Το Άγιο Φώς

Δεν ξέρω γιατί το μυαλό μου παιδεύεται με τα λόγια της Ντιντιόν, υποψιάζομαι όμως πως ευθύνεται ο μακρύς αυτός διάδρομος του νοσοκομείου τον οποίο διασχίζω τις τελευταίες μέρες συχνά.

images
Back to top

Η Τζόαν Ντιντιόν λέει πως “είμαστε ατελή όντα, με επίγνωση της θνησιμότητας μας έστω κι’αν την αποδιώχνουμε απογοητευμένοι από την ίδια μας την περιπλοκότητα, έτσι πλασμένοι που όταν πενθούμε τις απώλειες μας πενθούμε καλού-κακού και για τους εαυτούς μας. Όπως ήμαστε. Όπως δεν είμαστε πια. Όπως μια μέρα δεν θα υπάρχουμε καθόλου…” Δεν ξέρω γιατί το μυαλό μου παιδεύεται με τα λόγια της Ντιντιόν, υποψιάζομαι όμως πως ευθύνεται ο μακρύς αυτός διάδρομος του νοσοκομείου τον οποίο διασχίζω τις τελευταίες μέρες συχνά, έρχομαι απογεύματα, την ώρα του επισκεπτηρίου, την ίδια ώρα που παίζουν οι καμπάνες στις γειτονικές εκκλησιές και οι μυρωδιές της λεβάντας ανακατεύουν τον αέρα αντιμαχόμενες την σκόνη. Συνήθως κρατώ μια πλαστική σακούλα με δύο τάπερ και ένα μαχαίρι, στο ένα τάπερ έχω κομμένο πεπόνι σε μικρά κομματάκια και στο άλλο φράουλες μοιρασμένες στα δύο μήπως μπορέσει και τις μασήσει. Το αυτοκίνητο το αφήνω στο χώρο στάθμευσης της εκκλησίας που είναι δίπλα από το νοσοκομείο, εκεί βρίσκεις πιο εύκολα άδεια θέση τις κανονικές μέρες, τις Άγιες όμως, όπως αυτές που διανύουμε είναι δύσκολο, όπως κάθε τί που επαφίεται στην τύχη και στην προσευχή. Η πόρτα της εισόδου ανοίγει αυτόματα και μόλις κλείσει το ίδιο αυτόματα εξαφανίζεται η έξω πραγματικότητα και γίνεται εξωπραγματική, το ίδιο και τα θέματα που αυτή περιφέρει μέσα στην καθημερινότητα σαν σημαίνοντα, η συνειδητοποίηση ότι σημαίνουν ελάχιστα έρχεται αβιάστα, σχεδόν αντανακλαστικά. Μπαίνω μέσα στο ανσανσέρ, πατώ το κουμπί του πρώτου ορόφου και από το μηδέν μέχρι το ένα η απόσταση είναι τεράστια, εννοώ πως χωρεί χιλιάδες σκέψεις και συναισθήματα, αποφεύγω δε να κοιτάξω την μούρη μου στο καθρέφτη μην έρθω κατάφατσα με την ευθραυστότητα μου. Μόλις ανοίξει η πόρτα κάνω μια στάση στο ψυγείο που βρίσκεται ακριβώς δίπλα στο ανσανσέρ, είναι γεμάτο νερά και αναψυκτικά και μερικές σοκολάτες, πρέπει να βάλεις κέρμα για να πάρεις κάτι, ρίχνω βιαστικά ένα στην σχισμή και παίρνω δύο μικρές μπουκάλες νερού, οι ίδιες κινήσεις κάθε φορά, μου είναι αναγκαία ωστόσο η επαναληπτικότητα για να παραμένω συντονισμένη. Στο διάδρομο νοσοκόμες πηγαινόερχονται μιλώντας φωναχτά λες και δίνουν αγώνα εναντίον της ησυχίας, ίσως ασυνείδητα αυτό να συμβαίνει, να πολεμούν την ησυχία, η ησυχία εδω μέσα είναι τρομαχτική και συνάμα λυτρωτική και ούτε με το ένα, ούτε με το άλλο είμαστε συμφυλιωμένοι. Παίρνω μια καρέκλα και κάθομαι πλάι στο κρεβάτι, στη μέση του δωματίου μια κουρτίνα, πίσω από την κουρτίνα ένα νεαρό παιδί, σε μια αντίστοιχη καρέκλα η μάνα του. Το μεγάλο παράθυρο καρδράρει την λεωφόρο, βλέπω την κίνηση, ώρα αιχμής, η κίνηση φαντάζει ασφυκτική, αυτοκίνητα κολλημένα το ένα στο άλλο και μέσα τους ζωές ανθρώπων μποτιλιαρισμένες, τί να σκέφτεται άραγε ο καθένας τους, το πρίν ή το μετά του, όπως και νάχει δεν γυρίζουν το κεφάλι προς την μεριά του νοσοκομείου, προτιμούν να παριστάνουν πως δεν υπάρχει ή πως είναι απομακρυσμένο από την δική τους καθημερινή διαδρομή. Στο τοίχο το εικόνισμα του Χριστού κρεμασμένο ελαφρώς στραβά, θέλω να το ισιώσω αλλά δεν μου πέφτει λόγος, η θέση του εικονίσματος σ’αυτά τα δωμάτια είναι μια ιστορία εντελώς προσωπική και κανένας επισκέπτης δεν δικαιούται να την παραβιάσει. Ο ορός στάζει αργά, η μποτίλια οξυγόνου είναι σε λειτουργία, ο καθετήρας κάτω από το κρεβάτι ίσα που φαίνεται, το διάφανο καλώδιο του οξυγόνου φτάνει μέχρι την μύτη του, δυσκολεύεται να μιλήσει, ακόμη όμως και να μην δυσκολευόταν θα επέλεγε, πιστεύω, την σιωπή, στην εδω πραγματικότητα η αλήθειες δεν λέγονται με λέξεις, λέγονται με ματιές και αγγίγματα. Δίπλα από το εικόνισμα είναι ένα πιο μικρό κάδρο, απεικονίζει ένα βάζο με λουλούδια, τα νοσοκομεία έπρεπε να είναι χτισμένα μέσα σε όμορφους κήπους, σκέφτομαι, με πολυχρωμα λουλούδια και μυρωδάτα βότανα, να κοιτάς απέξω και το μάτι σου να γεμίζει δέντρα και άνθη και πουλιά και ουρανό και όλα τα χρώματα της ανατολής και τα άλλα της δύσης. Γιατί κανένας μας δεν το απαίτησε ποτέ αυτό, τόσο πολύ έχουμε λοξοδρομήσει; Η νοσοκόμα μου λέει πως έχουν τελειώσει τα δροσομάντηλα και οι πάνες, ο άνθρωπος κάνει κύκλο και επιστρέφει στην αρχή του, σκέφτομαι, στην νοσοκόμα όμως λέω πως θα φέρω καινούργιες την επομένη, πως ελπίζω να βρω σούπερμαρκετ ανοιχτό, η επομένη είναι η μέρα της Ανάστασης και όλοι υποθέτω θα τρέχουν να προλάβουν το Άγιος Φως…

Back to top