνουν τα φτερά μιας νεράιδας πάνω στα φύλλα των δέντρων την ώρα που εκείνη πετάει πιο πάνω από τα σύννεφα για να μου φέρει αστερόσκονη, ώστε να την έχω φυλαγμένη στο κομοδίνο μου, για μια ώρα ανάγκης. Δεν ήξερα τότε τί πάει να πει ώρα ανάγκης. Μα τώρα όπου όλα γύρω μου προσπαθούν να μου υπαγορεύσουν πως δεν υπάρχει χώρος πια για τα παραμύθια μου, συνειδητοποιώ πως ώρα ανάγκης δεν είναι καμία άλλη, εκτός από εκείνη όπου επιτρέπουμε στην πραγματικότητα γίνεται θρασύτατη και να κλείνει απότομα την πόρτα στην φαντασία.

Γι’αυτό λοιπόν ήθελα ένα ελάφι. Για να ελαφρύνει ο ύπνος μου και να βγει η εμπιστοσύνη μου έξω από την κρυψώνα της. Γι’αυτό διάλεξα την Λέιλα. Γιατί έξω από το παράθυρο του υπνοδωματίου της είχε ένα δάσος όπου μπορούσε να με καθησυχάσει υπενθυμίζοντας μου πως η φαντασία και η πραγματικότητα δεν ειναι δύο ξέχωρες χώρες που απλά συνορεύουν, δεν χρειάζεσαι διαβατήριο για να περάσεις από την μια στην άλλη, δεν χρειάζεται καμία στάμπα και κανένα κρατικό έγγραφο να σου επιτρέπει την μετάβαση. Τίποτα δεν χρειάζεσαι παρά μόνο κάτι που να σου υπενθυμίσει πως αυτές οι δύο μένουνε στην ίδια γείτονια, η μια πλάι στην άλλη, σαν εκείνες τις γειτόνισες που πίνουνε τον καφέ τους έξω στο πεζοδρόμιο τα απογεύματα και περιεργάζονται με την ίδια περίεργεια, τους περαστικούς.

Ήτανε προφανώς η ώρα του ελαφιού λοιπόν. Γι’αυτό αποφάσισα να κάνω το ταξίδι. Και γι’αυτό πάτησα την ένδειξη «κράτηση» δίνοντας τον αριθμό της πιστωτικής μου κάρτας, παρότι γνώριζα ότι με την ολοκλήρωση αυτής της συναλαγής θα μεταφερόμουν και πάλι σε κείνο το πανηγυρικό πλην που θα με ανάγκαζε να λογαριάσω τα χρωστούμενα μου. Μόνο εκεί όμως με έβρισκα μείον σε όλα τ’ άλλα δεν έβλεπα καμία αφαίρεση, κανένα πλην. Αντιθέτως έβλεπα μια σωρεία από συν να με περιμένουν κι’αυτό μου φάνηκε παράξενο. Πως γίνεται την ίδια ώρα που κάτι σε παίρνει στο πλην να σου χαρίζει και ένα σωρό συν; Μήπως κάπως έτσι πάει η ζωή και το μόνο που απομένει είναι να διαλέξεις το βήμα που σε πηγαίνει προς την πρόσθεση χωρίς να λογαριάζεις την αφαίρεση, όταν αυτή η αφαίρεση δεν έχει να κάνει με το μεγάλωμα σου; Και γω γι’αυτό πήγαινα. Για το μεγάλωμα μου. Για να συναντήσω δηλαδή εκείνη την γυναίκα που θα μου μάθαινε πως καταφέρνεις να ρίχνεις μαγεία σε μια πραγματικότητα που όλο και σκληραίνει το κέλυφος της για να μοιάζει αδιαπέραστη. Εκείνη ήξερε. Πέρασε πολλά στα 70 της χρόνια. Ανατροπές, εξορίες, βία, θανάτους, αναγκάστηκε δεκάδες φορές να επανεφεύρει τον εαυτό της και κάθε φορά τα κατάφερνε. Πώς τα κατάφερνε; Και γιατί σε κάποιους η ανατροπή είναι ένας λόγος να πεισμώσει κανείς και να υπερασπιστεί την εμπιστοσύνη του στην ζωή και σε άλλους είναι λόγος να λυγίσεις και να σταματήσεις να πιστεύεις στα όνειρα; Αυτό ήθελα να μάθω γι’αυτό θα έκανα το ταξίδι έστω κι’αν ήτανε ένα μεγάλο πλην στις εξισώσεις μου τις αριθμητικές. Ήταν όμως ταυτόχρονα και ένα μεγάλο συν στις εμπειρίες που επιδιώκεις να σου συμβαίνουν για να σε πάνε λίγο πιο μπροστά, λίγο πιο πέρα, εκεί όπου το συν κάνει παρέα με το πλην και συ το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να διαλέξεις το δάσος με τα ελάφια και όχι το απότομο κλείσιμο του παραθύρου.

Αυτό μέτρησε μέσα μου σαν επένδυση, σε τίποτα άλλο δεν έχω να επενδύσω, ούτε ποτέ μου είχα, παρα μόνο σε αυτό: Να αναζητώ και να βρίσκω ποιός είναι ο τρόπος ώστε να μην κλείνει η πραγματικότητα την πόρτα στην μαγεία αλλά να κάθεται πλάι της και νάναι οι δύο τους σαν κείνες τις γειτόνισσες που πίνουνε τον καφέ τους τα απογεύματα και σχολιάζουνε με την ίδια περίεργεια τους περαστικούς. 

Φωτό: Πόλυς Πεσλίκας

Back to top