Η περούκα της μαμάς

Κάποτε γελώ. Όταν θυμάμαι την περούκα της μαμάς μου. Και κάποτε ανάβω τσιγάρο. Όταν θυμάμαι πως μια Αγάπη φώναζε, μια κάποια μέρα της άνοιξης, για μένα. 

images
Back to top

Γεννήθηκα στις 11 του Απρίλη. Άνοιξη. Η μάνα μου δεν θυμάται την ώρα. Το μόνο που θυμάται είναι πως τράβαγε τα μαλλιά της. Που δεν ήταν ακριβώς τα μαλλιά της. Ήτανε μια μακριά, ξανθιά, υπέροχη περούκα. Έτσι ήτανε της μόδας τότε. Και όταν οι πόνοι έγιναν αφόρητοι, άρχισε να την τραβάει υστερικά, φωνάζοντας. Η νοσοκόμα έτρεχε στους διαδρόμους της κλινικής πανικόβλητη και τσίριζε στο γιατρό «ελάτε γρήγορα, μια κυρία βγάζει τα μαλλιά της». Δεν έβγαλε όμως τα μαλλιά της. Έβγαλε εμένα. Με μια νοσοκόμα που την λέγανε Αγάπη (αυτό ήτανε το όνομά της). Το πρώτο φως που είδα, λοιπόν, ήταν της άνοιξης και η πρώτη φάτσα της… Αγάπης. Κανείς δεν θυμάται, ωστόσο, την ώρα. Γι’ αυτό δεν μπόρεσα ποτέ να μάθω τον ωροσκόπο μου. Και έτσι ξέμεινα στην πορεία από προβλέψεις.

Τα χρόνια πέρασαν. Με τη μάνα μου να διηγείται κάθε Απρίλη την ιστορία μιας εκτοξευμένης περούκας που σημάδεψε τη γέννα μου. Κι ύστερα μου αποκάλυψαν πως δεν ήταν μόνο αυτό. Γεννήθηκα με ένα κεφάλι μακρόστενο. Σαν πεπόνι. Έτσι το αποκάλεσε ο πατέρας μου. Ένα κεφάλι που έμοιαζε με φρούτο. Ήταν από το σφίξιμο. Φυσιολογικό φαινόμενο αλλά δεν το ’ξεραν. Νόμιζαν πως γέννησαν ένα τέρας. Ο πατέρας μου πήρε το αυτοκίνητο και χάθηκε στους δρόμους για 24 ώρες με την ελπίδα να συμβιβαστεί με τη μοίρα του. Ευτυχώς δεν χρειάστηκε να συμβιβαστεί. Το κεφάλι μου ίσιωσε. Αλλά μου ’μεινε σαν καταδίκη. Να διακρίνω τα «φρούτα» με την πρώτη ματιά. Ίσως γιατί υπήρξα κάποτε πεπόνι. Κι ύστερα σκεφτόμουνα πώς να ’ναι άραγε αυτό το συναίσθημα, το να συμβιβαστείς με τη μοίρα σου. Το ’χα από πολύ μικρή σαν απορία και μού έπεφτε βαριά γιατί με έκανε λιγότερο αθώα. Αλλά δεν έφταιγα εγώ. Έφταιγε το κεφάλι μου που κάποτε ήτανε λίγο πιο μακρύ.

Κάποια στιγμή έμαθα και το ζώδιό μου. Κριάρι είσαι εσύ, μού είπανε. Ζώδιο, λέει,  της φωτιάς. Εγώ δεν ήξερα από ζώδια. Ούτε και τώρα ξέρω. Είχα μόνο ένα μενταγιόν στο λαιμό με μια αλυσίδα χρυσή και ένα κεφάλι κριαριού. Ούτε από φωτιές ήξερα. Στα χρόνια, όμως, το αισθάνθηκα. Πως ήτανε στη φύση μου να καίγομαι και να ψάχνω να βρω τι σώθηκε από τις στάχτες. Να χαζεύω τους καπνούς και να διερωτώμαι αν τα σύννεφα είναι πολλές φωτιές μαζί που έφυγαν για τον ουρανό. Έτσι έμαθα να κοιτάω τον ουρανό. Από τη φωτιά. Και την άνοιξη. Και κείνη την Αγάπη, που από όνομα είχε γίνει πια ζητούμενο.

Γεννήθηκα στις 11 του Απρίλη. Ενός Απρίλη Ψεύτη. Μ’ άρεσε να τον αποκαλώ έτσι, από κείνο το τραγούδι που τραγουδούσα όταν σπούδαζα κι έφευγα με ένα πλοίο για τη Σαντορίνη. Μου άρεσαν και τα απριλιάτικα δειλινά. Με κείνα τα πορτοκαλιά και μοβ χρώματα που ήτανε γεμάτα μυρωδιές. Ένιωθα πάντα με μια παιδική αφέλεια πως η άνοιξη μου άνηκε. Λες και το ότι γεννήθηκα Απρίλη μου εξασφάλιζε ένα προνόμιο. Να πεθυμώ εκδρομές και να χαίρομαι απλά γιατί ο καιρός ήταν υπέροχος. Να νιώθω ξανά παιδί, κάθε που μεγάλωνε η μέρα και να αφήνω τις εικόνες να μου υπαγορεύουνε τις επιθυμίες μου. Ένιωθα πως έφταιγε η άνοιξη που ό, τι ζούσα ήθελα να το συνδέω με έναν ήχο και που ό, τι με συνόψιζε το άφηνα να απλωθεί στην άμμο μόλις ο ήλιος γινότανε πιο ζεστός. Κι ύστερα πέρασαν τα χρόνια.

Και είναι τώρα. Ανοίγω τα παράθυρα να μπούνε οι μέλισσες, φοράω φαρδιά πουκάμισα και βάζω δυνατά τραγούδια στο αυτοκίνητό μου. Και κάνω την ίδια υπόσχεση. Πως τα πισωγυρίσματα θα τα αφήνω για τις μέρες του φθινοπώρου, που ο φραπές σε κάνει να κρυώνεις και τα ανοιχτά παράθυρα καδράρουνε μονάχα το γκρίζο.

Και κάποτε γελώ. Όταν θυμάμαι την περούκα της μαμάς μου. Και κάποτε ανάβω τσιγάρο. Όταν θυμάμαι πως μια Αγάπη φώναζε, μια κάποια μέρα της άνοιξης, για μένα.

Back to top