Μαρία Πανοσιάν

Η Μαρία Πανοσιάν μου μιλάει για τις επικίνδυνες ισορροπίες. Εκείνες που σε μαθαίνουν να γλιστράς, να πέφτεις κάτω και να σηκώνεσαι ξανά.

images
Back to top

Είναι γύρω στο μεσημέρι. Η μέρα περίεργη. Μουντός ουρανός και στο καφενείο που διάλεξα δεν υπάρχει ψυχή. Κάθομαι στο παράθυρο, παραγγέλνω ζεστό καφέ, ξέρω πως η Μαρία δεν είναι πρωινός τύπος, για χατίρι μου δέχτηκε να συναντηθούμε πριν το μεσημέρι, συνήθως κοιμάται αργά, συνήθεια χρόνων, πέρασε μια ολόκληρη ζωή στη νύχτα, αυτά όμως θα μου τα πει μετά. Την βλέπω να καταφθάνει με μαύρα γυαλιά ηλίου και ένα μαύρο πλεχτό σκουφί στο κεφάλι. Αγκαλιαζόμαστε, την καλωσορίζω, την είχα γνωρίσει μήνες πριν, ένα βράδυ μάλιστα κάθίσαμε μέχρι το πρωί, άκουγα τις μουσικές της και μιλούσαμε για τα ερωτηματικά της, άνθρωπος ευθύς, με μάτια που λένε περισσότερα από ό, τι οι λέξεις της.  Μου άρεσε η ενέργεια της, καθαρή, μου άρεσε και ο τρόπος που μιλούσε για την μουσική της, καθαρός κι’ αυτός και εννοώ πως η μοναδική της έγνοια ήταν να μοιραστεί εκείνο που μέσα της κουβαλά.

Στο καφενείο οι δύο μας. Με ένα ουρανό γκρίζο. Και μεις καθισμένες πλάι στο παράθυρο. Εκείνη με τα μαύρα γυαλιά ηλίου και γω με ένα κόκκινο σημειωματάριο στα γόνατα μου. Την ρωτώ για τα… βρεγμένα της πατώματα. Και κείνη μου μιλάει για τις επικίνδυνες ισορροπίες. Εκείνες που σε μαθαίνουν να γλιστράς, να πέφτεις κάτω και ύστερα να σηκώνεσαι ξανά…Εκείνες που σε μαθαίνουν να ξεκλειδώνεσαι και να πετάς τα κλειδιά γιατί μόνο έτσι τελικά προχωράς στο παρακάτω και μόνο έτσι το κάθε τέλος γίνεται μια καινούργια αρχή.  Γι’αυτά μιλούσαμε, δηλαδή για την μουσική της και ύστερα λίγο πριν φύγει μου έβαλε να ακούσω στο i-phone της δύο καινούργια της τραγούδια. Έβαλα τα ακουστικά στα αυτιά μου, κοίταξα προς το γκρίζο ουρανό και τότε ήταν που θυμήθηκα ξανά πως είναι να ταξιδεύεις με μια μουσική και να περιπλανιέσαι σε χώρους και χρόνους που σε εμπεριέχουν.

«Δεν βγάζω ακόμη τα γυαλιά μου» λέει και χαμογελάει. «Υποθέτω πως ξενύχτησες», κάνω σχόλιο, γνέφει καταφατικά, περιμένω λοιπόν να πιει τον καφέ της και ύστερα να αρχίσουμε την κουβέντα μας. Την ρωτάω τι κάνει, πώς ζει τώρα την Αθήνα που όλα μοιάζουν δύσκολα, εδώ και χρόνια εκεί ζει, της περνάει από το μυαλό να επιστρέψει, δεν ξέρει ακόμα, όλα μοιάζουν ρευστά, αλλά δεν της αρέσει κιόλας να κάνει μακροπρόθεσμα σχέδια, δεν μπορεί να σκέφτεται περιοριστικά. Έτσι ήταν ανέκαθεν. Μισούσε τους περιορισμούς. Στο σχολείο τάκανε μπάχαλο, δική της η παραδοχή, δεν γούσταρε, ένιωθε να την πνίγει, ούτε και τα διάφορα «πρέπει» τα γούσταρε, αντιδρούσε, επαναστατούσε, είχε μέσα της θυμό.  Για χρόνια. Και τώρα; Τώρα αισθάνεται πως έχει βρει την ταυτότητα της. Έτσι μου λέει, δεν θελω ωστόσο ακόμα να την ρωτήσω το πώς και το γιατί, «η μουσική σου βγάζει μια υπέροχη ηρεμία», της λέω και κείνη χαμογελάει. «Πρέπει πρώτα να βρεις εσωτερικά την ηρεμία σου για να μπορέσεις να την βγάλεις και στη μουσική σου», μου λέει, «είναι μια ωριμότητα», συμπληρώνει. Μου λέει πως πάντα, όταν αισθανόταν ένα έντονο συναίσθημα, η πρώτη της κίνηση ήταν να καθίσει στο πιάνο της και να αρχίσει να παίζει. Το καταφυγιο σου; ρωτώ. Ναι κάπως έτσι. Ήταν για καιρό το καταφύγιο της. Εκεί κρυβόταν, εκεί προστάτευε τον ευάλωτο της εαυτό. Δεν ήθελε να δείχνει προς τα έξω τις ευαισθησίες της. Προς τα έξω ήταν η δυναμική, η αθλήτρια, έπαιζε μπάσκετ, έκανε αταξίες στην τάξη, ήταν ανήσυχη συνεχώς. Την ώρα όμως που έπαιζε μουσική ή που δοκίμαζε στα 12 της χρόνια να συνθέσει το πρώτο της τραγούδι, εκείνη την ώρα ήταν όλες οι ευαισθησίες της ξεκλείδωτες και αφημένες. Δεν μοιραζόταν με κανένα τις μουσικές της ανησυχίες, στο σχολείο δεν ήξεραν ότι έπαιζε πιάνο, την χρονιά που αποφοιτούσε έμαθαν ότι από τα έξι της χρόνια παίζει πιάνο, δεν ήτανε ποτέ σε χορωδίες ή σχολικές συναυλίες. «Όλη αυτή η πορεία είναι σαν μια αλυσίδα», μου λέει, «που ο κάθε της κρίκος έχει άλλο μέγεθος και σχήμα αλλά συνδέεται με τον επόμενο». Και ποιος ήταν ο πρώτος κρίκος σε αυτή την αλυσίδα; απορώ.

Άρχισε να παίζει πιάνο στα έξι της χρόνια. Ο πατέρας της ήταν ο πρώτος που διέγνωσε ότι είχε μουσικό αυτί. Η μουσική παρούσα στην οικογένεια της, ο καθένας είχε τα δικά του ακούσματα. Άρχισε λοιπόν μαθήματα πιάνου, σταδιακά ενιωσε ένα δέσιμο μαζί του, συνειδητοποιούσε ότι της άρεσε, ότι της χάριζε κάτι που δεν μπορούσε να εξηγήσει. Κάποια στιγμή, γύρω στα 13 της άρχισε να την απασχολεί το ερώτημα κατά πόσο είχε την ικανότητα να συνθέσει η ιδια μουσική, να γράψει το δικό της τραγούδι. Πρώτα έγραψε ένα με δικούς της στίχους, αργότερα μελοποίησε κάποιους στίχους που είχε βρεί δημοσιευμένους σε ένα από τα περιοδικά Μανίνα, κανείς ωστόσο δεν ήξερε για τα μουσικά της«πειράματα» ούτε και η ίδια αισθανόταν την ανάγκη να μοιραστεί αυτή την πλευρά του εαυτού της. Και μετά; Μετά ήταν ο δεύτερος κρίκος της αλυσίδας. Ένα μαγαζί με ζωντανή μουσική που άνοιξε η οικογένεια. «Άκουγα πολλή μουσική εκείνη την περίοδο» μου περιγράφει. «Από Μάικλ Τζάκσον, Λέτ Ζέππελιν μέχρι ρεμπέτικα». Το σπίτι της ήταν ακριβώς πάνω από το μαγαζί, ητανε επίσης και μια εποχή όπου οι djs άρχισαν να πρωταγωνιστούν στην νύχτα, να γίνονται ονόματα, να συζητιούνται. Και τότε ήταν που της ήρθε η ιδέα αντί να πηγαίνει για μπάσκετ μετά το σχολείο, να πηγαίνει στο μαγαζί και να «παίζει» με τα μηχανήματα και τα σιντί της. «Ήθελα να γίνω dj, να κάνω τον κόσμο να περναει καλά» μου λέει και έτσι και έγινε. Είχε βρει τον τρόπο να επικοινωνήσει την μουσική της χωρίς ωστόσο να είναι ακόμα έτοιμη να μοιραστεί εκείνο που κουβαλούσε μέσα της. Για κείνο θα περνούσαν κάποια χρόνια και πολλά…βρεγμένα πατώματα.

Έκανε εντύπωση. Ένα κορίτσι 16 χρονων, πίσω από την κονσόλα, να παίζει το ρόλο του dj και να βάζει από ρεμπέτικα μέχρι house. Η Μαρία είχε ήδη αρχίσει την πορεία της μέσα στην νύχτα. Μια πορεία που στα χρόνια θα της χάριζε πολύτιμες εμπειρίες. Θα της όξυνε την παρατηρητικότητα. Θα την μάθαινε να ψάχνει την αθέατη πλευρά των πραγμάτων. Και κυρίως των προσώπων. Θα της ωρίμαζε το ένστικτο. Θα την έκανε βέβαια και πιο καχύποπτη πράγμα που δεν θέλει να είναι, αλλά η εμπειρία της στην νύχτα, της υπαγορεύει να διερωτάται για τις προθέσεις και τις διαθέσεις. Όταν τέλειωσε το σχολείο αποφάσισε να πάει στην Αθήνα για να σπουδάσει ηχοληψία. Γιατί δεν διάλεξες να σπουδάσεις μουσική; απορώ. «Γιατί στο μεταξύ είχε πεθάνει ο πατέρας μου» μου απαντά και συνεχίζει: «Τότε σταμάτησα να παίζω πιάνο γιατί είχα συνδέσει την μουσική με τον πατέρα μου. Εκείνος με πήγαινε στα μαθήματα, εκείνος ήταν που είχε επαφή με τον καθηγητή του πιάνου, εκείνος ήταν πιο κοντά μου σε ότι είχε σχέση με την μουσική μου. Έτσι σταμάτησα εντελώς. Τα πάντα. Καθόλου επαφή. Περίμενα απλως να τελειώσω το σχολείο και να φύγω». Και φεύγει για Αθήνα. Εκεί νιώθει επιτέλους ελεύθερη, αισθάνεται ότι αφήνει πίσω της ένα κομμάτι που την πλήγωνε, που είχε μέσα του απώλεια και άλλα που την έγκλώβιζαν. Νιώθει πως ήρθε επιτέλους η στιγμή να κάνει εκείνο που η ίδια θέλει. Ήξερες τι ήθελες; την ρωτώ. Ήθελε να είναι dj, ήθελα να γράφει μουσική, ήθελε να τραγουδά, ήθελε να αρχίσει ξανά να πειραματίζεται με τους ήχους.  Όσο ήταν ακόμα στην σχολή, αγόρασε ένα αρμόνιο το οποίο είχε δεκαέξι ρυθμούς, για να μάθει μόνη της ενορχήστρωση.  Παραλληλα άρχισε να γράφει τα πρώτα της τραγούδια, έκανε κάποια ντέμο τα πήγε σε διάφορες δισκογραφικές. Και ύστερα άρχισε να τραγουδά τα βράδια σε διαφορετικά μέρη, για χρόνια. «Είναι περίεργο» μου λέει «που ο κόσμος μαθαίνει την δουλειά μου, λόγω του πρώτου μου προσωπικού δίσκου, αλλά δεν ξέρει τι έχει προηγηθει». Και τι έχει προηγηθεί; Τραγουδούσε για χρόνια σε μπάντες, πότε ρόκ και πότε ρεμπέτικα, διαφορετικά είδη μουσικής, έπαιζε μουσική σε διαφορετικά μέρη σαν dj, πέρασε από ωραίες φάσεις, πέρασε και από ταλαιπωρίες, όλα ήταν ένα σχολείο ωστόσο, τίποτε από όσα έζησε δεν το ακυρώνει γιατί όπως είπαμε και στην αρχή, όλα είναι μια αλυσίδα που κάθε της κρίκος ενώνεται με τον επόμενο…

 Πάντα ανήσυχη. Σε ένα συνεχές ψάξιμο. «Είχε πολλά ερωτηματικά η ζωή μου» μου λέει «νιώθω πως συνέχεια ψάχνω να βρω απαντήσεις». Έχεις βρεί κάποιες; την ρωτώ. Ναι, έχει βρεί και πιστεύει πως όταν αρχίζεις σιγά σιγά να βρίσκεις τις απαντήσεις στα δικά σου ερωτηματικά τότε αισθάνεσαι πιο κοντά σε μια ισορροπια. «Τα ερωτήματα με έκαναν να αντιδρώ, να επαναστατώ, να αισθάνομαι θυμό» παραδέχεται «και όταν άρχισα να τα σβήνω ένα-ένα τότε άρχισα να ηρεμώ μέσα μου και να προχωρώ στο επόμενο μου βήμα». Πες μου μια ερώτηση σου που βρήκε την απάντηση της, της λέω αλλά εκείνη προτιμά να μου μιλήσει πιο γενικά, λέγοντας μου πως εκείνο που πάντα προσπαθεί είναι να καταλάβει τους ανθρώπους. Οι ανθρώποι είναι που την αφορούν, αυτούς θέλει να ψάξει, να καταλάβει καλύτερα, να διεισδύσει στην ψυχή τους, να μάθει τι κρύβουν μέσα τους. «Γιατί σε ενδιαφέρει τόσο πολύ να καταλάβεις τους ανθρώπους;» την ρωτώ, «γιατί σε αυτούς απευθύνομαι» μου απαντά «μ’αυτούς είναι που θα μοιραστώ την μουσική μου και τις όποιες αλήθειες μου αυτή εμπερικλείει». Δεν έχει άλλη πεποίθηση. Πιστεύει μόνο στον άνθρωπο. Έτσι μου λέει. Πως μόνο αν ο άνθρωπος ψάξει και βρει τις καλές και ευαίσθητες του πλευρές και τις αποδεχτεί τότε όλα θα γίνουν καλύτερα. «Όσες θεωρίες κι ’αν έχω μελετήσει, κοινωνικές ή πολιτικές ή ιστορικές πάντα στην ίδια διαπίστωση καταλήγω» μου λέει.  «Ότι αν ο άνθρωπος δεν θέλει να γίνει καλύτερος, τότε τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει γύρω μας». Έχω την αίσθηση ότι εκείνο που φοβάται πιο πολύ σήμερα ο άνθρωπος είναι να γίνει καλύτερος, της λέω. Χαμογελάει με νόημα. «Ίσως νάναι και έτσι. Γιατί αν θέλεις να γίνεις καλύτερος πρέπει να ψάξεις πολύ μέσα σου. Και πρέπει να είσαι διαθετειμένος να ρισκάρεις. Να αφεθείς. Το να αφεθούμε το αντιλαμβανομαστε σαν ρίσκο γιατί είναι για μας κάτι άγνωστο και το άγνωστο μας φοβίζει. Πιστεύω ότι ο κάθε άνθρωπος νομίζει πως είναι πέντε μόνο πράγματα ενώ στην πραγματικότητα είναι άλλα εκατό, που ούτε καν τα γνωρίζει. Και όσο μεγαλώνει τόσο περισσότερο φοβάται να τα ανακαλύψει». Η μουσική είναι ένας τρόπος για να ανακαλύψουμε εκείνα που ούτε καν γνωρίζουμε πως είναι μέσα μας; την ρωτώ. Σίγουρα, μου απαντάει και για αυτό, για κείνη το πιο σημαντικό δεν είναι ούτε να πουλήσει ο δίσκος της, ούτε να βγάλει χρήματα, ούτε να κάνει καριέρα. Το πιο σημαντικό είναι να επικοινωνήσει την μουσική της. Δηλαδή να κάνει τον άλλο να νιώσει κάτι δικό του. Και να παίρνει τα μηνύματα που παίρνει από ανθρώπους που της γράφουν ήδη πως με την μουσική της ταξίδεψαν, συγκινήθηκαν, έφτιαξαν τις δικές τους εικόνες…

Ένας χωρισμός. Αυτή ήταν η αφορμή για να ανοίξει ξανά το πιάνο της, μετά από τόσα χρόνια που το είχε άφησει κλειστό. Μια άλλη απώλεια λοιπόν, ήρθε να ανατρέψει εκείνο που η πρώτη απώλεια (του πατέρα της) της είχε προκαλέψει. «Μόλις έκλεισα το τηλέφωνημα μέσα από το οποίο λέχθηκε επίσημα το τέλος της σχέσης, η πρώτη μου κίνηση ήταν να ανοίξω το πιάνο μου και να αρχίσω να γράφω μουσική. Έκείνη την μέρα έγραψα το πρώτο κομμάτι. Και μέσα σε δεκαπέντε μέρες είχα ήδη τελειώσει το δίσκο. Υπήρχαν μέρες που έγραφα ένα το πρωί και άλλο το βράδι. Έγραφα ασταμάτητα. Ήταν ο μόνος τρόπος για να ηρεμήσω και να βγάλω ό,τι είχα μέσα μου. Ίσως ο χωρισμός να ήταν η αφορμή και η αιτία να ήταν κάτι πολύ πιο βαθύ. Το ότι είχα αφήσει την μουσική για χρόνια, δεν έγραφα, δεν έπαιζα, μαζεύτηκε πολύ πράγμα μέσα μου το οποίο έπρεπε να βγει. Και μέσα από κείνο που βγήκε βρήκα τελικά την ταυτότητα μου». Και ποια είναι η ταυτότητα σου; Θέλει να γράφει μουσική. Της αρέσει ο ηλεκτρονικός ήχος, το πιάνο, το τσέλο, της αρέσει να κλασσικίζουν οι μελωδίες. Ο δίσκος της έχει αυτά τα συστατικά τα οποία στην ουσία είναι ό,τι αποτελεί σήμερα την δική της αλήθεια. «Μπήκα στο κλειδωμένο κομμάτι του εαυτού μου και ξανάνοιξα την πόρτα. Μόνο που αυτή την φορά αποφάσισα ότι θέλω να το μοιραστώ, να μην το κρατήσω για τον εαυτό μου. Δεν φοβόμουν πια, ούτε και ήθελα να κρυφτώ. Και αυτό είναι μια σπουδαία ελευθερία». Με το πρώτο της αυτό δίσκο κλείνει ένας κύκλος λοιπόν και ανοίγει ένας άλλος, καινούργιος. Και με αυτό τον τρόπο αποδεικνύει στον εαυτό της πως το κάθε τέλος, όσο επώδυνο κι αν είναι την στιγμή που συμβαίνει, δεν παύει από του να είναι ταυτόχρονα και η αρχή μιας καινούργιας διαδρομής…

Πατώματα βρεγμένα. Μου αρέσει ο τίτλος, της λέω. «Είναι μια εικόνα που αντιπροσωπεύει τι αισθανόμουνα όταν έγραφα το δίσκο», μου απαντά. Και ποια ήταν αυτή η εικόνα; «Ότι μπήκα στο σπίτι μου, μπήκα δηλαδή στον εαυτό μου και είδα το πάτωμα βρεγμένο και τότε άρχισαν οι αμφιβολίες, οι φόβοι μήπως γλιστρήσω, μήπως πέσω, ένιωθα ότι κάτι χάλασε, ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, ότι έπρεπε να μαζέψω τα νερά, να καθαρίσω ξανά το χώρο μου». Μια επικύνδινη ισορροπία, κάνω σχόλιο. «Ναι μια επικίνδυνη ισορροπία. Μόνο μέσα από τις επικίνδυνες ισορροπίες μπορείς να ξεκλειδώθείς» μου λέει. «Ξεκλειδώνεσαι και προχωράς. Έχουμε πολλές πόρτες μέσα μας τις οποίες πρέπει να ανοίξουμε για να πάμε στο πάρακάτω».  Να υποθέσω ότι πια δεν φοβάσαι αν θα γλιστρήσεις ή αν θα πέσεις; της λέω. Όχι δεν φοβάται γιατί ξέρει πια πώς έχει κάπου να πιαστεί. Για να σηκωστεί ξανά. Την ρωτώ τι αναζητά πια στην ζωή της; Μένει λιγάκι σιωπηλή. Δεν έχει σαφή απάντηση, μου λέει. Δεν ξέρει αν θα ζει στην Κύπρο ή στην Ελλάδα, δεν ξέρει αν θέλει μια μόνιμη σχέση ή αν θα την νιώσει σαν περιορισμό. Το μόνο που μπορεί να μου πει με σιγουριά είναι ότι θέλει να γράφει μουσική, θέλει να γράψει μουσική για κινηματογράφο και θέατρο, θέλει να πραγματοποιήσει όλες τις ιδεες που γεννιούνται συνέχεια στο μυαλό της. Πρόσφατα υπέγραψε συμβόλαιο με μια καινούργια δισκογραφική εταιρεία στο Λονδίνο, μου αποκαλύπτει, ανακάλυψαν εκείνοι την μουσική της μέσω του ίντερνετ, μεγάλη δύναμη το ίντερνετ, λέει, συμφωνώ μαζί της. Και ήδη γράφει τα κομμάτια για τον καινούργιο της δίσκο. Έχει γράψει τα εφτά, θάναι έντεκα στο σύνολο, όπου νάναι δηλαδή, τον τελειώνει. «Μεγαλώνει η αλυσίδα», μου λέει και χαμογελά, «προστίθενται καινούργιοι κρίκοι…»

 Άνθρωπος παρορμητικός. Που ό,τι έζησε ήτανε πάντα στο μάξιμουμ, στο πολύ του. Δεν μετανιώνει, έχει μέσα της πάθος, εχει και μια ειλικρίνεια, δεν την νοιάζει αν σπάσει τα μούτρα της, παραδέχεται ωστόσο πως θέλει να αισθανεται και ασφάλεια, είναι μάλιστα φορές που την πιάνουν οι μαύρες της αλλά ευτυχώς έρχεται ένα μήνυμα από κάποιο άγνωστο που της λέει ποσο πολύ ταξίδεψε με την μουσική της, και την επαναφέρει στο δρόμο της. «Θέλεις να σου βάλω να ακούσεις ένα κομμάτι από το δίσκο που γράφω τώρα;» μου λέει και καταλαβαίνω πως ήρθε η ώρα να σταματήσουμε να μιλάμε με λέξεις και να αφήσουμε την μουσική της να γράψει την υπόλοιπη μας κουβέντα. Μου δίνει τα ακουστικά, τα βάζω στα αυτιά μου, η μουσική της αρχίζει να παίζει δυνατά, κοιτάζω τον γκρίζο ουρανό, εκείνη φυλλομετρά ένα βιβλίο, η μουσική της συνεχίζει να παίζει στα αυτια μου, μια υπέροχη μελωδία η οποία χωρίς να το συνειδητοποιώ με εχει ήδη επιβιβάζει πάνω σε πλοία και σε τρένα, πάνω σε βαπόρια και βάρκες, με έχει ήδη στείλει σε μια καινούργια περιπλάνηση…Στην οποία θελω νάχω για μόνη μου συντροφιά αυτή την μουσική που συνεχίζει να παίζει τώρα στα αυτιά μου…

Back to top