To μπλε τρένο

Aγωνιώ να επιβιβαστούμε σε κείνο το τρένο. Που είναι μπλε και σκουριασμένο και μοιάζει λες και δραπέτευσε από το πλάνο κάποιου ρομαντικού σκηνοθέτη. Εκείνο το τρένο σου λέω.

images
Back to top

Aγωνιώ να επιβιβαστούμε σε κείνο το τρένο. Που είναι μπλε και σκουριασμένο και μοιάζει λες και δραπέτευσε από το πλάνο κάποιου ρομαντικού σκηνοθέτη. Εκείνο το τρένο σου λέω. Που διασχίζει τις φυτείες τσαγιού και είναι σε μια χώρα μακρινή, από κείνες που εδώ δεν τις έχουμε περί πολλού, γιατί ξεφεύγουν από τα εφησυχασμένα τετραγωνικά μας.

Να καθίσουμε λέω στην δεύτερη θέση, κοντά στα παράθυρα. Η τρίτη θέση θάναι γεμάτη από ντόπιους σφηνωμένους μέσα στα όρια της καθημερινότητας τους και η πρώτη θάναι απόμακρη από τις αποχρώσεις. Γι’αυτό σου λέω, για την δεύτερη να γοράσουμε εισητήριο. Να καθίσουμε απέναντι-απέναντι για να βγάζεις εσύ με την κάμερα τις φωτογραφίες και γω να σημειώνω στα τετράδια μου τις λέξεις που θα ταιριάζουν στο κάθε σου κλίκ. Και λέω να κάνουμε αυτό το ταξίδι μια Δευτέρα. Γιατί θυμάμαι- ναι ακόμα το θυμάμαι και την κρατάω μάλιστα σαν φυλαχτό την μνήμη αυτή- που μούλεγες πως τις Δευτέρες πάντα τις είχες συνδυασμένες στο μυαλό σου με το ξύλινο κάθισμα μιας κούνιας. Μιας κούνιας καφέ, όπως εκείνες που πηγαινοέρχονται πια στα δειλινά των αναμνήσεων μας.

Μου άρεσε που όταν ήσουνα μικρός σου άρεσε να ονοματίζεις τις μέρες με αντικείμενα και γεύσεις. Μ’αρέσε που τις ήθελες νάχουνε ένα συμβολισμό, έστω κι’ αν τότε τόκανες ασυνείδητα. Στο ασυνείδητο μας είναι που οι βυθοί είναι ακόμα χρωματισμένοι και στο συνειδητό είναι που αργότερα μας φαίνονται μαύροι. Αυτό μην το ξεχνάς. "Μια μέρα θα γράψω ένα διήγημα για τις μέρες σου", σου έλεγα και συ μου χαίδευες τις πατούσες ευχαριστημένος. "Εγώ τις μέρες μου άργησα να τις κάνω δικές μου", σου εξηγούσα. Και εννοούσα πως τις έζησα για χρόνια έτσι όπως ήταν με τα κανονικά τους ονόματα στεγνά και στεγνωμένα από μυρωδιές. Μέχρι που πήρα ένα καράβι, ναί τότε ήτανε ένα παλιό σκουριασμένο καράβι, το ίδιο μπλε όπως αυτό του τρένου που λογαριάζουμε να επιβιβαστούμε, δεν γίνεται νάναι τυχαίο λοιπόν. Δεν υπάρχει αθωότητα στο τυχαίο, μου τόπε πρόσφατα μια συγγραφέας και την πίστεψα. Γιατί είχε κόκκινα μαλλιά και μωβ χείλια, γι’αυτό την πίστεψα, επειδή ήτανε χρωματισμένη σαν παραμύθι. Και μένα τα παραμύθια μου λείψανε σαν ήμουνα μικρή, εννοώ πως δεν θυμάμαι κανένα παραμύθι ικανό να με κάνει να δραπετεύσω, ίσως γιατί η πραγματικότητα με στρίμωξε από νωρίς μέσα στις αντιφάσεις της, ίσως γι’αυτό και ο πατέρας μου από πολύ νωρίς μούλεγε πως φοβάται για μένα και πως ανησυχεί.

Με συγχωρείς όμως. Ξέφυγα από το θέμα μας. Έτσι που λες. Τις μέρες μου πολύ αργότερα, και αφού διέσχισα πολλούς ωκεανούς με σκουριασμένα καράβια, έμαθα να τις ονοματίζω αλλιώς. Και άρχισα να τις βαφτίζω με μυρωδιές. Την Δευτέρα την ήθελα μυρωδιά λεμονιού και την Τρίτη λεβάντας, έτσι πια τις καταχωρούσα στα τετράδια μου. "Εκείνη την μέρα που μύριζε λεμόνι"…έτσι άρχιζα τις προτάσεις μου και κάπως έτσι άρχισα να απελευθερώνω τις μέρες μου από τις ματαιότητες της σύμβασης. Γι’αυτό το ένιωσα σαν σημάδι, εκείνη την πρώτη φορά που μούπες πως και συ τις μέρες σου τις ήθελες αλλιώτικες. Και να που τώρα, θα σμίξουν οι Δευτέρες μας, πάνω σε ένα μπλε τρένο που θα διασχίζει τις ράγες μιας καταπράσινης φυτείας τσαγιού. Και είμαι σίγουρη πως εκείνη την ώρα κάπου σ’αυτό το σύμπαν, μια ξύλινη καφέ κούνια θα στριφογυρίζει στον αέρα κάτω από μια ανθισμένη λεμονιά. 

Έτσι που λες. Δευτέρα να ταξιδέψουμε. Και να αφήσουμε την Τρίτη να μας βρει όταν θα φτάσουμε σε κείνον τον ψηλό βράχο, που τα απογεύματα τον λούζει ο ήλιος με χρώμα πορτοκαλί. Ένα πορτοκαλί μακρόστενο φρουτάκι, σαν περίεργο φίδι, έτσι την φανταζόσουνα μικρός την Τρίτη. Λες σ’αυτό το ταξίδι να συναντήσουμε ένα τέτοιο φίδι; Όταν θα μένουμε σε κείνο το ξύλινο σπιτάκι που θα είναι πάνω στο δέντρο και θα μοιάζει το κρεβάτι του μετέωρο μεταξύ ουρανού και γης; Θάναι κι’αυτό ένα σημάδι, να το θυμάσαι. Πως άν την ώρα που ξαπλώνουμε και κοιτάμε τα αστέρια μέσα από τα κλαδιά των δέντρων, άν τότε διασχίζει το κάδρο μας ένα περίεργο πορτοκαλί φίδι, νάσαι σίγουρος πως δεν είναι για να το φοβηθούμε, αλλά για να μην φοβόμαστε τίποτα πια.

Την Τετάρτη υπολογίζω πως θα έχουμε ήδη φτάσει σε κείνο το χωριό που είναι πλάι σε μια λίμνη. Την Τετάρτη σου την ονόμαζες κόκκινη καραμέλα. Και γω της έδινα μυρωδιά καρύδας. Μια τέτοια Τετάρτη θάναι, λοιπόν, όταν θα βρεθούμε σε κείνη την λίμνη, όπου κάθε απόγευμα μαζεύονται δεκάδες ελέφαντες και πίνουνε νερό και βουτάνε στα νερά και παίζουνε ο ένας με τον άλλο. Δεν έχω δει ποτέ μου ελέφαντα από τόσο κοντά σου λέω, κι’ας κλείνω όπου νάναι τα πενήντα. Πώς είναι άραγε να βλέπεις ένα ελέφαντα να ραντίζει με το νερό της λίμνης από την προβοσκίδα του τα σύννεφα  την ώρα που γίνεσαι πενήντα; Γελάς με την απορία μου, ίσως γιατί το ξέρεις, όπως και γω, το έμαθες αλλιώς από ό,τι εγώ, μα το ίδιο, πως δεν χάνεται η αθωότητα άμα το βάλεις πείσμα νάχουνε οι μέρες σου άλλα ονόματα από κείνα που τις βάφτισε η σύμβαση.

Μ’αρέσει η ιδέα ότι στα πενήντα μου θα συναντήσω ένα ελέφαντα, σου λέω. Ίσως γιατί κουράστηκα να αποδεικνύω πως δεν είμαι ελέφαντας, αυτό δεν στο είπα, μα το ξέρεις ήδη. Ίσως γι’αυτό νάρθε η στιγμή να τον συναντήσω. Γιατί πια ξέρω. Πώς δεν έχουνε καμμία αξία οι αποδείξεις, αφού κανένας δεν υπήρξε αθωος. Έτσι που λες. Μ’αρέσει που θα κλείνω τα πενήντα μου χαζεύοντας τους ελέφαντες να κυλιούνται στις λάσπες μιας λίμνης. Και ο λόγος που μ’αρέσει είναι που θάσαι εσύ εκεί μαζί μου. Αυτό ονειρεύτηκα. Να μοιράζομαι το βλέμμα μου. Και να γιορτάζω τα πενήντα μου μέσα από αυτή την μοιρασιά, που την περίμενα πως και πως, νάρθει να δικαιώσει τα ταξίδια μου.

Η Πέμπτη δεν ξέρω πού θα μας βρει. Τις Πέμπτες τις ήθελες όπως ένα ρολόι χειρός, παλιού τύπου, όχι ηλεκτρονικό. Όπως εκείνα που φοράγανε οι παππούδες μας, όπως εκείνα που πουλιούνται πια μόνο στα παλιατζίδικα. Γιατί άραγε να ήθελες τις Πέμπτες σημαδεμένες από τους χτύπους ενός τέτοιου ρολογιού; Ή μήπως είναι η εικόνα του παππού σου που τις γυροφέρνει και ο ρυτιδιασμένος καρπός του χεριού του, την ώρα που σου χαίδευε το κεφάλι. Ίσως εκείνη την ώρα εσύ να άκουγες βαθειά μέσα σου, τους χτύπους όλων των χρόνων που κουβαλούσε στα χέρια του. Ίσως νάναι και έτσι. Ποιός ξέρει. Για μένα η Πέμπτη μύριζε σιτρονέλα. Γιατί με ενοχλούσαν τα κουνούπια τις νύχτες έστω κι’ αν κοιμόμουνα κάτω από μια λευκή κουνουπιέρα. Είχα στ’αυτιά μου τον εκνευριστικό τους ήχο, σαν μια τυρρανισμένη σκέψη που δεν βρίσκει πρόχειρο αίμα να ρουφήξει για να ησυχάσει. Γι ’αυτό σου λέω. Οι Πέμπτες είναι περίεργες και γι’αυτό ίσως νάναι καλή ιδέα να τις ρίξουμε στο τυχαίο. Μόνο εκείνο έχει την δύναμη πια να ξορκίζει.

Την Παρασκευή λογαριάζω νάμαστε ήδη στην παραλία. Με τα φουρτουνιασμένα κύμματα και τους μανιασμένους σέρφερ. Και με κείνους τους παράξενους ψαράδες που στηρίζονται με το ένα πόδι πάνω σε κάτι ψιλά καλάμια και μοιάζουνε πιο πολύ με πουλιά παρά με ανθρώπους. Εκεί λέω νάμαστε την Παρασκεύη και ίσως κι’ αυτήν να ήρθε τώρα η στιγμή να την ονοματίσουμε μαζί αλλιώς. Εσύ πάντα έλεγες πως οι Παρασκευές στο μυαλό σου είχανε την εικόνα ενός περιπτέρου γεμάτου από εφημερίδες. Εκεί όμως που θα πάμε τα νέα θα είναι φτιαγμένα μόνο από τις αποχρώσεις των νερών και των φύλλων και του ήλιου καθώς θα διασχίζει τον μεγάλο εκείνο βράχο που είναι στην μέση των ριζοφυτειών. Δεν μας ταιριάζουνε πια οι ειδήσεις. Γιατί είναι κάθε φορά τόσο παλιές όσο και η αγριότητα του ανθρώπου. Γι’αυτό σου λέω. Τις Παρασκευές να τις απαλλάξουμε από το παρελθόν της μοίρας μας. Και να τις ονοματίσουμε με τα παραμύθια που δικαιούμαστε. Με ήρωες τους ψαράδες-πουλιά που δεν φοβούνται τα πανήψυλα κύμματα.

Το Σάββατο θα περπατάμε δίπλα από ένα παλιό φάρο. Που είναι σε μια μικρή πόλη γεμάτη από αποικιοκρατικά αρχοντικά. Και θα τρώμε σε χάρτινα κουτιά καυτερά κάρυ και μετά θα σκουπίζουμε τα χέρια μας ο ένας στο πρόσωπο του άλλου. Και καθώς θα πλησιάζουμε περισσότερο στο φάρο, θα απομακρύνονται όλα εκείνα τα καράβια που κουβαλούν τις κουρασμένες μας σκέψεις. Και θα χάνονται στο βάθος του ορίζοντα μέχρι να σβήσουν στα σκοτάδια τους.

Την Κυριακή θα επιστρέψουμε. Εκεί που ήμασταν πριν φύγουμε. Προτού δηλαδή κινδυνέψουν οι μέρες μας να γίνουν Δευτέρες και Τρίτες…Και μόλις φτάσουμε σπίτι θα κρεμάσουμε ξανά την ξύλινη κούνια στην αυλή. Και θα τοποθετήσουμε πάνω της το μικρό ελέφαντα που θα έχουμε αγοράσει από τις υπαίθριες αγορές σαν σουβενίρ. Για να θυμόμαστε πως δεν υπάρχει πια κανένα νόημα στις αποδείξεις, αφού εμείς ανέκαθεν υπήρξαμε αθώοι.

 

Back to top