Σε μια μυστική αυλή

Στη γειτονιά μου είναι μια αυλή μυστική, την ανακάλυψα τυχαία ένα καλοκαιριάτικο απόγευμα, λίγο η περιέργεια, λίγο ένα πέρασμα που έμοιαζε μυστήριο και κάπως έτσι βρέθηκα μέσα στην παράξενη ερημιά της.

images
Back to top

Στη γειτονιά μου είναι μια αυλή μυστική, την ανακάλυψα τυχαία ένα καλοκαιριάτικο απόγευμα, λίγο η περιέργεια, λίγο ένα πέρασμα που έμοιαζε μυστήριο και κάπως έτσι βρέθηκα μέσα στην παράξενη ερημιά της. Από τότε πηγαίνω συχνά πυκνά, κάθομαι χάμω σε ένα τσιμεντένιο σκαλί που βρίσκεται εκεί και προσπαθώ να αφουγκραστώ πότε την ίδια την πραγματικότητα και πότε τον εαυτό μου μέσα σ’αυτήν και όταν λέω τον εαυτό μου εννοώ όλα τα πρόσωπα που με συνιστούν, οι ζωντανοί και οι πεθαμένοι μου σε ένα άρρηκτο δέσιμο κυττάρων. Απέναντι μου η πράσινη γραμμή, γύρω μου σπίτια διατηρητέα, φρεσκοσυντηρημένα, νοικιασμένα υποθέτω σε ξένους που εργάζονται σε πρεσβείες, πιο πίσω οι τούρκικες σημαίες, πάρα πέρα τα συρματομπλέγματα και η οδός Ερμού στην απονεκρωμένη της εκδοχή. Συνήθως κάποιο σκυλί που αδυνατώ να εντοπίσω αν βρίσκεται στην από δω ή στην από κεί μεριά γαβγίζει θυμωμένα, μετά εξοικειώνεται με την παρουσία μου και ηρεμά, διαισθάνεται πως δεν αποτελώ απειλή, διερωτώμαι άν όντως δεν αποτελώ, είναι πολλές οι φορές που οι σκέψεις μου μοιάζουν με περίστροφο που στρέφεται κατά πάνω μου απειλώντας με να ομολογήσω τα ανομολόγητα. Τί άραγε να συμβαίνει στα ανομολόγητα όταν πεθαίνουμε είναι μια απορία που περνάει συχνά τον τελευταίο καιρό από το νου μου και ειδικά όταν πηγαινοέρχομαι στην μυστική τούτη αυλή, δεν ξέρω πόση σημασία έχει η απάντηση της αλλά υποψιάζομαι πως έχει περισσότερη από όση συλλαμβάνω. Όταν το σκυλί σωπάσει κάθομαι με τα μάτια κλειστά προς τον ήλιο, άν δεν έχει ήλιο εντοπίζω το πιο ήσυχο σύννεφο και στρέφω το κεφάλι μου προς εκείνο, προσπαθώ να φανταστώ αυτό το μέρος την εποχή που ήτανε ζωντανό, τότε που η Ερμού έσφυζε απο ζωή και κόσμος πηγαινοερχότανε πουλώντας την πραμάτεια του, φαντάζομαι την γιαγιά μου να περπατά μέχρι το κατάστημα του παππού μου, φαντάζομαι και την μάνα μου με τις δανδελένιες κορδέλες στα μαλλιά να παίζει μέσα στα χώματα και με πιάνει ύστερα ένα παράπονο τόσο βαθύ όσο και οι ρίζες μου που τις νιώθω τώρα μέσα στο έδαφος μπλεγμένες σαν λερωμένα κουβάρια. “Οι μνήμες των άλλων μας έδιναν μια θέση στον κόσμο”, γράφει κάπου η Ερνό και θυμάμαι πως ο πατέρας μου τα τελευταία χρόνια πριν πεθάνει τρεις ιστορίες από την ζωή του θυμότανε όλες και όλες και τις επαναλάμβανε, τότε τον λυπόμουνα, τώρα λυπάμαι τον εαυτό μου που αρνούμουνα να συνειδητοποιήσω πως αυτός ήτανε ο τρόπος που του απόμεινε για να μου υπενθυμίζει τις συντεταγμένες μου. Μυστήρια αυτή η αυλή, όπως κάθε μέρος που κατοικείται μόνο από φαντάσματα και σιωπές, το μέλλον περνάει από έξω σαν χαμένο, το παρελθόν στέκει στο βάθος βουβό και παραχαραγμένο και το παρόν μοιάζει με ένα ιδιότυπο ψύθιρο που γλιστράει μέσα στα αυτιά μου και χάνεται στο αέρα. Μια γάτα περνά από μπροστά μου με μια ελευθερία που την ζηλεύω, κατευθύνεται αμέριμνη στο ερειπωμένο σπίτι, πηδά από ένα ετοιμόροπο παράθυρο και εξαφανίζεται στην άλλη πλευρά αφήνοντας με με την αδιεκρίνιστη αίσθηση πως κάποια στιγμή κάτι χάσαμε μα δεν ξέραμε ακριβώς τί και πως το πιο πιθανόν είναι πως το αφήσαμε να συμβεί. Πόσο εξαντλητική είναι τελικά αυτή πραγματικότητα που μας έλαχε ή που αφήσαμε να μας λάχει, τα πάντα μοιάζουν ταυτόχρονα αληθινά και μη αληθινά και μεις μετεωριζόμαστε ανάμεσα τους ανήμποροι να αγγίξουμε με τα ακροδάχτυλα μας την αλήθεια. Είναι κάτι τέτοιες στιγμές που νιώθω πως κάτι θροίζει ακατάπαυστα, ένα συνεχόμενο θρόισμα που δεν οφείλεται στα φύλλα των δέντρων, ούτε στις σημαίες απέναντι αλλά στα σωθικά της πόλης που χώνονται μέσα σε  μυστήρια περάσματα και ερειπωμένες αυλάδες για να αιμοραγήσουν με την ησυχία τους. Είναι λοιπόν μια τέτοια μυστική αυλή στην γειτονιά μου όπου έρχομαι συχνά-πυκνά κάθομαι στο τσιμεντένιο σκαλί και αισθάνομαι την αύρα της νεκρής ζώνης και τους πεθαμένους μου να περπατάνε μέσα στα αγριόχορτα της και την ίδια ώρα βλέπω να σχηματίζεται στα ίχνη τους η φοβερή σημασία της φράσης “μια και μόνο ζωή έχω”.

Back to top