Αργά το βράδυ, περιμένω στον υπόγειο, το τρένο Ν. Πλατεία Union Square. Μόλις κατέβηκα τα σκαλιά, προσπέρασα παρέες που κάθονταν στο λερωμένο, από κάτουρο, πάτωμα, και πίνανε μπίρες πλάι σε έναν τύπο που τραγουδούσε Μπιτλς, φωνάζοντας δυνατά, με μια ξεκούρδιστη κιθάρα, πως ό, τι χρειάζεται κανείς είναι αγάπη. Μύριζε η πλατεία μαριχουάνα, παράξενες φάτσες, μοναχικές, που σου αφήνουνε την αίσθηση πως η ζωή τους αρχίζει και τελειώνει καθημερινά σε ένα σκοτάδι. Είναι από κείνες τις στιγμές που εύχομαι να ’μουνα ένας από τους ήρωες του Τιμ Μπάρτον, να ’χα δηλαδή τεράστιο κεφάλι και κόκκινα μαλλιά, τεράστια μάτια και αλλόκοτο χαμόγελο, και να κυκλοφορώ στους δρόμους της Νέας Υόρκης, λες και δραπέτευσα από κάποιο ξεχασμένο παραμύθι. Δεν ξέρω γιατί το εύχομαι αυτό, αλλά μάλλον φταίει το ότι έχω συνεχώς την αίσθηση πως μεγαλώνοντας, μετακινούνται μέσα μου, ολοένα και περισσότερο, τα σύνορα που χωρίζουν το κανονικό από το αλλόκοτο, και νιώθω τη λεπτή εκείνη διαχωριστική γραμμή να σβήνεται κάτω από τις γραμμές των τρένων… Γι’ αυτό ίσως μ’ αρέσει να γράφω στους σταθμούς, παρατηρώντας τον κόσμο, μυρίζοντας τις ατμόσφαιρες και μέσα στην περίεργη σιωπή του καθενός, να φαντάζομαι δεκάδες ιστορίες, που όλες τους αρχίζουν από ένα βλέμμα. Δεν ξέρω πια τι καταχωρείται αλλοπρόσαλλο και τι κυνικό, δεν ξέρω πόση ευτυχία υπάρχει μέσα στο καθιερωμένο και αν η δόση μοναξιάς είναι, τελικά, λιγότερη σε κείνο που καταγράφεται σαν περιθωριακό. Δεν ξέρω και αν όλοι αυτοί οι διαχωρισμοί έχουν, τελικά, την παραμικρή σημασία, διαπιστώνοντας πόσο εύκολα αυτοαναιρούνται, όταν δύο ζευγάρια μάτια διασταυρωθούν και κοιταχτούν περισσότερο από όσο συνήθως κοιτάμε ο ένας τον άλλο. Όσο μεγαλώνω νιώθω λιγότερο βέβαιη, γι’ αυτό ίσως και πιο ανάλαφρη, γι’ αυτό ίσως και πιο διαθέσιμη να περπατήσω ξανά πάνω σε γραμμές. Γιατί ξέρω πια, πως όλα όσα συμβαίνουν, έχουν κάποιο λόγο που συμβαίνουν.
Πάνε σχεδόν εφτά χρόνια από την τελευταία φορά που ήρθα στη Νέα Υόρκη. Και πάνω από δέκα από την πρώτη φορά. Δεν έχει αλλάξει πολύ, έχει αλλάξει εκεί, όπου εγώ αποφασίζω να την αποφορτίσω από τις προσωπικές μου μνήμες. Είναι λες και γυρνάω ξανά στον τόπο του εγκλήματος. Ναι έτσι είναι, κάτι πέθανε από τότε, κάτι σκότωσα, κάποιος υποθέτω με έχει ήδη καταχωρημένη στους εκλιπόντες του. Και είναι τελικά ανακουφιστικό το αίσθημα να γυρνάς στον τόπο του εγκλήματος, γιατί ίσως αυτό να σημαίνει, πως πια μπορείς να λογαριαστείς με ό, τι ενοχικό κουβαλάς και να το διαγράψεις, αρχίζοντας ξανά από την αρχή, με μνήμη αθώα, παρότι όχι πια αθώος.
Εξακολουθώ να περιμένω το Ν. Τα πρωινά παίρνω συνήθως το W. Και όταν θέλω να αλλάξω διαδρομή διαλέγω το F. Την πρώτη φορά που ήρθα στο Μανχάταν κυκλοφορούσα μόνο με το F, όχι γιατί ήτανε πορτοκαλιά η γραμμή, ούτε γιατί ήμουνα πιο χαρούμενη. Αντιθέτως. Τότε ήτανε η γραμμή που σε πήγαινε στις πιο περίεργες γειτονιές, εκεί έμενε ο Πέτρος, εκεί έμενα και γω, σε ένα μικρό λοφτ με φωταγωγό, όπου απέναντι υπήρχε ένα συνοικιακό γήπεδο, από κείνα όπου τα απογεύματα παίζουνε οι μαύροι καλαθόσφαιρα και όταν δεν παίζει κανείς, βγάζουνε οι γείτονες βόλτα τα σκυλιά τους, μικρά μπουλτόγκ με μαυρόασπρες μούρες και θυμωμένο ύφος. Μια γειτονιά στα σύνορα με την Άλφαμπετ Σίτι, την περιοχή, όπου παύουν πια οι δρόμοι να ’χουν αριθμούς και βαφτίζονται με τα γράμματα του αλφαβήτου. Τότε, εκείνη τη γειτονιά την ήξερα πιο πολύ μέσα από τα βιβλία της Σώτης και λιγότερο επειδή την είχα επισκεφθεί, φοβόμουνα να περπατήσω εκεί τα βράδια μόνη μου, φοβόμουνα να περπατήσω και τις μέρες, ίσως γιατί η Σώτη έγραφε πως τα όνειρα εκρήγνυνται, και πως ο πυρετός δεν ησυχάζει. «Να πάμε μαζί στο Άλφαμπετ Σίτι» έλεγα στον Πέτρο, «εντάξει» μου απαντούσε εκείνος, ωστόσο ποτέ δεν πήγαμε γιατί τα βράδια, τα περνούσαμε ξαπλωμένοι σε ένα καναπέ ξορκίζοντας με αυτοσαρκασμούς τις φοβίες μας, ακούγοντας άριες από το στερεοφωνικό του και σειρήνες περιπολικών από τα ανοιχτά παράθυρα.
Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε. Ο Πέτρος μετακόμισε. Χάσαμε επαφή. Αραιά και πού μάθαινα τα νέα του. Αραιά και πού θυμόμουνα και το σπίτι με το φωταγωγό και τις άριες. Αραιά και πού έλεγα πως πεθύμησα να πάω ξανά στη Νέα Υόρκη και να αλλάζω γειτονιές, αλλάζοντας τρένα στον υπόγειο. Γιατί ήταν και μια εποχή, όπου όλα όσα ευχόμουνα, τα ευχόμουνα αραιά και πού και με την ίδια αυτή συχνότητα τα άφηνα να πραγματοποιηθούν. Όχι όμως πια. Και να ’μαι, λοιπόν, ξανά εδώ. Να περιμένω το Ν στον υπόγειο, μετά από ένα δείπνο, κάπου στην Άλφαμπετ Σίτι, με τον Πέτρο. Του έστειλα ένα email, μου απάντησε αμέσως και το ίδιο άμεσα βρεθήκαμε. Είχαμε να πούμε τα χιλιάδες, μα δεν χρειάστηκε, γιατί ήτανε πιο σημαντικό να γνωρίσω το μικρό -μόλις οκτώ μηνών- κοριτσάκι του, και τη γυναίκα του, με την ξανθιά μακριά αλογοουρά και τα γαλάζια μάτια. Καθίσαμε σε ένα ιταλικό, στη λεωφόρο Βήτα, παράγγειλε εκείνος -ανέκαθεν εκείνος ήθελε να διαλέγει τα φαγητά- διάλεξε και το κρασί και όση ώρα έκανε τη συνεννόηση με το γκαρσόνι, εγώ έβγαζα φωτογραφίες την κόρη του, «ολόιδια εσύ», του έλεγα στα ελληνικά και ύστερα το ’λεγα και στα αγγλικά για να καταλάβει και η γυναίκα του. Ποιο ήταν το όνομα της μικρής τον ρώτησα μετά από ώρα. «Οία», μου είπε ο Πέτρος και χαμογέλασε, γιατί ήξερε πως θα καταλάβαινα, γιατί κατάλαβα πως έτσι έπρεπε να γίνει, να γίνει πατέρας ενός κοριτσιού που θα το λέγανε Οία.
Λάτρευε τη Σαντορίνη, εκεί περνούσε τα καλοκαίρια του, εκεί τους έρωτες και τους χωρισμούς του, εκεί κοιτούσε το ηλιοβασίλεμα, εκεί ξεχνούσε ό, τι φοβότανε, εκεί… όλα εκεί. Και τώρα όλα εδώ. Στο μικρό προσωπάκι της Οίας, που χαμογελάει και είναι ολόιδια με τον Πέτρο. Ένα μωρό που έχει για όνομα ένα ηλιοβασίλεμα και γω το κοιτάω και ύστερα πίνω μια γουλιά κρασί και μέσα από τη γουλιά, ταξιδεύω, από την Άλφαμπετ Σίτι στη Σαντορίνη, τότε που νοικιάζαμε με την κολλητή ένα τζιπάκι και τρέχαμε ξοπίσω τον ήλιο, τίποτα άλλο δεν τρέχαμε ξοπίσω, μόνο τον ήλιο, να τον προλάβουμε πριν δύσει, να τα προλάβουμε όλα πριν δύσουν, και την ίδια ώρα, θυμάμαι, βάζαμε να παίζει δυνατά το with or without you, χωρίς καλά-καλά να ξέρουμε ακόμα ποιες παρουσίες και ποιες απουσίες θα αποτελούσαν την εξίσωση της ζωής μας.
Μα τώρα είναι σχεδόν μεσάνυχτα στη Νέα Υόρκη. Εγώ περιμένω το Ν στον υπόγειο σταθμό που κάποιος τραγουδάει δυνατά πως ό, τι χρειάζεται κανείς είναι αγάπη. Ο Πέτρος γυρνάει στο σπίτι να βάλει την Οία για ύπνο, η γυναίκα του τον κρατάει από το μπράτσο και τυλίγει την ίδια ώρα το μωρό με μια πράσινη κουβέρτα. Εκεί, κάπου στο Άλφαμπετ Σίτι, όπου κάποτε εκρήγνονταν τα όνειρα και ο πυρετός δεν έλεγε να ησυχάσει, τώρα η μικρή Οία θα αγκαλιάσει το γούνινο κουνελάκι της και θα κοιμηθεί. Και γω θα περπατήσω μέχρι το σταθμό, θα καπνίσω ένα τσιγάρο στη διαδρομή και θα νιώσω μια υπέροχη ησυχία. Που όλα έχουνε πάρει τη θέση τους. Γιατί, ξέρω πια, πως όλα όσα έχουν συμβεί μέχρι τώρα, έτσι ακριβώς έπρεπε να συμβούν. Για να γεννηθεί ένα μωρό, κάπου εκεί, στην Άλφαμπετ Σίτι, που θα ’χει για όνομά του ένα ηλιοβασίλεμα.
Φωτό: Στέλιος Καλλινίκου
(Από το βιβλίο μου "Υγ. Γεννήθηκα Έναν Απρίλη")