Η επόμενη μέρα

Βρίσκομαι στην επόμενη μέρα, έτσι την βάφτισαν οι τηλεοράσεις και τα ραδιόφωνα, έπεται της εκλογής του νέου προέδρου, αυτός είναι ο λόγος, κανένας άλλος προς το παρόν.

images
Back to top

Εννέα και μισή το πρωί, ηλιόλουστο πρωινό, ο ήλιος αφήνει στο πρόσωπο μια ζεστασιά που θυμίζει άνοιξη, σαν βεβαιότητα πως κάτι καλό θα συμβεί… Βρίσκομαι στην επόμενη μέρα, έτσι την βάφτισαν οι τηλεοράσεις και τα ραδιόφωνα, έπεται της εκλογής του νέου προέδρου, αυτός είναι ο λόγος, κανένας άλλος προς το παρόν. Είναι λοιπόν η επόμενη μέρα και γω περπατώ στην πράσινη γραμμή έξω από το ξενοδοχείο Λήδρα Πάλας. Ο δρόμος είναι σχεδόν άδειος, πέντε-έξι γάτες κόβουν βόλτες, κανένας περαστικός και οι Οηέδες αθέατοι πίσω από μια ψηλή σιδερένια πόρτα. Κατευθύνομαι στο “Σπίτι της Συνεργασίας", στο μικρό του καφέ, προχωρώ με το πάσο μου, θέλω να τεντωθούν οι αισθήσεις μου για να μην πάθω αυτό που λέει ο Ελύτης πως “με τις αισθήσεις αγύμναστες ο ψυχικός κόσμος παραμένει εκτεθειμένος σε συμβάντα επιφανείας”. Απαραίτητη άρα διεργασία και δη σε αυτό το δρόμο, όπου το παρελθόν παρακαλεί το παρόν για λίγη σημασία. Παίρνω το κινητό μου και βγάζω φωτογραφίες το ιστορικό ξενοδοχείο, οριζόντιες και κάθετες, χωρίς φίλτρο, οι ρημαγμένοι του τοίχοι, η φθαρμένη του πρόσοψη, ποιό φίλτρο να απαλύνει το μη αναστρέψιμο; Στο καφέ είναι ακόμα πρωί για θαμώνες, διαλέγω τραπέζι κοντά στο τζάμι, παραγγέλνω τσάι λεμονόχορτο και από την τσάντα μου βγάζω σημειωματάριο, στυλό και το νέο βιβλίο της Κωσταντίας Σωτηρίου. “Brandy Sour” ο τίτλος του και είναι ιστορίες ανθρώπων που πέρασαν από το Λήδρα Πάλας, αληθινές και φανταστικές, όλες τους γεμάτες γλυκόπικρα ποτά και στυμμένες αλήθειες. Μυθιστόρημα σε 22 δωμάτια που το καθένα φανερώνει “πώς η ανέγερση, η δόξα και η κατάρρευση ενός κτιρίου μπορεί να αντανακλά το χτίσιμο, τις “φασαρίες” και το σπαραγμό ολόκληρης της χώρας”. Το διάβασα μονορούφι πριν λίγες μέρες, αυτό και η “επόμενη μέρα” με έσπρωξαν στην συγκεκριμένη βόλτα, πιο πολύ όμως το “Brandy Sour”, εκείνο πρώτο με έκανε να υποψιαστώ πως μου χρειάζεται να περπατήσω στην ίδια οδό. Μεσολάβησαν πολλά από τότε που πρωτοήρθα, ήταν όταν άνοιξανε τα οδοφράγματα, θυμάμαι την μέρα στην κάθε της λεπτομέρεια, ήμουν με τον πατέρα μου, η ουρά έφτανε μέχρι το ξενοδοχείο, μαζί περιμέναμε για ώρες, δεν μιλούσαμε, λέξη δεν ανταλλάξαμε, δύσκολο να περιγράψω πως ένιωθα. Αναγνώριζα πως ζούσα ένα γεγονός γιγάντιο, από κείνα που γράφουν την μεγάλη Ιστορία, τρόμαζα όμως που ήμουν μέρος του. Ήταν κάτι εξωπραγματικό, το απέναντι αποκτούσε πρόσωπο, δεν ήταν μόνο απώλεια, φόβος, τραύμα, είχε μάτια, μύτη, στόμα, ήταν γυναίκα, άντρας, γέρος, παιδί. Τους παρατηρούσα όλους ένα-ένα, οι πλείστοι είχαν όμοιο βλέμμα με του πατέρα μου, βαθύ σαν πένθος, μη αφηγήσιμο ή όπως το λέει καλύτερα ο Ρόναλτ Μπάρτ “μη δεκτικό σε οποιαδήποτε αφηγηματική διαλεκτική”. Και νάμαι τώρα πάλι εδώ, στον ίδιο δρόμο, μετά από ένα αναποδογύρισμα του πλανήτη και του δικού μου σύμπαντος. Ο πατέρας μου δεν ζει πια, όπως και οι περισσότεροι μάλλον που τότε περίμεναν στην ουρά για να ξανασμίξουν με το παιδικό τους εαυτό και να συνομιλήσουν με τους πεθαμένους τους. Και όσο για το ξενοδοχείο στέκει ακόμα όρθιο αλλά νεκρωμένο, διερωτώμαι τί το κρατάει όρθιο ενώ είναι νεκρωμένο και το μυαλό μου πάει κατευθείαν στο χτίστη της Σωτηρίου και το έψημα του, σ’αυτή την ιστορία που με συγκλόνισε περισσότερο. Χασάν λέγανε τον χτίστη και τον καλέσαν μια μέρα να σώσει το Μεγάλο Ξενοδοχείο γιατί “μόνο λίγοι γνώριζαν σαν αυτόν την παλιά αρχιτεκτονική, ελάχιστοι μπορούσαν να νιώσουν το σπίτι το παλιό όπως εκείνον”. "Πήγε πρωί-πρωί που το φως ήτανε καθαρό, έβαλε το χέρι του στους τοίχους, έσκαψε με το νύχι του το μάρμαρο, ακούμπησε την πλάτη του στα παλιά ντουβάρια, ξάπλωσε μπρούμυτα στο πάτωμα, έκλεισε τα μάτια κι’ άκουσε το κτίριο να μιλά. Δεν μπορούσε όμως να καταλάβει τί έλεγε. Αν ήθελε να φτιαχτεί και να ξαναζήσει ή άν ήθελε να πεθάνει”. Μην ξέροντας τί να κάνει, αγόρασε γαλόνια με μπόλικο έψημα και το έριξε πάνω στους τοίχους του. Πετιμέζι από μούστο που τον βράζεις μέχρι να γίνει σαν μέλι. Γιατί, όπως το γράφει η Σωτηρίου. “μόνο το έψημα μπορεί να γιατρέψει τις μικρές τρύπες στο στόμα σου, τους τοίχους σου που είναι τρυπημένοι από σφαίρες”…

 

Back to top