Οι αμυγδαλιές του Ιούνη

 Ακουμπώ το κεφάλι μου στο τζάμι σαν μικρό παιδί και περιμένω με αγωνία να δω κάπου στην διαδρομή τον ζωγράφο να κυλιέται ανάμεσα στα στάχυα, ποιός είπε ότι κάτι τέτοιο είναι απίθανον να συμβεί;

images
Back to top

Λούτον, σταθμός του τρένου. Η μέρα είναι συννεφιασμένη, ίσως βρέξει ίσως όχι, ποιός εμπιστεύεται πια τις προβλέψεις λέω στο Χ και το βλέμμα μου πέφτει ασυναίσθητα στην απέναντι αφίσα. “Ενωμένοι καταπολεμούμε την αυτοκτονία”, γράφει η αφίσα, παράξενο, τις προάλλες μου μιλούσε γι’αυτό το θέμα η Ν, μου έλεγε πως είναι πολύς ο κόσμος που αυτοκτονεί και πως οι ειδήσεις το κρύβουν, η Ν ξέρει, είναι ψυχολόγος, ακούει πολλές “ανεπίσημες” ιστορίες της πραγματικής πραγματικότητας. Προς το παρόν κάνει ζέστη και περιμένουμε το τρένο για το Λέστερ. Έχω καιρό να ταξιδέψω με τρένο, ανέκαθεν μ’αρέσαν τα τρένα, όχι εκείνα που διακινούνται μέσα στα υπόγεια αλλά τα άλλα που διασχίζουν λιβάδια και λίμνες και ξεχασμένα γεφύρια και ήσυχους ποταμούς, γι’αυτά μιλάω, μαζί τους το ταξίδι έχει μια γοητεία μεταφυσική, δύσκολο να την εξηγήσω, ένα βαγόνι, ένα παράθυρο, ο ήχος της ράγας και η ζωή απέξω σαν ταινία, τί παραπάνω εξήγηση να χρειάζεται; Περνάμε από φτωχογειτονιές, μπουγάδες απλωμένες σε αφημένες αυλές, πολυκατοικίες σαν χαρτόκουτα, μπαλκόνια στενά, ίσα που χωράνε δύο καρέκλες πλάι-πλάι, προσέχω πως σε ένα από αυτά κάποιος στρίμωξε μια στρογγυλή πλαστική πισίνα, χρωματιστή, ο άνθρωπος προσπαθεί να ζήσει, είναι η αντανακλαστική μου σκέψη, πότε τα καταφέρνει και πότε όχι, στο βάθος όμως προσπαθεί. Οι αγελάδες απλώνουν στα λιβάδια χωρίς έγνοιες, το ίδιο και οι γλάροι που πετούν πάνω από την πόλη, είναι ωραίο να πετάνε γλάροι πάνω από την πόλη λέω στο Χ, αφήνουν στην ατμόσφαιρα μια υποψία ποίησης, αντίδοτο στα στενοκοπημένα μπαλκόνια, ο Χ όμως δεν είναι αισιόδοξος. Ο νεαρός παραδίπλα μου, θάναι δεν θάναι 25 χρονών, διαβάζει ένα βιβλίο για το πώς να γίνει πλούσιος, αυτός είναι ο τίτλος, το διαβάζει στα αγγλικά, είναι απόλυτα συγκεντρωμένος, για τις λίμνες και τα λιβάδια και τα γέρικα δέντρα που παιρνούν από μπροστά του αδιαφορεί, καμμία διάθεση να ονειροπωλήσει, ποιός ονειροπωλεί πια κοιτώντας το σχήμα ενός συννέφου.. Οι προβλέψεις λένε πως το επόμενο πρωί ο ουρανός θα είναι καθαρός, σύννεφα μηδέν, από το μεσημέρι και μετά θα έχει δυνατές βροχές, προλαβαίνουμε να πάμε στην έκθεση με τα έργα του Βίνσεντ Βαν Γκόγκ λέει ο Χ, δεν είναι έκθεση είναι εμπειρία, γράφει η προσούρα, η τεχνολογία ζωντανεύει τα έργα του ζωγράφου και σε μεταφέρει στο σύμπαν του, τί πιο ωραίο έξω να βρέχει και συ νάσαι βυθισμένος στις ανθισμένες μυγδαλιές του Βαν Γκόγκ και αυτό είναι τελικά που συμβαίνει, την ώρα της βροχής είμαστε σε μια σκοτεινή αίθουσα και μυριζόμαστε τις μυγδαλιές του. Αφύπνιση και ελπίδα, αυτό σήμαιναν για τον Βαν Γκόγκ τα ανθισμένα δέντρα, διερωτώμαι πόση αλήθινή περιέργεια και επιθυμία να ζήσει κανείς τέτοιους συμβολισμούς κυκλοφορεί πια, μάλλον φταίει εκείνο το στενοκοπημένο μπαλκόνι με την στρογγυλή χρωματιστή πισίνα που μπερδεύει τις σκέψεις μου και με ταλαιπωρεί με ανήμπορες ερωτήσεις…Η “Έναστρη Νύχτα” γεμίζει το δωμάτιο και με συνεφέρνει, μπλέ, κίτρινο και ένα ψηλό μαύρο κυπαρρίσι, στο βάθος το μικρό χωριό, αισθάνομαι το κάθε ένα χρώμα στον οργανισμό μου σαν βιταμίνη, προφανώς χρειάζεται να διανύσεις κάποια χιλιόμετρα ζωής για να μάθεις πως καλύτερη βιταμίνη από τη ζωντάνια των χρωμάτων δεν υπάρχει. Ο Βαν Γκόγκ ζωγράφισε την "Έναστρη Νύχτα” όταν ήταν στο άσυλο, ήταν η θέα από το δυτικό παράθυρο του δωματίου του, η θέα όπως την έβλεπε εκείνος, “πιστεύω πως η νύχτα έχει πιο έντονα και πλούσια χρώματα από την μέρα”, έλεγε, σπουδαία ικανότητα να βλέπεις τα χρώματα της νύχτας ή έστω να θέλεις να τα δεις, σκέφτομαι διαβάζοντας την φράση του. Στην επιστροφή κάθομαι στο παράθυρο, είναι σχεδόν οκτώ το βράδυ, ο ήλιος τώρα πάει να δύσει, λες και η νύχτα επίτηδες καθυστερεί τον ερχομό της, δεν θέλει υποψιάζομαι να σπαταλήσει μάταια τα χρώματα της, στο τρένο οι περισσότεροι κοιμούνται και οι υπόλοιποι είναι χωμένοι στα κινητά τους. Έξω οι αγελάδες είναι στην ίδια περίπου θέση και μαζί τους στο πράσινο των λιβαδιών απλώνουν τώρα οι αποχρώσεις του μακρόσυρτου δειλινού, ακουμπώ το κεφάλι μου στο τζάμι σαν μικρό παιδί και περιμένω με αγωνία να δω κάπου στην διαδρομή τον ζωγράφο να κυλιέται ανάμεσα στα στάχυα περιμένωντας τα αστέρια να φανούν, ποιός είπε ότι κάτι τέτοιο είναι απίθανον να συμβεί;

Back to top