Και την σύγχρονη θλίψη

Ένα μικρό σάντουιτς, λίγα σοκολατάκια σε ένα τάπερ, αδιάβροχο σακκάκι με κουκούλα, μια τσάντα του ώμου, μπόλικη αγάπη για τούτο τον τόπο και τις πληγές του και είμαι εκεί, εννέα το πρωί, ακριβώς στην ώρα μου.

images
Back to top

Ένα μικρό σάντουιτς, λίγα σοκολατάκια σε ένα τάπερ, αδιάβροχο σακκάκι με κουκούλα, μια τσάντα του ώμου, μπόλικη αγάπη για τούτο τον τόπο και τις πληγές του και είμαι εκεί, εννέα το πρωί, ακριβώς στην ώρα μου. Περνώ έξω από το Λήδρα Πάλλας, δείχνω ταυτότητα και καταφθάνω στο σημείο, όπου η Άννα και οι υπόλοιποι έχουν μαζευτεί και το μεγάλο πούλμαν είναι ήδη με την μηχανή αναμμένη. Προορισμός σήμερα η Μεσαιωνική Αμμόχωστος, δεν έχω πάει ποτέ, νάσαι “τουρίστας” στον ίδιο σου τον τόπο είναι κάτι σαν ακρωτηριασμός, πώς αλλιώς να το περιγράψω, πενήντα χρόνια μετά και ακόμα δυσκολεύομαι να βρω τις λέξεις, δεν φταίω ωστόσο μόνο εγώ, φταίνε κι’αυτές που άφησαν στο ανείπωτο όλο το βάρος της ουσίας. Η Άννα λέει πως στην διαδρομή θα μιλάει συνέχεια, λέει επίσης πως θα πάμε από το παλιό δρόμο του τρένου, εκείνον που κάποτε ένωνε την Αμμόχωστο με τα μεταλλεία, υποψιάζομαι πως όσο εκείνη θα μιλάει, θα νιώθω, εδώ στο στήθος μου, στο ύψος της καρδιάς, τους πεθαμένους μου να τεντώνουν τις κλειδώσεις τους μήπως και μέσα στις ανάσες των μνημείων και της μνήμης αναπαυτούν έστω για λίγο τα κόκκαλά τους. Δεν παίρνω ακόμα σημειώσεις, παρατηρώ τους συνταξιδιώτες μου και διερωτώμαι με ποιά αγωνία κοινή συναντιόμαστε σ’αυτό το πούλμαν, κάποια αγωνία άφατη, θαμμένη στα σώψυχα μας μοιραζόμαστε, η οποία ίσως και να ταυτίζεται με κείνο το ερώτημα του Γκοσποντίνοφ στο “Χρονοκαταφύγιο” του, όπου διερωτάται “τί θα γινόταν αν αρχίσαμε να επιστρέφουμε στο παρελθόν για λόγους θεραπευτικούς;” Επουλώνεται το τραύμα και πώς επουλώνεται, αυτό γιατί δεν το θέσαμε ποτέ μας σαν καίριο ερώτημα και το αφήσαμε να κάθεται στην γωνιά του συνειδητού μας σαν σκυλί τιμωρημένο; Μήπως φοβίζει η επούλωση περισσότερο από το τραύμα ή μήπως ισχύει εκείνο που επίσης γράφει ο Γκοσποντίνοφ πως “καμμιά χώρα δεν θέλει να αποχωριστεί την δυστυχία της, σαν ένα καλοδιατηρημένο κρασί στο υπόγειο του παρελθόντος που είναι πάντα διαθέσιμο άν χρειαστεί”. Έξω από τα παράθυρο απλώνεται η Μεσαορία κάτω από ένα ήλιο που αρνείται να υπακούσει στις μετεωρολογικές προβλέψεις και να κρυφτεί στα μαύρα σύννεφα, η Άννα άρχισε ήδη την εξιστόρηση της, πίσω στο 12ο αιώνα η αρχή, πιο πριν δεν υπάρχουν, λέει, πηγές για την Αμμόχωστο, από τον 12ο όμως και μετά κάθε ανάσα της πόλης είναι καταγεγραμμένη μέσα σε ιστορικά βιβλία και ημερολόγια. Σχήμα οξύμωρο η Αμμόχωστος, λέει, αποτέλεσμα μιας σειράς αναγκαστικών μετατοπίσεων πληθυσμών λόγω φυσικών ή ανθρώπινων καταστροφών ή αλλιώς αυτό που ο Γάλλος ιστορικός Μπρωντέλ αποκαλούσε “η μακράς διαρκείας ιστορία”, η ιστορία δηλαδή που εξετάζεται όχι με βάση τα γεγονότα, αλλά σε παρατεταμένες χρονικές περιόδους. Μέχρι να φτάσουμε στην είσοδο του ενετικού τείχους, το σημειωματάριο μου γεμίζει από σκόρπιες πληροφορίες, για το πως η Αμμόχωστος έγινε το πιο σημαντικό λιμάνι της Μεσογείου, πως χαρακτηρίστηκε σαν “νέα Ιερουσαλήμ”, πως ζούσαν αρμονικά μέσα στα τείχη της τόσες διαφορετικές φυλές, η κάθε μια στην δική της συνοικία και με κοινό παρονομαστή όλων το εμπόριο, πως έγινε η άλωση της από τους Οθωμανούς, πως άντεξαν έντεκα μήνες στην πολιορκία του Λαλά Μουσταφά και πως μετέπειτα έφυγαν οι κάτοικοι και δημιουργήθηκε το Βαρώσι. Τώρα περπατάμε στο τείχος σιωπηλοί, ανεβαίνουμε πέτρινες σκάλες, περνάμε προμαχώνες, κοιτάμε από την μια το λιμάνι, από την άλλη την ασκήμια της “νέας” πόλης, η ομορφιά ωστόσο του τείχους δεν αλλοιώνεται, παραμένει καθηλωτική, φορτισμένη με μια ενέργεια σχεδόν μεταφυσική που μας βυθίζει σε σιωπές αναστοχασμού, γλάροι πετούν πάνω από τα κεφάλια μας και μια ησυχία αθεμελίωτη αφήνει την πραγματικότητα να φανεί όπως είναι. Περνάμε από όλα τα μνημεία, η Άννα διηγείται την ιστορία του καθενός, μαζευόμαστε σε κύκλο γύρω της, οι κραδασμοί της κάθε πέτρας δονούν τις πατούσες μας και κάτι πάλλεται μέσα μας σε αδιευκρίνιστο βάθος, μαθαίνουμε για τις εκκλησιές, την γοτθική τους αρχιτεκτονική, ο Άγιος Γεώργιος ο Εξορινός, η Αγία Άννα των Μαρωνιτών, πιο πέρα από το προμαχώνα Μαρτινέγκο η εκκλησία των Καρμελιτών, η Αγία Μαρία των Αρμενίων, προς το κάστρο του Οθέλλου ο Άγιος Γεώργιος των Λατίνων, η πύλη της θάλασσας και η άλλη της ξηράς, ο Άγιος Νικόλας που είναι ο πιο εντυπωσιακός ναός της παλιάς πόλης και απέναντι ο ναός του Πέτρου και Παύλου. Περνάμε δρόμους και στενά κατά μήκος του λιμανιού, σκύλοι γαβγίζουν μέσα από φτωχικά σπίτια που τα πλείστα μοιάζουν με διάσπαρτες παράγκες, μικροσκοπικές αυλές, μπαλκόνια φθαρμένα και στενοκοπημένα, μπουγάδες απλωμένες σε σχοινιά, σώβρακα, κάλτσες, φανέλες και πάραδίπλα οι αιώνες σε απόλυτη μοναξιά, χωρίς έστω μια κάποια αδιόρατη παρηγοριά. Τελευταία στάση η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου των Ελλήνων, ο μεγαλύτερος ορθόδοξος ναός την εποχή της Φραγκοκρατίας, σχεδόν κατεστραμμένος, τον περιεργαζόμαστε με περιστρεφόμενες κινήσεις, η Άννα μας βοηθά να εντοπίσουμε κάποια ίχνη τοιχογραφιών, αρχίζει ωστόσο να ψιλοβρέχει, βγάζουμε φωτογραφίες βιαστικά, ο ήλιος τώρα αποφάσισε να υπάκουσει στις προβλέψεις και ένας αέρας ξαφνικός από την μεριά της θάλασσας έρχεται και παγώνει τα πρόσωπα μας. Επιβιβαζόμαστε στο λεωφορείο, στην διαδρομή κανείς δεν μιλάει, μόνο κάποια στιγμή ο Σ θυμάται τον στίχο του Σεφέρη που λέει “με τα αρχαία μνημεία και την σύγχρονη θλίψη” και τον σιγομουρμουρίζει, μετά ξανά σιωπή, στάλες βροχής πέφτουν στα τζάμια. Σε όλη την επιστροφή μένω με το πρόσωπο μου κολλημένο στο παράθυρο, κοιτώ το παρελθόν που απομακρύνεται και χάνεται μέσα σε ένα παρόν δυστοπικό.

 

 

 

Back to top