Η Χουάν και τα περιστέρια

Την λένε Χουάν λέει και είναι από το Βιετνάμ, έρχεται εδώ μια φορά την βδομάδα μόνο και μόνο για να ταίσει τα περιστέρια, της αρέσουνε λέει τα περιστέρια, από μικρή της αρέσανε, τί να σκέφτεται άραγε όταν τα ταίζει; 

images
Back to top

Στάση λεωφορείων, γύρω στο μεσημέρι, πλατεία Σολωμού. Κάθομαι στο σιδερένιο παγκάκι πλάι σε μια αφρικανή ντυμένη με πράσινα και πορτοκαλιά ρούχα. Την παρατηρώ με την άκρη του ματιού μου, κοιτάζει στο πουθενά και χαμογελάει μόνη της, δεν θέλω να πάρει χαμπάρι ότι την περιέργαζομαι, ίσως αισθανθεί πιο ξένη από ό,τι αισθάνεται, δεν είναι αυτή η πρόθεση μου, είναι γιατί το χαμόγελο της ανήκει σε κείνα που περιγράφει η Βιρτζίνια Γούλφ, τα απροσμέτρητα ειρωνικά και απροσμέτρητα θλιμμένα. Το λεωφορείο είναι σταθμευμένο μπροστά μου, κόσμος επιβιβάζεται σε αργή κίνηση, μισουπνωτισμένος, δεν βιάζεται κανείς για τίποτα, για ποιό πράγμα άλλωστε να βιαστούν, στα επείγοντα βρίσκεται ήδη ολόκληρη η ύπαρξη τους. Οι περισσότεροι είναι αφρικανοί με χρωματιστά μπλεγμένα μαλλιά, είναι και μερικές μουσουλμάνες με τις μπούρκες τους είναι και λιγοστοί ηλικιωμένοι ντόπιοι, ο ένας από αυτούς πουλάει λαχεία ξυστά. Πάνω στο τζάμι του λεωφορείου γράφει με κεφαλαία “Εισήτηριο για μια νέα εποχή”, κανείς ωστόσο από τους επιβάτες δεν μοιάζει να το συμμερίζεται, η προσδοκία νέας εποχής φαντάζει μάταιος κόπος. Ούτε και με το σύνθημα που είναι γραμμένο απέναντι πάνω σε ένα καλάθι των αχρήστων ταυτίζονται, “fight racism” γράφει, ποιός να πολεμήσει, είναι ήδη εξαντλημένοι, η επιστροφή των -ισμών και η υποψία ότι δεν θα γλιτώσουμε από δαύτους εξαντλεί. Τρείς Οηέδες περνάνε από μπροστά μου, ο ήλιος φωτίζει τους γαλάζιους μπερέδες τους, κρατάνε από ένα σάντουιτς και το δαγκώνουνε λαίμαργα, συνηθίσαμε τόσο πολύ την παρουσία τους, σκέφτομαι, γιατί την συνηθίσαμε, κανονικά θάπρεπε να μας τρόμαζει ο παραλογισμός της, αλλά δεν μας τρομάζει. Σηκώνομαι και περπατώ προς το περίπτερο, ένα λευκό χαρτί κολλημένο πάνω στην πόρτα του μου κινεί την περιέργεια, πλησιάζω και βλέπω πως διαφημίζει ζεστό σαλέπι, διερωτώμαι ποιός απέμεινε τριγύρω πού να πεθυμά την γεύση του. Ένας ηλικιωμένος που βγαίνει εκείνη την ώρα απο το περίπτερο, με ένα ποτήρι ζεστό σαλέπι στο ένα του χέρι και στο άλλο μια νεαρή Κινέζα, φανερώνεται μπροστά μου λες και θέλει επιτηδες να με διαψεύσει. Είναι καλοντυμένος, με φουλάρι και καπέλο και σκούρα μαύρα γυαλιά και ναφθαλένιο κουστούμι, η Κινέζα φοράει τζίν, ριγέ πουλόβερ και ρόζ μάσκα, τον κρατά αγκαζέ, του χαμογελά, το χαμόγελο της όμως δεν είναι από κείνα που περιγράφει η Γούλφ, είναι από τα άλλα της μοναξιάς και της συναλαγής και της φτηνής κολώνιας. Η εικόνα τους, δεν ξέρω γιατί, με παραπέμπει, στον Γιάννη Ξανθούλη και στο απόγευμα που τον συνάντησα σπίτι του πολλά χρόνια πριν. Μιλούσαμε θυμάμαι για παρόδους και ημιτόνια και δευτερεύοντα που γίνονται πρωτεύοντα και κάποια στιγμή μου είπε “διανύω μια εποχή όπου αρχίζουν πια να προεξέχουν οι λεπτομέρειες”. Τότε νόμισα πως κατάλαβα, η αλήθεια είναι όμως πως τώρα ήρθε η ώρα να καταλάβω, τώρα που αναγνωρίζω την ειλικρίνεια των ημιτονίων και των προεξοχών και των παρόδων και των δευτερευόντων που από τραγικό λάθος δεν έγιναν ποτέ πρωτεύοντα. Ο ηλικιωμένος απομακρύνεται μαζί με την Κινέζα και ξαφνικά εφορμούν από το πουθενά δεκάδες περιστέρια και με περικυκλώνουν. Κομμάτια ψωμιού προσγειώνονται στο πεζοδρόμιο και τα πουλιά τσακώνονται μεταξύ τους ποιο θα πρωτοπρολάβει να φάει βγάζοντας ήχους που μοιάζουν με παγιδευμένο κλάμα. Γέρνω στα δεξιά το κεφάλι μου και βλέπω πίσω από το δέντρο μια μικρόσωπη ασιάτισσα με αθλητικό καπέλο και με ένα φθαρμένο ποδήλατο ακουμπημένο στο κορμό, να έχει σε μια πλαστική σακούλα ξεραμένα ψωμιά και να τα ρίχνει στα πουλιά. Την πλησιάζω ενθουσιασμένη, με βλέπει απορημένα αρχικά, πιο συγκαταβατικά στην συνέχεια και στο τέλος μου χαμογελάει, το χαμόγελο της δεν είναι ειρωνικό, ούτε θλιμμένο, ούτε από το άλλο της φτηνής κολώνιας, είναι απλά σκέτα ανθρώπινο. Την λένε Χουάν λέει και είναι από το Βιετνάμ, έρχεται εδώ μια φορά την βδομάδα μόνο και μόνο για να ταίσει τα περιστέρια, της αρέσουνε λέει τα περιστέρια, από μικρή της αρέσανε, τί να σκέφτεται άραγε όταν τα ταίζει; Το λεωφορείο ξεκινά, τα περιστέρια τρομάζουν και εγκαταλείπουν την τροφή τους και ο οδηγός παίρνει την στροφή και δυναμώνει το ραδιόφωνο. Κάποιος αρμόδιος μιλάει στην διαπασών και κάτι λέει για αξιοπρεπή εργασία, κάτι λέει για ξένο δυναμικό κάτι λέει και για φτωχοποίηση. Η Χουάν τρομάζει, το ίδιο και γω, φεύγουμε άρον-άρον όπως τα περιστέρια, εκείνη πάνω στο ποδήλατο της και γώ ξωπίσω με τα πόδια…

 

Back to top