Στάθης Τσαγκαρουσιάνος

Ο Έλληνας εκδότης του αθηναικού free press Lifo, και ένας από τους σημαντικότερους δημοσιογράφους της γενιάς του, αποδεικνύει για ακόμη μια φορά το ταλέντο του να ανακαλύπτει το καινούργιο.

images
Back to top

Ανέκαθεν είχα αυτή την περιέργεια. Φανατική της γραφής του και της υπόγειας θλίψης που εκείνη κουβαλούσε αλλά και πιστή αναγνώστης όλων των εντύπων που υπέγραφε, τον παρακολουθούσα χρόνια. Από τον καιρό του 01, του πρωτοποριακού εκείνου περιοδικού που απαντούσε στην γκλαμουριά του lifestyle με άγνωστες, για μένα, τότε λέξεις όπως ίντερνετ και σερφάρω, μέχρι την εποχή του Symbol, που αντιπρότεινε μια άλλη αισθητική απέναντι σε κείνη του ιλουστασιόν mainstream, προσπαθούσα, λοιπόν, να ανιχνεύσω τι είδους ταλέντο είναι αυτό, το οποίο σε κάνει να διαισθάνεσαι το καινούργιο και να το προτείνεις την στιγμή που όλα μοιάζουν να γίνονται ίδια. Αυτή ήταν η περιέργεια μου. Και βέβαια έγινε ακόμη πιο έντονη μόλις έμαθα ότι και πάλι ετοιμάζει κάτι νέο. Θα μπορούσε, κάλλιστα, να αρκεστεί στην επιτυχία της Lifo, του ελληνικού free press, που ο ίδιος δημιούργησε, και με το οποίο υπογράμμισε την σημασία της street κουλτούρας σαν ένα γερό αντίδοτο στα δήθεν, αλλά όπως φαίνεται δεν ησυχάζει ποτέ. Το παραδέχεται. Όπως παραδέχεται επίσης πως εδώ και καιρό ένα μόνο περιοδικό ζήλευε και θαύμαζε. Το Vice. Το free περιοδικό που κυκλοφορεί σε 24 χώρες στο κόσμο και γνωρίζει παντού μεγάλη επιτυχία στις νεαρές ηλικίες γιατί είναι ολικά αντισυμβατικό. Το θαύμασε, το ζήλεψε και…δεν ησύχασε μέχρι που πήρε τα δικαιώματα και θα το κυκλοφορήσει στην Ελλάδα, αυτό το μήνα. Σε μια περίοδο, λοιπόν, όπου όλοι οι υπόλοιποι προσπαθούν να βρούν μια καινούργια πρόταση, για το Στάθη Τσαγκαρουσιάνο μια λέξη ήταν ήδη αρκετή: Vice!
Παρασκευή απόγευμα στο γραφείο του. Μου κερνάει γαλλικό καφέ και κλείνει την πόρτα να μην μας ενοχλήσει κανείς. Και είναι από τις λίγες φορές που η στερεότυπη ερώτηση «τι νέα;» μπορεί και γίνεται συνέντευξη…

-Σε μια εποχή όπου τα μήντια έχουν από οικονομική μέχρι και νευρική κρίση εσύ κάνεις ένα τολμηρό βήμα, κυκλοφορώντας ένα περιοδικό εντελώς αντισυμβατικό. Γιατί;
Πρώτον διότι στην κρίση είναι που γίνονται οι τρίπλες, στην κρίση είναι που εμφανίζονται οι καινούργιοι τίτλοι- όχι μόνο στα μήντια αλλά σε όλους τους τομείς- και δεύτερον γιατί η κρίση ευτυχώς εμάς δεν μας έπληξε, αντίθετα μας ευνόησε. Τα ελληνικά free press πήγαν πολύ καλά την ίδια ώρα που η ανάλογη μείωση στα περιοδικά και στις εφημερίδες στην Ελλάδα ήτανε της τάξης 20-30%. Ίσως γιατί είναι δωρεάν, ίσως γιατί πραγματικά τα θέλει ο κόσμος, ίσως γιατί επειδή βγαίνουν από μικρότερους εκδοτικούς οργανισμούς είναι πιο ευέλικτα στο να αντιμετωπίσουν την κρίση και τις διαφημιστικές προσδοκίες.
-Αυτό δεν αναιρεί ωστόσο το ότι είναι τόλμημα να βγάζεις τώρα ένα καινούργιο περιοδικό
Πάντα είναι τόλμημα να βγάζεις ένα περιοδικό. Το Vice, όμως, πριν την Ελλάδα έχει δοκιμαστεί σε άλλες 24 χώρες με τόσο διαφορετικά υπόβαθρα, κουλτούρες και οικονομική ισχύ και πέτυχε και στις 24. Οπότε κάτι σημαίνει αυτό. Είτε το επιχειρηματικό τους μοντέλο είναι πολύ έξυπνο και δοκιμασμένο, είτε ο τίτλος προσφέρει πράγματα που δεν μπορεί να βρει αλλού το κοινό. Για τον αλφα ή βήτα λόγο πάντως παντού πέτυχε. Θα πρέπει να προσπαθήσουμε πάρα πολύ και νάμαστε εξαιρετικά βλάκες να αποτύχει στην Ελλάδα.
- Άρα δεν το θεωρείς τόσο ρίσκο.
Πιστεύω ότι δεν έχει πολύ ρίσκο γιατί πρόκειται για ένα brand, το οποίο στο κοινό που απευθύνεται είναι ήδη γνωστό, είναι εξαιρετικά ισχυρό βάση των μετρήσεων ανάμεσα στους trend setters κτλ και επίσης βοηθάει τους διαφημιστές να γεφυρώσουν το χάσμα με μια γενιά, την οποία δεν μπορούν να την πιάσουν στα περιοδικά γιατί έχει ξεφύγει προς το ιντερνετ ή στους τελείως προσωποποιημένους τρόπους έκφρασης. Αυτή η γενιά που ενδιαφέρει πάρα πολύ τους διαφημιστές, δεν έχει καμία πίστη στα μήντια.
- Και αυτό είναι και το κύριο της χαρακτηριστικό
Ακριβώς. Τα νέα παιδιά που μεγάλωσαν μέσα στο ίντερνετ πρώτον δεν μασάνε εύκολα και δεύτερο δεν δένονται με κανένα medium. Γιατί δεν δέχονται αυτό το κηρυγματολογικό στυλ των μήντια, θέλουν να ορίζουν οι ίδιοι το περιεχόμενο το οποίο εισρέει στο μυαλό τους, δεν θέλουν να πάρουν ένα περιοδικό να τους δείξει πώς να ζήσουν και το πώς να συμπεριφερθούν. Αν όμως αυτό το μέσο καταφέρει και τους πείσει ότι είναι ελεύθερο, ότι εκεί μπορούν να βρούν περιεχόμενο που δεν υπάρχει πουθενά αλλού, τότε ακόμα και αυτή η γενιά, η τελείως απελευθερωμένη και ανεξάρτητη, δένεται πραγματικά.
- Αυτή είναι η μαγκιά του Vice;
Δεν υπάρχει άλλη. Η μαγκιά όσο αφορά τους διαφημιστές. Γιατί η μαγκιά όσο αφορά την δημοσιογραφία είναι ότι είναι όντως ελεύθερο.
- Τι εννοείς όταν λες ελεύθερο;
Ελεύθερο στην έκφραση, στο μυαλό, στο τρόπο ζωής, στην συμπεριφορά, σε όλα. Εγώ τουλάχιστον δεν έχω δει άλλο μέσο στην εποχή μας που να είναι τόσο ελεύθερο, τόσο πολύ να μην νοιάζεται για τις αντιδράσεις ούτε του κοινού, ούτε των διαφημιζομένων, ούτε τίποτε. Ήθελε να πει ορισμένα πράγματα και τα είπε αποκλειστικά με το δικό του τρόπο. Πραγματικά δεν κωλώνει πουθενά.
- Γι’αυτό το λόγο, είχες πει πως ήταν το μόνο περιοδικό που θαύμαζεις;
Ναι, γιατί το παραδέχομαι. Και αν είσαι δημοσιογράφος και μεγαλώνεις σ’ αυτό το κλίμα που όλα σε περιορίζουν, όλα προσπαθούν να σου κόψουν την ελευθερία της έκφρασης, να στην λογοκρίνουν, να στην εξαγοράσουν, να σε σωπάσουν, ναι όσο βλέπεις ότι ορισμένοι μπορούν να αντεπεξέρχονται, να αντιδρούν και να τα καταφέρνουν, αυτή για μένα είναι η βασική και κύρια αρετή.
- Μήπως όμως έχουμε πάθει και μεις μια αυτολογοκρισία και δεν είναι οι άλλοι που προσπαθούν να μας περιορίσουν;
Αυτά δεν γίνονται μόνα τους. Την αυτολογοκρισία την πάθαμε γιατί προφανώς μας φόβισαν πάρα πολύ ή πολλές φορές μας ζεμάτισαν και πάρα πολύ. Πραγματικά εγώ σέβομαι και θεωρώ σπουδαίο στους ανθρώπους που δεν τσιμπάνε σ’ αυτό, δεν μασάνε, εξακολουθούν να είναι σπουδαίοι, τολμηροί ασυμβίμβαστοι. Αυτό είναι το Vice. Να σου πω την αλήθεια μου θυμίζει λίγο και την τρελή και ανώμαλη εποχή του 01,
- Με πρόλαβες. Το ίδιο σκεφτόμουνα.
Μα γι’ αυτό έχω μια συγγένεια και το καταλαβαίνω. Εμείς, βέβαια, στο Ο1, δεν δεχόμαστε μύγα στο σπαθί μας αλλά δεν το κάναμε συνειδητά. Είμασταν εκτός πραγματικότητας και γι’ αυτό βγήκε αυτό το εκπληκτικό πράγμα, το οποίο δεν κώλωνε σε τίποτα. Ό, τι θέλαμε να πούμε το λέγαμε όπως θέλαμε.
- Μα πέτυχε όσο κράτησε.
Πέτυχε αλλά κοίτα που κατέληξε. Ακριβώς επειδή είχαμε αυτό το χαρακτήρα τσακωθήκαμε με τους πάντες και διαλύθηκε το περιοδικό στην καλύτερη του στιγμή. Το Vice δεν είναι αυτό. Δεν είναι ιστορία ανθρώπων που δεν ξέρουν πού πατάνε και πού βρίσκονται. Ναι μεν ξεκίνησε από την έκρηξη μιας ομάδας αλλά οι άνθρωποι αυτοί είναι και business wise πάρα πολύ σημαντικοί, με αποτέλεσμα να έχουν φτιάξει μια αυτοκρατορία. Από την αρχή η ελευθερία τους ήτανε ένα πράγμα που το είχαν αποφασίσει γιατί είχαν πει ότι μετά από τόσα μήντια, μετά από τόσο ίντερνετ, μετά από τόσους τρόπους έκφρασης αν αξίζει να κάνουμε κάτι είναι μόνο αυτό: Κανένας πειρορισμός. Όλα ή τίποτα. Και τους πέτυχε το όλα.
- Ισχύει όντως αυτό που έγραψες, πως δεν πιστεύεις πια στα περιοδικά;
Μα σε ποια περιοδικά να πιστεύω; Δες γύρω σου (αναφέρεται στα ελληνικά περιοδικά). Δεν πιστεύω σε τίποτα γιατί δεν κυκλοφορεί και τίποτα. Συμπεριλαμβάνω αν θες ακόμα και την Lifo που μου αρέσει πρέπει να σου πω και το τελευταίο καιρό την απολαμβάνω. Αλλά και πάλι ένα περιοδικό που να αλλάξει τον τρόπο της σκέψης, να αλλάξει συνήθειες, να διαφωτίσει πραγματικά, να πάει πάρακάτω την κοινωνία να την ζυμώσει με ένα άλλο τρόπο, δεν υπάρχει. Εγώ θυμάμαι όταν ήμουνα μικρός και διάβαζα τον Ταχυδρομο στην καλύτερη του εποχή, μου δημιουργούσε σπινθήρα τρομερό. Ακόμα και την αρνητική να πάρεις επιρροή, η επιρροη του ΚΛΙΚ, ναι μεν ήτανε αρνητική, αλλά ανέτρεψε όρισμένους δημοσιογραφικούς κανόνες. Είχανε δύναμη τα περιοδικά και αισθητική.
- Μα τα περιοδικά από κάποιους φτιάχνονται. Μήπως κουράστηκε εκείνη η δημιουργική γενιά του τότε; Τι φταίει;
Δεν θέλω να βγάλω γενικές ρήσεις ότι ξενέρωσαν οι άνθρωποι και ξεπουλήθηκαν οι δημοσιογράφοι, πιστεύω όμως ότι πραγματικά έχει αλλάξει η υφή του δημοσιογραφικού κόσμου. Τώρα γιατί άλλαξαν οι άνθρωποι, γιατί δεν κάνουν επαναστάσεις, γιατί εμμένουν σε ένα τρόπο ζωής που είναι ξενέρωτος, γιατί παρακολουθούν μήντια που είναι επίσης ξενέρωτα ή γιατί τα εγκαταλείπουν για να οδηγηθούν στο μεγάλο χάος του ίντερνετ, πραγματικά δεν ξέρω. Φαντάζομαι όμως ότι οι αιτίες είναι ιστορικές, τις γεννούν οι κοινωνίες μέσα στις οποίες ζούμε. Κοινωνίες που εσωτερίκευσαν την αυτολογοκρισία στον κάθε άνθρωπο και στο δημοσιογράφο, εσωτερίκευσαν το συμβιβασμό και μάλλον, αυτό το οποίο στην αρχή φαινότανε σαν μια ανορθογραφία έγινε ο γενικός κανόνας, ότι το τόνο της δημοσιογραφίας πλέον τον ορίζουν οι διαφημιστές. Η δημοσιογραφία παλιά ήταν κάτι διαφορετικό από τους διαφημιστές. Τώρα οι διαφημιστές είναι partners στο δημοσιογραφικό προιόν. Όλα αυτά έχουν χαλάσει το δημοσιογράφο αλλά μαζί με το δημοσιογράφο χαλιέται και ο αναγνώστης του γιατί είναι μέσα στον ίδιο κοινωνικό ιστό.
- Εσύ που έχεις ζήσει διάφορες περιπέτειες σ’ αυτό το χώρο, πως νιώθεις με αυτές τις διαπιστώσεις;
Νιώθω με το ένα πόδι μέσα και με το ένα πόδι έξω. Γιατί από την μια έχω και μια επιχείρηση και από την άλλη πρέπει το περιεχόμενο που δίνω να μην είναι ξεπουλημένο, να είναι κάπως ενδιαφέρον και αισθητικά, όσο γίνεται, ερευνητικό και καινούργιο. Άλλες φορές τα καταφέρνω, άλλες όχι. Προσωπικά νοσταλγώ λίγο τις παλιές δεκαετίες, αλλά από την άλλη θέλω όμως και νάχω και μια επιχείρηση που να πηγαίνει καλά.
- Γιατί μπήκες στο επιχειρηματικό μέρος αυτής της ιστορίας; Δεν φοβήθηκες μην σε φθείρει;
Φοβήθηκα αλλά δεν είχα άλλη επιλογή. Εξάντλησα όλα τα μαγαζιά, πήγα σε όλα, τσακώθηκα με όλους.
- Επιλογή σου ήταν κι’ αυτό.
Ναι αλλά στο τέλος κατέληξα να μην κάνω την δουλειά που μου αρέσει, που είναι να βγάζω περιοδικά. Δεν μπορείς να πεις ότι δεν προσπάθησα. Πήγα μέχρι και στον Κωστόπουλο. Είναι, δυστυχώς, ακριβό σπορ το να βγάζεις περιοδικά, το να είσαι εντελώς ανεξάρτητος αλλά και η ανεξαρτησία, το να φτιάξεις το δικό σου μαγαζί χρειάζεται σκληρή δουλειά και τρομερά ρίσκα, τα οποία τα πήραμε και δεν μου ήταν και εύκολο ξέρεις στα 47 να αρχίσω πάλι να δουλεύω όπως όταν ήμουνα 20αρης. Τόκανα και ευτυχώς πέτυχε.
- Αυτό δεν συρρίκνωσε κάποια στιγμή το ελεύθερο της σκέψης σου;
Κάτι έχασα, κάτι κέρδισα. Και στην άλλη κατάσταση την ιδεατή είχα την ελευθερία της σκέψης μου και δεν μπορούσα να γράψω πουθενά. Αυτό όλο είναι σχήμα λόγου που λέμε η συρρίκωνση της ελευθερίας σκέψης. Ποια ελευθερία; Αφού δεν έγραφα. Επίσης εγώ θέλω να εκδίδω περιοδικά, είναι πολύ μεγαλύτερη η ηδονή να φτιάχνω το πάζλ ενός περιοδικού, παρά του να γράφω. Εγώ είμαι περιοδικατζής. Αυτό είναι το σπόρ μου, αυτό είναι η ευχαρίστηση μου, αυτό είναι το ερευνητικό μου πεδίο. Και βέβαια δεν είχα καμία αντίρρηση όπως ξέρεις, να κάνω μια επιτυχία τύπου Symbol και να καρπώνεται τα λεφτά ένας εκδότης, δεν αλλοιθώριζα προς τα κέρδη, ούτε ζήλευα.
-Μα έτσι κι’ αλλιώς όταν έχεις αυτό το σκουλήκι να κάνεις περιοδικά η εξαργύρωση δεν είναι ποτέ μόνο τα λεφτά
Όχι. Είναι η ευχαρίστηση ότι κάνεις ένα υπέροχο έντυπο, δηλαδή εγώ ειλικρινά στο λέω αν είχα την απόλυτη ελευθερία να ανήκει η Lifo κάπου αλλού, να έχω τα μέσα που χρειάζεται, να παίρνω ένα καλούτσικο μισθό και να το γιορτάζω όπως το γιόρταζα την εποχή του Symbol, δεν θα είχα καμία αντίρρηση να μην έμπαινα σε όλο αυτό το τριπ που μπήκα. Πέρασα πολύ άσχημα μέχρι να πετύχει. Αλλά τι να έκανα…
- Εκείνο ωστόσο που πάντα παραδεχόμουνα σε σένα είναι το πώς κατάφερνες να μυρίζεσαι το καινούργιο και να το προτείνεις. Να αναφέρω 01, symbol κτλ
Η Lifo δεν ήτανε μια πρωτότυπη ιδέα. Είχε ξεκινήσει πριν από μας ένα άλλο free press, το οποίο άνοιξε την αγορά και επειδή αυτή η αγορά αισθάνθηκα πως απευθύνεται στο κοινό που διαμόρφωσα με τα προηγούμενα μου έντυπα είπα γιατί όχι, αυτό είναι κάτι που μου ταιριάζει…ανήκω σε αυτό. Και δεν ήτανε εύκολο να ξεκινήσεις μετά απο τρία χρόνια και να χτυπήσεις ένα που ως εκέινη την στιγμή ήταν ο μοναδικός παίχτης. Και το κάναμε πολύ επιτυχημένα. Όλα τα άλλα, έχεις δίκαιο, ήταν καινούργια πράγματα και πάνω από όλα το 01 το οποίο απλώς ήταν πολύ πρώιμο για την εποχή του, ήτανε ένα πείραμα το οποίο είναι ακατάτακτο. Έφερε πολλές καινούργιες φωνές.
-Ήτανε και η πρώτη φορά που βλέπαμε την λέξη ίντερνετ και σερφάρω γραμμένες
Μα είναι το πρώτο ελληνικό περιοδικό που έγραψε την λέξη ίντερνετ. Γι’αυτό είμαι λίγο περήφανος (χαμογελάει). Ήταν ένα περιοδικό που είχε ενώσει τα καλύτερα παιδιά μιας γενιάς. Δεν τόχαμε, όμως, διεκδικήσει. Ήμασταν φίλοι. Οι φίλοι εκείνης της εποχής. Μια παρέα.
- Μα τελικά οι καλές παρέες είναι που κάνουν τα καλά περιοδικά.
Ναι το πιστεύω. Ωστόσο σε αυτή την πολύ συγχυσμένη και αβέβαιη και αμφίβολη εποχή όπως η σημερινή το Vice πιστεύω ότι πραγματικά θα δημιουργήσει πολύ καλές ζυμώσεις, θα κάνει καλό στο μυαλό των πιτσιρικάδων. Το πιστεύω απόλυτα. Θα μου πεις τώρα εσύ τι είσαι κάνεις σταυροφορία; Όχι, αλλά μου αρέσει πάρα πολύ να κάνω μπίζνες και ταυτόχρονα να προωθώ πράγματα που είναι αισθητικά και καλά για την κοινωνία. Αυτό που έλεγα τότε με το 01, η εκδίκηση του καλού.
- Παρόλα αυτά δεν μου απάντησες…Πού οφείλεται το ότι ανακαλύπτεις κάθε φορά το καινούργιο;
Πάντα μ αρέσει να ψάχνομαι. Και βαριέμαι και εύκολα. Η βαρεμάρα με την αναζήτηση πάνε χέρι-χέρι. Να σου πω την αλήθεια και γω σιγά σιγά το κατάλαβα ότι έχω αυτό το χαρακτηριστικό, γιατί έβλεπα ότι το πράγμα που με ενθουσιάζε κάποια στιγμή πχ σε μια φωτογραφία ή σε ένα γράψιμο, μετά από λίγο γινόταν λαικό σουξέ. Δεν είναι σώνει και καλά όλα αυτά που κάνω πρωτότυπες δικές μου ιδέες, κάπου τα είδα για πρώτη φορά, αλλά τα είδα πρώτος. Ξεχωρίζω ποιο είναι ενδιαφέρον ή όχι επειδή πάντα μου άρεσαν τα περιοδικά, ξέρω τι είναι αυτό που προκαλεί την έκπληξη στο μάτι από το άλλο που θεωρείται ωραίο αλλά ουσιαστικά είναι στο μπαφλασμό του ίδιου και του ίδιου.
- Το ότι από μικρός είχες μανία με τα περιοδικά, θάλεγες τελικά πως αυτά σου διαμόρφωσαν την αισθητική σου;
Νάι. Ο κινηματογράφος και τα περιοδικά. Τα περιοδικά ήταν για μένα ένας τρόπος έκφρασης και επικοινωνίας που από μικρό με ζέστανε πολύ.
- Μ’ αρέσει που χρησιμοποιείς τη λέξη ζέσταμα…Ισχύουν, αλήθεια, για σένα ακόμα οι ίδιοι λόγοι για τους οποίους άρχισες να δημοσιογραφείς;
Ξεκίνησα δημοσιογραφώντας και τότε αγαπούσα πολύ το γράψιμο, αλλά η στόχευση μου ήταν να βγάζω έντυπα. Έχουν αλλάξει τα παρακλάδια στο δρόμο μου και μετά δεν ήθελα να βγάζω περιοδικά κάτω από άλλους, ήθελα να τα βγάζω μόνος μου. Και αυτό το πράγμα συνεχίζεται, είναι μια μικρή περιπέτεια. Η έκφραση, βέβαια, είναι έκφραση. Αρα αν αλλάξουμε την ερώτηση και την κάνουμε αντί να δημοσιογραφείς να βγάζεις περιοδικά, τότε σου απαντώ πως ναι, ισχύουν οι ίδιοι λόγοι. Η ανάγκη της επικοινωνίας. Δεν αρχίζεις να ασχολείσαι με μια τέτοια δουλειά αν βαθύτατα δεν σου είναι μια ανάγκη.
- Δεν χόρτασε όλα αυτά τα χρόνια αυτή η ανάγκη;
Η επικοινωνία δεν χορταίνεται. Εφόσον ζεις θές να μοιράζεσαι. Και αν δεν μοιράζεσαι την σκέψη σου, την ματιά σου, είναι σαν να μην υπάρχει.
- Και η ανταπόκριση σ’ αυτό το μοίρασμα σε εξαργύρωσε;
Ναι περισσότερο από ότι περίμενα. Επικοινωνία είναι η αίσθηση ότι κάποιος σε άκουσε και κάποιος σου απάντησε. Οι άνθρωποι μου έχουν απαντήσει. Και μια άλλη απάντηση που είναι και η πιο φιλόδοξη για ένα δημοσιογράφο είναι να αισθανθείς ότι κάπως, κάπου, έμεινε ένα ίχνος που άλλαξε την ματιά ορισμένων ανθρώπων. Είναι πολύ ωραίο αυτό. Ότι μπορεί σε κάποιο νάμαθες κάτι που να του φάνηκε και χρήσιμο.
- Εσένα ποιοι σου άλλαξαν την ματιά;
Πολλοί και εξακολουθούν. Μέχρι πριν πέντε χρόνια έπαθα μεγάλο έρωτα με την Guardian, την αγόραζα ευλαβικά κάθε μέρα και ήτανε ένα καινούργιο σχολείο για μένα. Διάβαζα από την πρώτη μέχρι την τελευταία σελίδα την λάτρευα, ήμουνα φάν. Μου άλλαξε τον τρόπο που κοιτάω όχι μόνο την δημοσιογραφία αλλά και την ζωή
- Ποιο τρόπο σου υπέδειξε;
Καταρχάς ένα είδος ψυχρότητας στο να βλέπεις το γεγονός και να μην αφήνεις να μιλάει το συναίσθημα για το γεγονός. Αυτό που είναι μόνο μια φράση είναι τεράστιο αν καταφέρει κανείς. Εγώ πχ ακόμα δεν έχω καταφέρει να το κάνω. Να προσεγγίζεις δηλαδή την πραγματικότητα και όχι τον ψυχικό σου κόσμο. Αυτή η δημοσιογραφία είναι το άφλα και το ωμέγα της λεγόμενης αντικειμενικότητας, του ρεαλισμού, της ουσιώδης παρέμβασης. Εγώ δεν τόχα αυτό και ούτε στις ελληνικές εφημερίδες το είχα δει με τόσο αυστηρό και διακριτο τρόπο.
- Εσυ θάλεγα ότι μάλλον ήσουν στο αντίποδα. Τα κείμενα σου είχαν πολύ συναίσθημα.
Ναι έγραφα έτσι πάρα πολύ. Και ακόμα το κάνω. Αλλά δεν το θεωρώ πια και τόσο γοητευτικό να ξεδιπλώνεις τα συναισθήματα σου. Θυμάμαι τότε γινόταν η σφαγή στην Γιουγκοσλαβία και ήτανε μια δημοσιογράφος της Guardian, η οποία περιεγραφε τις σφαγές. Μιλούσε σχεδόν μεταλλικά. Στο τέλος του κομματιού το αίσθημα που σου είχε δημιουργηθεί ήταν πολύ βαθύ, πολύ σημαντικό και αλησμόνητο για καιρό. Η κοπέλα χωρίς στοιχεία μάταιου συναισθηματισμού ή μελοδραματισμού σου περιέγραφε τα γεγονότα. Δεν έλεγε πως αισθάνεται αυτή. Είναι πολύ σημαντική διαφορά. Στην έκφραση υπάρχει πια πολύ μελούρα και πολύ λαικό φρου φρου. Εγώ ξαφνικά διαβάζοντας τότε την Guardian αισθάνθηκα πάρα πολύ ξεπερασμένος και ασήμαντος. Αλήθεια στο λέω.
- Με εκπλήσσεις μ’ αυτό που λες γιατί εσύ ήσουνα ο μάστορας των κειμένων γεμάτων συναίσθημα, τα οποία γι’αυτό και συγκινούσαν πολλούς
Ναι το ξέρω. Νομίζω ότι συγκίνησα πολλούς, αλλά είναι πιο σημαντικό να αλλάζεις τους ανθρώπους
- Μήπως η συγκίνηση προυπάρχει της αλλαγής;
Εγώ νομίζω ότι οι συγκινήσεις έρχονται και φεύγουν, οι αλλαγές είναι κάτι που τις παίρνουμε και τις κουβαλάμε στην ζωή. Τέλοςπάντων δεν ξέρω αλλά αισθάνομαι ότι είναι πολύ πιο σπουδαία η δημοσιογραφία αυτή από το άλλο το οποίο έκανα εγώ.
-Τώρα τι σου αρέσει να διαβάζεις;
Μου αρέσει να διαβάζω καλή δημοσιογραφία
-Ποια είναι η καλή δημοσιογραφία;
Το Vice έχει δημοσιογραφία υψηλού επιπέδου, ερευνητική που την βρίσκεις μόνο στις πολύ μεγάλες εφημερίδες. Είναι το μόνο περιοδικό που το δέχτηκαν οι Ταλιμπαν και έκατσε ένας δημοσιογράφος ένα μήνα μαζί τους με φωτορεπορτάζ συγκλονιστικό. Μ’ αρέσει επίσης η δημοσιογραφία του Economist που δεν είναι ρεπορτάζ είναι γνώμες και μάλιστα πολύ εμφατικές παρεμβάσεις στην λειτουργία των μοντέρνων κοινωνιών, φιλελεύθερες μεν αλλά τόσο ανοιχτόμυαλές…το διαβάζω και υποκλίνομαι και δεν είναι τυχαίο ότι έχει υπερδιπλασιάσει την κυκλοφορία του τα τελευταία δέκα χρόνια εν μέσω κρίσης.
-Μήπως τελικά η κρίση καλλιεργεί καλύτερα το κριτήριο μας;
Σίγουρα. Ξεκαθαρίζει πράγματα. Βέβαια μαζί με τα ξερά καίγονται και ορισμένα χλωρά αλλά αυτός είναι ο νόμος της αγοράς.
- Στα κείμενα σου, πάντως, δεν διακρίνω πια την υπόγεια θλίψη που είχαν παλιά.
Χμ…δεν έχω και απόλυτη εικόνα του εαυτού μου. Καλό όμως δεν είναι αυτό;
-Έχει μαλακώσει η ματιά σου μεγαλώνοντας;
Μεγαλώνοντας αρχίζεις και καταλαβαίνεις και δικαιολογείς λιγο περισσότερο.
-Τον εαυτό σου ή τους άλλους;
Τους άλλους. Όσο για τον εαυτό μου…στην καθημερινή μου ζωή είναι αλήθεια πως αισθάνομαι λίγο καλύτερα (χαμόγελο)
-Τις ήττες σου πώς τις διαχειρίζεσαι;
Οι ήττες είναι σούπερ. Πιστεύω ότι στην περίοδο της ήττας είναι που βελτιώνεσαι πραγματικά. Γιατί κάθεσαι και τα ξανασκέφτεσαι όλα και σίγουρα σε κάθε ήττα έχεις και σύ ένα βαθμό συμμετοχής και αν το διαχειριστείς σωστά βγαίνεις δυνατότερος από αυτή την ιστορία
- Αν το διαχειριστείς σωστά.
Εκεί είναι η όλη διαφορά ανάμεσα στους ανθρώπους που είναι πλασμένοι για κάτι σπουδαίο και τους ανθρώπους που παρασέρνοται με την πρώτη βροχή
- Έχει ανθρώπους που είναι πλασμένοι για κάτι σπουδαίοι και ανθρώπους που δεν είναι ;
Η διαφορά του πώς διαχειρίζεσαι την ήττα είναι η διαφορά των ανθρώπων που χάνονται με τους ανθρώπους που κερδίζουν. Γιατι όλοι χάνονται κάποια στιγμή. Δεν υπάρχει άνθρωπος που οδηγήθηκε κατευθείαν στην κορυφή. Συνεπώς αυτό εννοώ, ότι άλλοι είναι πλασμένοι να παλεύουν και να αγωνίζονται, αλλά υπάρχουν και ταλέντα που δεν έχουνε μέσα τους το πείσμα, την διεκδίκηση…Η ήττα για ένα άνθρωπο που ξέρει τι θέλει και έχει πείσμα μέσα του είναι μεγάλο σχολείο.
- Εσύ το ταλέντο σου το διέκρινες από νωρίς;
Ενώνοντας τις τελείες έχω καταλάβει ότι αυτό που κάνω συγκινεί ορισμένους ανθρώπους. Αλλά εγώ μέσα μου δεν έχω καταλάβει τι είναι αυτό το ταλέντο. Εκεί θάλεγα πως έχω ταλέντο είναι στους ποιους διαλέγω νάχω κοντά μου. Ανθρώπους που κανένας πριν δεν τους έδωσε ευκαιρία, εγώ διαισθάνθηκα ότι μπορούν να κάνουν κάτι που νάναι ενδιαφέρον επικοινωνιακά. Αυτό είναι ταλέντο. Δεν είναι ταλέντο δουλειάς είναι ταλέντο επιλογής ομάδας ανθρώπων.
-Ταλέντο ή ένστικτο;
Δεν ξέρω. Πέστο όπως θες. Αλλά με νοιάζουν οι άνθρωποι. Και επίσης δεν εχω αυτή την τρελλή αρρώστια που έχουν οι Έλληνες εκδότες, οι οποίοι ζηλεύουν τα αστέρια που δουλεύουν γι’ αυτούς. Εγώ χαίρομαι όταν κάποιος ανέρχεται. Πολύ.
-Εσένα έχει την δύναμη ακόμα αυτή η δουλειά να σε κάνει ευτυχισμένο;
Ναι αυτή η δουλειά είναι η ευτυχία μου. Αλήθεια σου λέω. Ξυπνάω το πρωί παίρνω το καφέ μου και λέω τι σούπερ. Δεν συμβαίνει πάντα. Ούτε όλες τις περιόδους. Τώρα όμως είναι μια ευτυχισμένη στιγμή γιατί εδώ και κάποιο καιρο με ικανοποιεί το αποτέλεσμα.
- Πρόσφατα διάβασα μια φράση σου που μου έκανε εντύπωση: Έγραφες «Είμαι 50 χρονών, αλλά δεν ξέρω να ζω».
Ξέρει κανείς; Εσύ ξέρεις;
- Δεν θα τόλεγα…
Ποιος θα είχε την τόλμη να πει εγώ ξέρω να ζω; Κανείς δεν ξέρει να ζει γιατί η ζωή είναι πολύ πιο μεγάλη από μας και πολύ πιο απρόβλεπτη και χαώδης. Είναι μεν ένα δώρο αλλά είναι ένας γρίφος ταυτόχρονα. Και γι’ αυτό μας δίνει ασθματική σχεδόν χαρά και ευτυχία αλλά και αδόκητα πράγματα που σου πέφτουν σαν κεραμίδα στο κεφάλι…Εγώ νομίζω ότι θαλασσοδερνόμαστε, κανείς δεν ξέρει πώς να κολυμπήσει απέναντι γιατί δεν υπάρχει και απέναντι. Συνεπώς λές να κολυμπήσω αριστερά δεξιά και ποτέ δεν ξέρεις πέρα από μια μικρή ηθική φωνή μέσα σου που σου λέει «καλά πας», αλλά και μετά λες και γιατί πάω καλά. Όχι δεν ξέρω να ζω…Ούτε τον εαυτό μου ξέρω. Σαν πηγάδι είμαι. Κοιτάω μέσα μου και κάθε φορά είμαι και κάτι άλλο. Άληθεια στο λέω.
- Σαν τρυφερότητα μου ακούγεται αυτή η παραδοχή!

Back to top