Δύο-τρία τηλεφωνήματα και μια πτήση ήταν ό,τι μεσολάβησε για να βρεθώ εδώ. Στα τηλεφωνήματα η παιδική μου φίλη επέμενε πως μου χρειάζεται ησυχία του μυαλού, συμφώνησα- οι παιδικές φίλες ξέρουνε να βλέπουνε η μια την άλλη με την ακοή- πήρα τότε ένα αεροπλάνο και ήρθα να την βρω. Οδός Ρότσιλτ, Τέλ Αβίβ. Καθόμαστε έξω από ένα κιόσκι και απολαμβάνουμε την κρούστα του ήλιου πίνοντας ζεστό νερό με τζίντζερ, κανέλα, δύοσμο, μέλι και λεμόνι. Δεν μιλάμε πολύ, είμαστε προσυνεννοημένες για χασομέρι και το χασομέρι βαριέται τα πολλά λόγια, προτιμά τον ρεμβασμό του βλέμματος και τις γεμάτες οξυγόνο αναπνοές. Απλώνω ράθυμα στον ήλιο και τεντώνω τα χέρια μου, κόσμος πηγαινοέρχεται τριγύρω, άλλοι πεζοί, άλλοι με ηλεκτρικά σκούτερ, οι πλείστοι με ποδήλατα, όλοι τους σαν κινούμενα μικροδιήγηματα για υποψιασμένους αναγνώστες, έτσι τους βλέπω. Νεαροί μπαμπάδες με τα παιδιά και τα σκυλιά τους, ηλικιωμένες κυρίες ντυμένες μοδάτα, θρήσκοι με μαύρα καπέλα και δύο σγουρές τούφες και κάποιοι ατημέλητοι τύποι χαμένοι στην μαριχουάνα. Γι’αυτό μ’αρέσουν οι μεγαλουπόλεις. Μου θυμίζουνε εκείνο που διάβασα κάποτε και το είπε ο Φερνάντο Πεσσόα. Πως όλοι οι άνθρωποι είναι εξαιρέσεις σε ένα κανόνα που δεν υπάρχει. Η μέρα είναι θαυμάσια μου λέει η φίλη, της γνέφω πως είναι και εννοώ πως αισθάνομαι την ευλογία της κάθε στιγμής που έρχεται και φεύγει, αυτό είναι που αποκαλώ ησυχία του μυαλού, να καταφέρνω να εδράζω την ζωή στο παρόν και να την νιώθω στο δέρμα μου αποκομμένη από τις έγνοιες του πριν και του μετά. Τελειώνουμε το ζεστό τζίντζερ και αποφασίζουμε να περπατήσουμε μέχρι την υπαίθρια αγορά, έχω αδυναμία στις υπαίθριες αγορές, ίσως επειδή έχουνε κάτι από το ανάλλαχτο του ανθρώπου, κάτιτις το αρχέγονο. Αυτή εδώ είναι γεμάτη με μπαχαρικά και φρέσκα φρούτα και λαχανικά και χειροποίητα χαλιά και τάβλια και ένα σωρό φτηνοπράγματα για το σπίτι. Οι μυρωδιές των μπαχαρικών μπαίνουνε μια-μία στο σώμα μου και με διαπερνούν τόσο έντονα που προς στιγμής αμφιβάλω κατά πόσο οι αισθήσεις μας είναι μόνο πέντε. Η φίλη με τραβάει από το μανίκι, θέλει να πάμε στο δίπλανό δρόμο, σήμερα μαζεύονται εκεί καλλιτέχνες λέει και πουλάνε τα έργα τους, ζωγραφιές, μικρά γλυπτά, κοσμήματα, ό,τι θες. Την ακολουθώ, επιμένει να μου συστήσει μια Ιταλίδα γύρω στα 60 ίσως και περισσότερο που μένει σε μια βάρκα στην άκρη του Τελ Αβίβ και φτιάχνει ξύλινα παιγνίδια, έμπνευση της ο Κάφκα και ο Ιονέσκο και οι μύθοι του Αισώπου. Πράγματι είναι μια ιδιαίτερη φιγούρα, μυθιστορηματική, μακάρι να κυκλοφορούσανε τέτοιες υπάρξεις και στην δική μου πόλη που να εμπνέονται από τους μεγάλους συγγραφείς για να φτιάχνουμε μικρά παιγνίδια, θάτανε όλα πιο υποφερτά, λιγότερο πραγματικά. Ο ήλιος μας εγκαταλείπει σιγά σιγά, παίρνουμε το αμάξι, οι δρόμοι μποτιλιαρισμένοι, το Τέλ Αβίβ έχει γίνει μια από τις ακριβότερες πόλεις στον κόσμο λέει η φίλη μου, μου λέει και για τις πρόσφατες διαμαρτυρίες και για την νέα κυβέρνηση και για τα ανθρώπινα δικαιώματα που είναι ξανά προς διεκδίκηση. Σε όλο τον πλανήτη τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι ξανά προς διεκδίκηση, σκέφτομαι και θυμάμαι στο ξεκάρφωτο την ομιλία της Όλγας Τοκαρτσούκ στην σουηδική ακαδημία, μιλούσε για την συνδεσιμότητα, ότι μια χειρονομία “εδώ” συνδέεται με μια χειρονομια “εκεί” και μια απόφαση που λαμβάνεται σε ένα μέρος του κόσμου έχει συνέπειες σε κάποιο άλλο μέρος. Και κάπως έτσι η διαφοροποίηση μεταξύ του “δικού” μου και του “δικού” σου καθίσταται σταδιακά αμφισβητήσιμη. Το μποτιλιάρισμα συνεχίζεται, κατευθυνόμαστε σε ένα μουσείο, είναι μια έκθεση φωτογραφίας του World Press, γίνεται κάθε χρόνο, οι καλύτεροι φωτορεπόρτερ αποτυπώνουν τα γεγονότα της χρονιάς, μαζεμένα όλα σε μια αίθουσα, δεν είμαι σίγουρη ότι αυτή η ιδέα θα μας βγει σε καλό λέω στην φίλη μου, μπορεί και όχι συμφωνεί και όταν φθάνουμε στο μουσείο είναι ήδη νύχτα. Από το ταβάνι κρέμονται σε μεγάλες διαστάσεις, καταστροφές, πανδημία, εγκλεισμοί, πολέμοι, σεισμοί, πυρκαγιές, πόνος πολύς που ήδη γνωρίζαμε και άλλος που μας είχε διαφύγει. Ο άνθρωπος αβοήθητος, ευάλωτος, εύθραυστος, απελπισμένος, κανένα ψέμα στην είδηση, σκληρά αληθινές όλες οι φωτογραφίες. Φεύγουμε με μια άφατη αναστάτωση και γυρνάμε σπίτι. Καθόμαστε στο πράσινο καναπέ πλάι-πλάι, ο γάτος της φίλης μου απλώνει στην διπλανή πολυθρόνα, θα γίνει ποτέ ο κόσμος καλύτερος την ρωτώ, εκείνη πρώτα αναστενάζει και μετά αλλάζει κουβέντα, θέλει, λέει, να μου πει για ένα όνειρο που είδε τις προάλλες και της φάνηκε τόσο παιδικό που έμεινε κρυμμένη κάτω από το πάπλωμα μέχρι το μεσημέρι…