Στέλα Φυρογένη

Γιατί η Στέλα είναι επιρρεπής στην μαγεία;

images
Back to top

Ένιωσα στο τόνο της φωνής την απορία. Στο μυαλό της δεν υπήρχε κάποια τρανταχτή αφορμή για αυτή την συνέντευξη. Εννοώ πως προηγηθήκαν ίσως πιο προφανείς λόγοι για να ζητήσω να την συναντήσω. Όπως η παράσταση Ινγκόκνιτο, που πρόσφατα ανέβασε στη πειραματική σκηνή με το Γιώργο Χριστουδουλίδη και η αλήθεια είναι πως δυστυχώς δεν την πρόλαβα. Ή ίσως και άλλοι πολλοί πρωταγωνιστικοί ρόλοι στα 14 χρόνια που δουλεύει στο ΘΟΚ που θάπρεπε να μου κινήσουν ήδη την περιέργεια. «Γιατί τώρα;» ήμουνα σίγουρη πως σκεφτόταν και δεν με διέψευσε όταν αργότερα βρεθήκαμε εκείνο το απόγευμα της 1ης ιουνίου, σε μια αυλή κάπου στην παλιά Λευκωσία, να πίνουμε εγώ πράσινο τσάι με λεμόνι και κείνη ένα ανάμεικτο φρέσκο χυμό, όταν δεν άντεξε και μου διατύπωσε την απορία. Δεν ήξερα πώς να της το εξηγήσω. Πως πιά δεν με αρκεί ένας ρόλος ως η μοναδική αφορμή για να γνωρίσω ένα άνθρωπο. Πως μπορεί μια λεπτομέρεια να με ιντρικάρει πιο πολύ. Όπως εκείνο το βράδυ στο αμφιθέατρο της σχολής τυφλών. Όπου βρέθηκα να παρακολουθώ την πρόβα της παράστασης Νεφέλες. Εκείνη καθόταν στο αριστερό διάζωμα, φορούσε ένα αμάνικο μπλουζάκι και είχε τα κόκκινα μαλλιά της λυμένα. Ένα πρόβλημα με την μέση της δεν της επέτρεπε να συμμετέχει ενεργά στην πρόβα. Κρατούσε ένα σημειωματάριο και έκανε μικρά αυθόρμητα σκιτσάκια. Δεν μιλούσε πολύ. Είχε το βλέμμα καρφωμένο στην σκηνή, κι’ ύστερα έλεγε τις ατάκες της ή τραγουδούσε τα τραγούδια, καθισμένη στην ίδια θέση. Με μια προσήλωση σχεδόν ευλαβική. Κι’ υστερα ξανά, σχεδιάζε στο τετράδιο, μουντζούρες παιδικές, που προδίδουν μάλλον ένα περίσσευμα σκέψης παρά την απουσία της. Δεν ξέρω γιατί, όπως ποτέ δεν μπορείς να ξέρεις το γιατί, μα έτσι ξαφνικά άρχισα να την περιεργάζομαι. Η παρουσία της αποσπούσε την προσοχή μου από την πρόβα, έπιανα τον εαυτό μου να προσπαθεί να την ψυχολογήσει, τι άραγε να σκέφτεται; ταξιδεύει κάπου με το μυαλό της αυτή την στιγμή; κι’ άλλα παρόμοια, όπως όταν κάθεσαι σε ένα βαγόνι τρένου και προσπαθείς να υποθέσεις την ζωή των συνταξιδιωτών σου απλά και μόνο γιατί σου εκπέμπουν κάτι ανεξήγητο. Έτσι ακριβώς, σαν συνταξιδιώτη την ένιωσα, μα δεν της το ομολόγησα.

Χρόνια πριν, δεν θυμάμαι καν πόσα. Το μόνο που θυμάμαι είναι η εμμονή του κολλητού μου, να με πάει μέχρι την Πάφο για να ακούσουμε-λέει- μια φίλη του ηθοποιό να τραγουδάει, κάπου σε μια μπουάτ. «Δεν είσαι με τα καλά σου» του έλεγα εγώ, εκείνος όμως το ζητούσε σαν χάρη, και γω που τούχα αδυναμία, υποχώρησα. Δεν θυμάμαι το όνομα της μπουάτ, ούτε καν το ντεκόρ της, ήτανε νομίζω αδιάφορη αλλά με μια ζεστασιά, και αυτή η κοπέλα καθότανε στην μέση, σε ένα ψηλό σκαμπό, και τραγουδούσε υπέροχα. Είχα μείνει άναυδη, ζήλεψα το ταλέντο της, δεν ήτανε μόνη η φωνή της, ήταν οι χειρονομίες της, ο τρόπος που ανοιγόκλεινε τα μάτια, ήτανε ένα παράξενο πλάσμα που εξέπεμπε κάτι μαγικό, του ζήτησα να μου την γνωρίσει, Στέλα, την λένε, μου είπε, με ένα λάμδα, έτσι γράφει το όνομα της, είναι από την Θεσσαλονίκη, βγαίνει με το φίλο μου τον τάδε, κυπριος εκείνος, ήρθανε μαζί να ζήσουνε εδώ. Στην επιστροφή, τον είχα τρελλάνει στις ερωτήσεις, εκείνος νύσταζε, δεν ήθελε να μιλάει πολύ, έτσι ξέμεινα από απαντήσεις.
Ήταν τότε μόλις πρωτοάρχισα να δουλεύω σαν δημοσιογράφος και βέβαια δεν είχα υποψιαστεί πως στην πορεία θα συναντούσα την Στέλα, με το ένα λάμδα, πολλές φορές (στο θέατρο, στο κινηματογράφο, στο τραγούδι κτλ), αλλά καμία ωστόσο πρόσωπο με πρόσωπο. Σε έχανα πάντα στο παρα πέντε, της λέω και κείνη γελάει. Κάποιος άλλος με προλάβαινε και σε έκλεινε για συνέντευξη, διευκρινίζω. Καθόμαστε κάτω από μια τεράστια συκιά, σε ένα υπαίθριο καφέ, «έρχομαι συχνά εδώ αλλά τώρα παρατηρώ πόσο υπέροχο είναι αυτό το δέντρο» μου λέει καθώς εγω ανοίγω τετράδια με ερωτήσεις κτλ. Μιλάμε για την αυλή, της λέω πως την φαντάζομαι να ζει σε ένα σπίτι με κήπο και με πολλούς γάτους, και κείνη αυτό φαντάζεται, μα προς το παρών ζει σε ένα διαμέρισμα, το μόνο που ταιριάζει με την πραγματικότητα της από αυτό το σενάριο είναι οι γάτοι, έχω τρεις, λέει, μανία; ρωτώ, όχι, αγάπη, απαντά. «Εκτός από τα κουνούπια και τις κατσαρίδες, αγαπώ όλα τα ζώα» μου λέει και συμφωνούμε. Είναι άνθρωπος που αγαπά την φύση, μου ομολογεί πως όταν έχει ελεύθερο χρόνο, πάει μαζί με το σύντροφο της σε ένα σπίτι που έχει ο Αντώνης Κατσαρής (ο ηθοποιός) σε ένα λόφο ή όταν είναι χειμώνας, διαλέγουνε να κάνουνε κάπιγκ στην Πόλη Χρυσοχούς, έχεις πάει εκεί χειμώνα, γνέφω πως όχι, είναι καταπληκτικά, εκείνο το μέρος με τους ευκάλυπτους δεν το αλλάζω με τίποτα, θέλω κάποια μέρα να το αγοράσω, μου λέει και γελάει έχοντας επίγνωση πως πρόκειται για ένα όνειρο υψηλών προδιαγραφών…Δεν ξέρω γιατί αλλά μου ταιριάζει να την φαντάζομαι στην Ασία, της πάει, ίσως είναι και επειδή μοιραζόμαστε ξαφνικά την καινούργια μας ανακάλυψη, το γιόκα, κι’αρχισουμε να μιλάμε για ενέργειες, αναπνοές και αυτή την δύναμη να επικεντρώνεσαι στην στιγμή. Της μιλάω για το πολύμηνο μου ταξίδι εκεί τον προηγούμενο χρόνο, θέλει να τα μάθει όλα, τι σούχει μάθει αυτή η εμπειρία, με ρωτάει και αντιστρέφομαι τους ρόλους μας, δεν ξέρω από πού να αρχίσω, φοβάμαι πως θα με πιάσει η πολυλογία και έτσι περιορίζομαι στο πιο σημαντικό. Πως είναι μεγάλη υπόθεση να χαρίσεις τον εαυτό σου χρόνο, 24 ώρες ήτανε αποκλειστικά για μένα και αυτό στην αρχή ήταν τρομαχτικό, είχα ανάγκη να βάλω πλαίσια, να κάνω πρόγραμμα δεν ήξερα πώς να το διαχειριστώ, της ομολογώ, χωρίς να ξέρω καλά καλά γιατί τα λέω όλα αυτά. «Μίλα μου κι’άλλο» μου λέει «κι’αν συνεχίσεις που ξέρεις σε λίγο καιρό μπορεί να σου στέλνω κάρτ ποστάλ, από τα ξένα», το λεέι χαριτολογώντας αλλά την πιάνω ότι το εννοεί. Θάθελες; ρωτώ και κείνη το παραδέχεται πως σε αυτή την φάση της ζωής της το πιο σημαντικό και το πιο πολύτιμο πράγμα της είναι ο χρόνος.

Ο χρόνος. Ξυπνάει νωρίς το πρωί, τρέχει στις πρόβες, συχνά από την μια παράσταση μπαίνει στην επόμενη, χωρίς διάλλειμα, έτσι έχουνε τα πράγματα, δεν ξέρω γιατί με μου φαίνεται πολύ πιο ουσιαστική η απορία γιατί στους δημιουργικούς ανθρώπους, εκείνους που έχουνε σαν δουλειά τους να χαρίζουνε τέχνη, δεν τους προσφέρεται χρόνος, να φορτίσουνε τις μπαταρίες τους, να δούνε την ζωή από άλλη οπτική γωνία, να περιποιηθούνε το ταλέντο τους σαν δώρο και ύστερα να είναι πιο διαθέσιμοι να το προσφέρουνε σαν κίνητρο και έμπνευση στο θέατη ώστε να ψάξει την δική του μαγική στιγμή. Ναι, αυτό νιώθω. Πώς μεγαλώνοντας μέσα από αυτό το επάγγελμα, άλλες είναι πια οι απορίες μου και όχι ποιος ρόλος την γέμισε ή ποιο ονειρεύεται κάποτε να υποδυθεί. Αλλά πως ένας ταλαντούχος άνθρωπος φτάνει στο σημείο να ψάχνει χρόνο να κοιτάξει μέσα του και να ζήσει την ζωή του στις μικρές και μεγάλες της στιγμές. Γιατί αν δεν έχεις ζήσει τότε τι να καταθέσεις επί σκηνής; Τέτοιες κουβέντες έχω την περιέργεια να μοιράζομαι με ανθρώπους της τέχνης και ειδικά όπως την Στέλα, που στα χρόνια έχει μια συνέπεια σ’αυτό που κάνει, μοιάζει ταγμένη, χαμηλών τόνων, δεν νοιάζεται για την προβολή και δεν θέλει να καεί στην τηλεόραση. Αλλά για όλα αυτά σίγουρα χρειάζεται πρώτα ένα στόρι. Το δικό της στόρι.

Ο πατέρας της μηχανοδηγός σε βαρειά οχήματα. Μετανάστης στην Γερμανία. Εκεί γνωρίζει την μάνα της. Την παντρεύεται από προξενιό. Εκείνη μένει στο σπίτι. Μεγαλώνει τρία παιδιά. Εκείνα τους ενώνουν πολύ περισσότερο από τον έρωτα. Καλοί ανθρώποι, μου εξηγεί. Μας μεγαλώσανε με αγάπη, αλλά στο σπίτι επικρατούσε μια μιζέρια. Μια μιζέρια που την έκανε να ασφυκτιά. Διέξοδος της τα βιβλία. Διαβαζέ παντού. Υπήρχε ένα βιβλίο σε κάθε μέρος του σπιτιού, στην τουαλέτα, κάτω από το τραπέζι την ώρα του φαγητού, παντού. Ετσι έφτιαχνε ένα παράλληλο κόσμο στο μυαλό της από κείνο της πραγματικότητας. Δεν ήμουνα δυστυχής, μου διευκρινίζει, δεν υπέθεσα κάτι παρόμοιο, ήτανε όμως διαφορετική φύση, δεν άντεχε αυτά τα πλαίσια, ήθελε να τα σπάσει αλλά δεν ήξερε πώς. Ό,τι υπήρχε στο μυαλό της δεν χωρούσε στην πραγματικότητα και έτσι από μικρή εκπαιδεύτηκε να τα ξεχωρίζει σαν ασυμβίβαστα. Η ιδέα που κυριαρχούσε στο σπίτι της για τους καλλιτέχνες ήταν πως πρόκειται για πλάσματα ξεχωριστά, πλάσματα που γεννιούνται έτσι, με μια ταμπέλα διαφορετική από κείνη των κοινών θνητών, μην τραγουδάς παιδί μου, της έλεγε η μάνα της, δεν έχεις φωνή, μην υποθέτεις ότι και σύ μπορείς να κάνεις θέατρο, γιατί αυτά δεν είναι για σένα, είναι για κείνους που έχουνε κάτι ξεχωριστό, έτσι μάλλον θα σκεφτότανε η μάνα της. Έτσι για την ίδια ακόμα της είναι δύσκολο να παραδεχτεί πως είναι ηθοποιός. Πές το κόμπλεξ ή ένα κόλλημα από κείνα τα χρόνια, μου ομολογεί μα είναι αλήθεια. Μου προκαλεί μια κόμπλα όταν με ρωτάνε τι δουλειά κάνεις, κάνω μια παύση προτού απαντήσω, χαμογελάω με κατανόηση. Μια ερασιτεχνική παράσταση κάποιων φίλων της δίνει το δικαίωμα να ανατρέψει όσα πίστευε και να διερωτηθεί πως είναι δυνατόν να νιώθω πως πρόκειται για κάτι μαγικό, να θέλω να χειροκροτώ ασταμάτητητα και να πρόκειται για μια παράσταση φίλων. Μήπως τελικά έχω και γω δικαίωμα να το δοκιμάσω; διερωτήθηκε, μήπως η σχέση μου μ’αυτό που θαυμάζω δεν περιορίζεται μόνο σε κείνη του θεατή; Δεν ξέρω κατά πόσο αυτό το ερώτημα ήταν το ισχυρό κίνητρο της να δώσει εξετάσεις στο εθνικό, μάλλον τότε κυριαρχούσε πιο πολύ μέσα της η ανάγκη να φύγει από το σπίτι, να ξεφύγει από κείνο που ένιωθε σαν μιζέρια και να φτιάξει μόνη της την ζωή της. Σπούδαζε στην Αθήνα και δούλευε, ποτε σέρβιρε, πότε τραγουδούσε τα βράδια, τότε ο χρόνος δεν της ήτανε πρόβλημα, τα προλάβαινε όλα και της άρεσε γιατί γευότανε μια ελευθερία που δεν είχε μέχρι τότε ζήσει. Κι’υστερα ένας έρωτας αρκεί για να ανέβει στο αεροπλάνο και να προσγειωθεί στην Κύπρο. Και από τότε 13 χρόνια δουλεύει στο ΘΟΚ, μόνο ένα χρόνο μένει εκτός παίζοντας τον Ορλάντο, σε μια παράσταση της Λέας Μαλένη. Δεν κάνει τηλεόραση, την τρομάζει, δεν αισθάνεται καλά, δεν της ταιριάζει, όσο μπορεί θα το αποφεύγει, παραδέχεται, μα ούτε και πολλές συνεντεύξεις δίνει, δεν είναι από βεντετισμό, αντίθετα, ντρέπεται, παραδέχεται και ούτε αισθάνεται καλά, αυτή την φράση χρησιμοποιεί συχνά όταν κάτι νιώθω πως την κάνει λιγότερο αληθινή προς τον εαυτό της. Αυτό είναι το στόρι της. Έτσι περιγραφικά. Και από κεί και πέρα αρχίζουν οι απορίες που έχουνε να κάνουνε με την ίδια την ζωή και όχι με την τέχνη. Γιατί το ταλέντο είναι δώρο που σου κάνει η ζωή και η τέχνη είναι να βρεις τον τρόπο να της το εξαργυρώσεις…Αλλιώς το εγκλωβίζεις στα δικά σου τετραγωνικά και όχι εκείνα του ουρανού…

Back to top